Με το διεθνές ενδιαφέρον στραμμένο πάνω της, σε τεταμένο κλίμα και με δεκάδες μέσα ενημέρωσης να κρατούν «ζωντανά» ιστολόγια (live blogs) για την κάλυψή της, ξεκίνησε σήμερα στη Μινεάπολη των ΗΠΑ το κυρίως μέρος της δίκης του δολοφόνου του Τζoρτζ Φλόυντ, πρώην αστυνομικού Ντέρεκ Τσάβιν, με την παρουσίαση της ομάδας των ενόρκων και τις πρώτες τοποθετήσεις των συνηγόρων και κατηγόρων.
«Δικαιοσύνη και τίποτε λιγότερο» ζήτησε η οικογένεια του δολοφονημένου αφροαμερικάνου, φτάνοντας στο δικαστήριο ενώ για ένα «σύγχρονο λυντσάρισμα» έκανε λόγο ο γνωστός ακτιβιστής για τα δικαιώματα της αφροαμερικάνικης κοινότητας, αιδεσιμότατος Αλ Σάρπτον.
Μη ένοχος (not guilty, αντίστοιχο του δικού μας «αθώος») δήλωσε ο Τσάβιν όταν ρωτήθηκε σχετικά.
Οι ένορκοι της δίκης είναι 12 συν τρεις αναπληρωματικοί, εκ των οποίων εννέα λευκοί, πέντε αφροαμερικάνοι και δύο μεικτής φυλετικής καταγωγής. Μία ένορκος είναι άνω των 60 ετών, τέσσερις μεταξύ 50 και 60, και από τρεις στις ηλικίες 20-30, 30-40 και 40-50. Του δικαστηρίου προΐσταται ο δικαστής Πήτερ Κέιχιλ, ο οποίος έδωσε εντολή να μείνουν μυστικά τα ονόματα των ενόρκων και να μη μεταδοθούν επουδενί οι μορφές τους.
Οργή προκάλεσε η εναρκτήρια τοποθέτηση του δικηγόρου υπεράσπισης του Ντέρεκ Τσάβιν, Ερικ Νέλσον, που είπε ότι ο Τζoρτζ Φλόυντ αντιστεκόταν υπό την επήρεια ναρκωτικών (φεντανύλ και αμφεταμινών), και γι’ αυτό ήταν πολύ δύσκολο να τον περιορίσουν και να τον συλλάβουν οι αστυνομικοί, οι οποίοι κατέφυγαν στην «ενδεδειγμένη» βία. «Θα δείτε ότι ο Ντερεκ Τσάβιν έκανε ακριβώς αυτό που επί 19 χρόνια είχε εκπαιδευτεί να κάνει», είπε ο συνήγορός του, απευθυνόμενος στους ενόρκους, και κατόπιν αναφέρθηκε σε προβλήματα υγείας που είχε το θύμα, τα οποία κατά τη γνώμη της υπεράσπισης του Τσάβιν ήταν αυτά που τον σκότωσαν.
Από την πλευρά της πολιτείας, που αποτελεί την εισαγγελία και τους κατηγόρους του Τσάβιν, με επικεφαλής τον εισαγγελέα Τζέρρυ Μπλάκγουελ, έγινε προσπάθεια το περιστατικό να θεωρηθεί μεμονωμένο, και να καταδειχθεί ότι η ευθύνη δεν είναι της αστυνομίας «που δρα έχοντας δώσει όρκο να προστατεύει» αλλά του συγκεκριμένου αστυνομικού.
Η πρώτη μάρτυρας που κατέθεσε σήμερα ήταν γυναίκα, που εργάζεται στο κέντρο αμέσου δράσεως (911), η οποία «κάλεσε την αστυνομία για να σταματήσει την αστυνομία», όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε.
Η δίκη διεξάγεται στην Μινεάπολη, παρ’ ότι έγιναν προσπάθειες να μεταφερθεί σε άλλη πολιτεία ή έστω σε άλλη επαρχία της Μινεζότας, λόγω ακριβώς του κλίματος που έχει δημιουργηθεί εις βάρος του δολοφόνου και των τριών – επίσης αστυνομικών- συνεργών του, οι οποίοι θα δικαστούν χωριστά τον ερχόμενο Αύγουστο.
Η δολοφονία του Τζoρτζ Φλόυντ, το βίντεο της οποίας έκανε το γύρο του κόσμου, οδήγησε σε πορείες διεθνώς αλλά και σε συγκεντρώσεις και εξεγέρσεις από άκρου εις άκρον των ΗΠΑ, και υπήρξε η βάση των κινημάτων για την μείωση της χρηματοδότησης της αστυνομίας (defund the police), μετατρέποντας σε σύνθημα τα τελευταία λόγια του άτυχου άντρα«Δε μπορώ να αναπνεύσω» (I can’t breath) και οδηγώντας στην αναγέννηση του αφροαμερικάνικου κινήματος (Black Lives Matter).
O 47χρονος αφροαμερικάνος Τζoρτζ Φλόυντ δολοφονήθηκε στη Μινεάπολη την 25η Μαϊου του 2020, κατά τη διάρκεια της σύλληψής του γιατί θεωρήθηκε ότι χρησιμοποίησε για να πληρώσει λογαριασμό ένα πλαστό 20δόλαρο. Ο Ντερεκ Τσάβιν τον πατούσε, με το γόνατό του, στο λαιμό επί σχεδόν εννέα λεπτά, παρ’ ότι ο άτυχος άνδρας επέμενε να λέει, μέχρι κυριολεκτικά τελευταίας πνοής, ότι δεν μπορούσε να αναπνεύσει.
Η οικογένεια του Τζoρτζ Φλόυντ μήνυσε την πόλη της Μινεάπολης, και η υπόθεση διευθετήθηκε εξωδικαστικά, για 27 εκατομμύρια δολάρια.