Ανατριχιαστικά αλλά και ταυτόχρονα αποκαλυπτικά είναι τα δεδομένα που, για πρώτη φορά, δημοσιεύθηκαν από το iMEdD Lab αναφορικά με τους θανάτους εντός και εκτός ΜΕΘ στο δεύτερο «κύμα» της πανδημίας και όχι μόνο.
Στοιχεία από την έρευνα:
Σύμφωνα με την ανάλυση των δεδομένων εβδομαδιαίων θανάτων από οποιαδήποτε αιτία για ολόκληρο το 2020 που δημοσίευσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), η θνησιμότητα που σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με την COVID-19 είναι μεγαλύτερη από αυτή που γνωρίζουμε. Το διάστημα 23 Νοεμβρίου έως 6 Δεκεμβρίου 2020 εκτιμάται ότι καταγράφηκαν 41% περισσότεροι θάνατοι από τους στατιστικά αναμενόμενους.
Η υπερέχουσα θνησιμότητα (excess mortality) αποτελεί τον πλέον αξιόπιστο και αμερόληπτο δείκτη για την παρακολούθηση των θανάτων που σχετίζονται με την COVID-19, διότι μας βοηθά να αντιπαρέλθουμε ένα σημαντικό πρόβλημα: τη μη καταγραφή θανάτων που σχετίζονται έμμεσα με τη νόσο. Διεθνείς επιστημονικές μελέτες καταδεικνύουν πως κατά τη διάρκεια της πανδημίας καταγράφεται αύξηση της θνησιμότητας από αιτίες που δεν σχετίζονται άμεσα με τον ιό. Για παράδειγμα, ασθενείς από άλλες νόσους ενδεχομένως αμελούν τις θεραπείες τους κατά τη διάρκεια ενός lockdown, εμφραγματίες δεν καταφεύγουν έγκαιρα στα τμήματα επειγόντων περιστατικών των νοσοκομείων από φόβο μήπως κολλήσουν τον ιό, ενώ ταυτόχρονα τα υπό πίεση συστήματα υγείας ακυρώνουν χειρουργεία ή δίνουν προτεραιότητα σε περιστατικά COVID-19, με αποτέλεσμα ασθενείς άλλων παθήσεων να μη λαμβάνουν έγκαιρη θεραπεία.
Στην Ελλάδα, το 2020 η υπερέχουσα θνησιμότητα έφτασε το 7% (1η – 52η εβδομάδα). Από τους περίπου 8.300 στατιστικά μη αναμενόμενους θανάτους, εκτιμάται ότι το 61% αφορούν επιβεβαιωμένους θανάτους ασθενών με COVID. Οι υπόλοιποι εικάζεται ότι σχετίζονται έμμεσα με την πανδημία.
«Οι περιφέρειες που εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά υπερέχουσας θνησιμότητας είναι η Κεντρική Μακεδονία, η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, η Δυτική Μακεδονία καθώς και η Θεσσαλία. Στην Κεντρική Μακεδονία, 7 στους 10 θανάτους σχετίζονται άμεσα με την COVID-19, ενώ στην Αττική το ποσοστό είναι 45,3%. Αντιθέτως, στην Ήπειρο και τα Ιόνια Νησιά, περιοχές που επλήγησαν λιγότερο από την πανδημία, συγκριτικά με άλλες περιφέρειες, καταγράφεται αρνητικό ποσοστό υπερέχουσας θνησιμότητας –δηλαδή, σημειώθηκαν λιγότεροι θάνατοι από τους στατιστικά αναμενόμενους» αναφέρει η έρευνα που φέρει την υπογραφή του Θ. Τρομπούκη.
Εστιάζοντας στην περίοδο του δεύτερου «κύματος» της πανδημίας, τα δεδομένα, που φέρνει, για πρώτη φορά, στη δημοσιότητα το iMEdD Lab (αφορούν ολόκληρη τη χώρα, για το διάστημα από τις 12 Οκτωβρίου 2020 έως και τις 3 Ιανουαρίου 2021), σκιαγραφούν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για το τι συνέβη εκείνους τους δραματικούς μήνες, κατά τη διάρκεια των οποίων περισσότεροι από 4.200 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από τον κορωνοϊό.
Σύμφωνα με στοιχεία από τις εβδομαδιαίες εκθέσεις του ΕΟΔΥ οι οποίες αποστέλλονται στο Υπουργείο Υγείας για ενημέρωση της Επιτροπής των Εμπειρογνωμόνων, στο προαναφερθέν διάστημα σχεδόν επτά στους δέκα ασθενείς (2.954) που κατέληξαν από την COVID-19 ήταν εκτός ΜΕΘ, ενώ εντός ΜΕΘ καταγράφηκαν 1.322 θάνατοι διασωληνωμένων ασθενών, δηλαδή το 30,9% των 4.276 συνολικών θανάτων εκείνο το διάστημα.
