Ο πρώην Πρωθυπουργός, Κώστας Σημίτης, με άρθρο του στην εφημερίδα «Τα Νέα Σαββατοκύριακο», αναφέρεται στο παρασκήνιο της απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου του 1999, και εξηγεί πώς λίγα χρόνια αργότερα ο διάδοχός του, Κώστας Καραμανλής, αδιαφόρησε επιδεικτικά για τα διπλωματικά κεκτημένα της χώρας μας έναντι της Τουρκίας.
Το άρθρο του πρώην πρωθυπουργού συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο «Η Στρατηγική του Ελσίνκι: 20+1 Χρόνια Μετά» (Εκδόσεις Ι. Σιδέρης) στο οποίο γράφουν πολλοί από τους πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου, όπως ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, οι πρώην υπουργοί Εξωτερικών Γιώργος Παπανδρέου και Τάσος Γιαννίτσης, ο Χρήστος Ροζάκης, κομβικός διαμορφωτής της πολιτικής εκείνης της περιόδου, καθώς επίσης οι Χρήστος Στυλιανίδης, Παναγιώτης Ιωακειμίδης, Παύλος Αποστολίδης και Πέτρος Λιάκουρας.
Στο άρθρο του στα Νέα, το οποίο επαναφέρθηκε στην επικαιρότητα, ενόψει της κυκλοφορίας του βιβλίου, ο Κώστας Σημίτης κατηγορεί τον Κώστα Καραμανλή ότι αποφάσισε την εκκίνηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας στην ΕΕ, παρ’ όλο που δεν είχε τακτοποιήσει τις διαφορές της με την Ελλάδα, όσον αφορά την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα.
Συγκεκριμένα, επιρρίπτει στον διάδοχό του στην πρωθυπουργία, Κώστα Καραμανλή, την ευθύνη για την αλλαγή στρατηγικής που άφησε την Ελλάδα μόνη της απέναντι στον Ερντογάν.
Γράφει χαρακτηριστικά:
«Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνήλθε στις 10 Δεκεμβρίου 1999. Ξεκίνησε με θέμα τη διεύρυνση της Ενωσης και την υποψηφιότητα της Τουρκίας. Δήλωσα ότι αδυνατώ να συναινέσω στην υποψηφιότητα της Τουρκίας, αν δεν αντιμετωπιστεί θετικά και η υποψηφιότητα της Κύπρου. Το Συμβούλιο, μπροστά στο αδιέξοδο που δημιουργήθηκε, διακόπηκε. Εγιναν διαδοχικές τριμερείς συνεννοήσεις με την Προεδρία και τους συναδέλφους μας για να διατυπωθεί μια γενικά αποδεκτή απόφαση. Αισθάνθηκα ότι βαθμιαία το κλίμα άλλαζε. Οι αντιρρήσεις στηρίζονταν στο επιχείρημα ότι οι Τούρκοι δεν δέχονται τη λύση του Κυπριακού. Η Προεδρία βρισκόταν διαρκώς σε επαφή με την τουρκική αντιπροσωπεία και την Αγκυρα, ενώ το Συμβούλιο είχε αρχίσει να ενοχλείται από την άτεγκτη στάση τους. Με μεγάλη προσπάθεια, στην οποία συνέβαλε καθοριστικά ο ύπατος εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ενωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας κ. Σολάνα, επιτύχαμε στο τέλος τους σκοπούς μας. Οι δύο κρίσιμες ρυθμίσεις έγιναν αποδεκτές.
Τα 15 κράτη-μέλη συμφώνησαν να αναγνωρισθεί η Τουρκία ως υποψήφια χώρα. Θα έπρεπε, σε εύλογο χρονικό διάστημα, να επιλύσει τις τυχόν συνοριακές ή άλλες διαφορές της με τα κράτη-μέλη στη βάση των αρχών του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. εφόσον δεν επερχόταν συμφωνία σε εκκρεμείς διαφορές. Προς περαιτέρω αποσαφήνιση, εξάλλου, στα συμπεράσματα της Συνόδου σημειώθηκε ότι “το αργότερο το 2004” οι 15 ηγέτες θα επανεξέταζαν την κατάσταση για να εγκρίνουν την εκκίνηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας. Αν δεν είχαν επιλυθεί οι εκκρεμείς διαφορές, θα προωθούσαν την επίλυσή τους μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου. Σε ό,τι αφορά την Κύπρο, πείσαμε τους εταίρους μας ότι η προϋπόθεση λύσης του Κυπριακού, που πρότειναν ως αφετηριακό σημείο ενταξιακής πορείας της Κύπρου, καθιστούσε τον πρόεδρο της “Βόρειας Κύπρου” Ρ. Ντενκτάς κυρίαρχο των εξελίξεων. Θα μπορούσε στο εξής να διαπραγματεύεται εκβιαστικά απέναντι στην Ενωση και την Ελλάδα, αφού θα κρατούσε στα χέρια του το κλειδί της ενταξιακής πορείας της Κύπρου. Οι 14 εταίροι μας αποδέχθηκαν τον συλλογισμό μας. Στα συμπεράσματα της Συνόδου σημειώθηκε ότι “εάν μέχρι την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων προσχώρησης της Κύπρου δεν έχει επιτευχθεί λύση (στο Κυπριακό), η απόφαση του Συμβουλίου όσον αφορά την προσχώρηση θα ληφθεί χωρίς το ανωτέρω να αποτελεί προϋπόθεση”».