Η μέση ηλικία των ασθενών που κατέληξαν εκτός ΜΕΘ είναι τα 82,8 έτη (μέσος όρος των διάμεσων ηλικιών για τις εβδομάδες 43-53, δηλαδή από τις 19 Οκτωβρίου 2020 έως τις 3 Ιανουρίου 2021), ενώ εντός ΜΕΘ τα 70,7 έτη. Όσον αφορά στους θανάτους διασωληνωμένων ασθενών εντός ΜΕΘ, παρατηρούμε ότι, ενώ την 42η εβδομάδα (12-18 Οκτωβρίου) η διάμεση ηλικία ήταν τα 79 έτη, όσο πλησίαζε η κορύφωση του δεύτερου «κύματος» (49η-50η εβδομάδα, δηλαδή 30 Νοεμβρίου-13 Δεκεμβρίου), η διάμεση ηλικία μειώθηκε στα 67 έτη. Την ίδια περίοδο, όμως, η διάμεση ηλικία των θανόντων εκτός ΜΕΘ κυμάνθηκε από τα 85 έως τα 82 έτη.
Αναφορικά με το πού εντοπίζονται τα περισσότερα νέα κρούσματα, φαίνεται ότι σε επαγγελματικούς χώρους σημειώνονται πολλαπλάσιες νέες συρροές συγκριτικά με άλλους ειδικούς χώρους, όπως κλειστές δομές, εκπαιδευτικά ιδρύματα και δομές υγείας. Συγκεκριμένα, από τις 2 Νοεμβρίου έως το τέλος του έτους, από 758 νέα κρούσματα (η τιμή αυτή δεν αντανακλά το σύνολο των κρουσμάτων στους παραπάνω χώρους) που ανιχνεύτηκαν, τα 434 ήταν σε επαγγελματικούς χώρους, όπως βιομηχανίες και ιδιωτικές επιχειρήσεις. Σε κλειστές δομές, όπως γηροκομεία, ψυχιατρεία, στρατόπεδα, κέντρα αποκατάστασης κ.λπ., εντοπίστηκαν 166 νέα κρούσματα.
Εξετάζοντας το διάστημα από την εισαγωγή ενός ασθενούς στο νοσοκομείο έως τον θάνατό του, παρατηρούμε ότι τις πρώτες εβδομάδες η πλειονότητα των ασθενών κατέληγε πολύ πιο σύντομα σε σχέση με τις τελευταίες εβδομάδες. Συγκεκριμένα, την 46η εβδομάδα (9-15 Νοεμβρίου), οπότε καταγράφηκαν 316 νέοι θάνατοι, ο διάμεσος (median) αριθμός ημερών από την εισαγωγή μέχρι τον θάνατο ήταν 4 ημέρες, ενώ ο μέσος όρος ήταν 10 ημέρες. Αυτή η διαφορά ενδεχομένως σημαίνει ότι υπήρχαν πολλοί ασθενείς που πέθαιναν πολύ γρήγορα, ενώ λιγότεροι νοσηλεύονταν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. «Οι θάνατοι στη Βόρεια Ελλάδα, στην πλειονότητά τους, κατά 75%, συνέβησαν εκτός ΜΕΘ (…) οι ασθενείς πήγαιναν πολύ αργά στο νοσοκομείο, ήταν σε πολύ βαριά κατάσταση και δεν προλάβαιναν να νοσηλευθούν σε μονάδα» είχε δηλώσει η Αναστασία Κοτανίδου, Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρεία Εντατικής Θεραπείας, σε άρθρο του iMEdD Lab για την ετοιμότητα του Εθνικού Συστήματος Υγείας στην πανδημία και τις ελλείψεις στο ιατρονοσηλευτικό προσωπικό. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το iMEdD Lab, την 47η εβδομάδα, οπότε καταγράφηκαν 536 νέοι θάνατοι, μειώνεται ο μέσος όρος της διάρκειας από την εισαγωγή ως τον θάνατο στις 8 ημέρες, ενώ ο διάμεσος αριθμός ημερών παραμένει ο ίδιος. Αυτό ενδεχομένως σημαίνει ότι αυξήθηκε ο αριθμός των ασθενών που κατέληγαν πολύ γρήγορα. Από την επόμενη εβδομάδα και μέχρι το τέλος του έτους, αυξάνεται σταδιακά το χρονικό διάστημα από την εισαγωγή έως τον θάνατο –την 53η εβδομάδα φτάνει τις 13 ημέρες (διάμεσος).
Η πίεση του συστήματος υγείας διαφαίνεται και στα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το iMEdD Lab: Χαρακτηριστικά, την 46η εβδομάδα για κάθε αποσωλήνωση αντιστοιχούσαν 2,45 διασωληνώσεις. Την επόμενη εβδομάδα οι αποσωληνώσεις σχεδόν διπλασιάστηκαν (αύξηση 90%), ώστε να ανταποκριθεί το σύστημα στην πίεση από την ανάγκη νέων διασωληνώσεων.
Αναλύοντας τη σχέση νέων κρουσμάτων με το σύνολο των κρουσμάτων, φαίνεται ότι σε κλειστές δομές ενδεχομένως έγινε μεγαλύτερη διασπορά του ιού, με αποτέλεσμα να καταγράφονται 2.476 κρούσματα από τα 4.769 συνολικά κρούσματα. Από τα 2.476 κρούσματα σε κλειστές δομές, τα 1.155 (46%) ήταν σε Μονάδες Φροντίδας Ηλικιωμένων, γηροκομεία και Κέντρα Αποκατάστασης. Παρά το γεγονός ότι σε χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία, καταγράφεται και ανακοινώνεται η θνησιμότητα σε τέτοιες κλειστές δομές, στην Ελλάδα δεν γνωρίζουμε πόσοι από αυτούς τους ανθρώπους σε κλειστές δομές, τελικά, κατέληξαν από τη νόσο.