Το πρώτο σκέλος ανάγκαζε την Τουρκία να λύσει σε χρόνο μελλοντικό αλλά ως βασική προϋπόθεση της ενταξιακής της πορείας, τα όποια ζητήματά της με την Ελλάδα και έθετε την ΕΕ ως εποπτεύουσα της διαδικασίας. Το δεύτερο, ως γνωστόν, αποδείχτηκε κλειδί για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, που επισφραγίστηκε σε μια πανηγυρική εκδήλωση στη Στοά του Αττάλλου, τον Απρίλιο του 2003, όπου υπογράφηκε η Συνθήκης Προσχώρησης δέκα νέων κρατών στην ΕΕ (μεταξύ αυτών και της Κυπριακής Δημοκρατίας).
Και καταλήγει, ο κ. Σημίτης για το σημείο καμπής, όταν ο Κώστας Καραμανλής αδιαφόρησε για το Ελσίνκι:
«Μετά τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας, την Κυριακή της 7ης Μαρτίου 2004, προσκάλεσα τον κ. Καραμανλή στο Μαξίμου για να τον ενημερώσω για θέματα που θεωρούσα ότι θα πρέπει να γνωρίζει ο νέος πρωθυπουργός. Ο κ. Καραμανλής ήρθε στο Μαξίμου συνοδευόμενος από τον σύμβουλό του κ. Μολυβιάτη. Αφού αναφέρθηκα στα τρέχοντα οικονομικά προβλήματα, θέλησα να θίξω το θέμα των σχέσεων με την Τουρκία. Ο κ. Καραμανλής με διέκοψε αμέσως αναφέροντας ότι στα θέματα αυτά έχει διαφορετικές απόψεις και δεν χρειάζεται πληροφόρηση. Προσέθεσε ότι ο κ. Μολυβιάτης είναι κατ’ εξοχήν αρμόδιος για την αντιμετώπισή τους. Ο κ. Μολυβιάτης πήρε αμέσως μετά τον λόγο και δήλωσε ότι η νέα κυβέρνηση θα εφαρμόσει τη δική της πολιτική, που είναι διαφορετική από εκείνη της κυβέρνησής μου. Μετά την παρατήρηση αυτή, η συζήτηση στράφηκε σε άλλα θέματα, άσχετα προς την εξωτερική πολιτική».
Τον Δεκέμβριο του 2004 όταν πραγματοποιήθηκε, σύμφωνα με την απόφαση του Ελσίνκι, η Σύνοδος Κορυφής στις Βρυξέλλες για να αποφασιστεί η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία, την Ελλάδα εκπροσωπούσε ο νέος πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής. Δυστυχώς, στη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών αποφασίστηκε η εκκίνηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας παρ’ όλο που δεν είχε τακτοποιήσει τις διαφορές της με την Ελλάδα, όσον αφορά την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα.
Ο κ. Καραμανλής και η κυβέρνηση της ΝΔ, σε αντίθεση με τις μεγαλοστομίες της εποχής της αντιπολίτευσης, έδειξαν εξαρχής δείγματα μιας γενικευμένης απάθειας απέναντι στις εξελίξεις. Η αναμενόμενη κινητοποίησή τους ενόψει του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου του 2004 δεν πραγματοποιήθηκε. Τίποτε δεν συνέβη απ’ όσα εύλογα περίμεναν όσοι είχαν εργαστεί για να οδηγήσουν την Τουρκία σε έναν μονόδρομο που της επέβαλλε αποφάσεις. Ο έλληνας πρωθυπουργός, κατά τη συζήτηση, αν και είχε τη δυνατότητα, δεν πρόβαλε την ένσταση για την έλλειψη ανταπόκρισης της Τουρκίας στον όρο που είχε τεθεί στο Ελσίνκι και αφορούσε την ύπαρξη διαφορών σχετικά με την έκταση της τουρκικής υφαλοκρηπίδας. Αντίθετα, επεσήμανε ότι «οι ασφυκτικοί χρονικοί περιορισμοί δεν βοηθούν». Απεδέχθη έτσι την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία με ανεπίλυτες τις ελληνοτουρκικές διαφορές ως προς τα όρια των υφαλοκρηπίδων και των αιγιαλίτιδων ζωνών τους. Η Τουρκία βγήκε από τη στενωπό χωρίς καμία αντίδραση».