Πριν περίπου ενάμισυ χρόνο, ο Γιάννης Βαληνάκης, που υπηρέτησε ως υφυπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή, έδωσε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξη στο CNN Greece, και το συνάδελφο Γιάννη Μανδαλίδη.
Σε αυτήν ανέφερε, και λεπτομερώς, ότι οι διαπραγματεύσεις της Ελλάδας με τη Λιβύη για την οριοθέτηση της μεταξύ τους Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) ξεκίνησαν από το 2004 και το 2010 είμασταν στα πρόθυρα υπογραφής συμφωνίας το 2010, έχοντας παράλληλα επαφές με την τότε κυβέρνηση της Αιγύπτου.
Οι διαπραγματεύσεις αυτές είχαν γίνει με απόλυτη μυστικότητα, ώστε να μην υπάρξει αντίδραση από την Άγκυρα, πριν επιτευχθεί η συμφωνία. Και, αν και η κυβέρνηση Καραμανλή έπεσε το 2009, η Λιβύη κατέθεσε τους σχετικούς χάρτες το 2010, πιστεύοντας στη συνέχιση της πολιτικής από ελληνικής πλευράς, στο θέμα, για να δει την κυβέρνηση του Γιωργάκη Παπανδρέου να διακόπτει και απορρίπτει τη συνέχεια.
«Χάθηκε τότε μια μεγάλη, πιστεύω, ευκαιρία. Έκτοτε δεν κυνηγήθηκε το θέμα όσο θα έπρεπε και δεν αξιολογήθηκε σωστά ο κίνδυνος μιας τουρκικής παρέμβασης» είχε πει ο κ. Βαληνάκης. Και χαρακτήριζε την «έλλειψη έντονου ενδιαφέροντος για τις οριοθετήσεις της ΑΟΖ» από την κυβέρνηση του Γιωργάκη και μετά, ως σήμερα, που η ελληνική διπλωματία τρέχει και δε φτάνει, ως «ανεξήγητη». Αξίζει, δε, να αναφερθεί ότι σημειώνει πως έπαιξαν ρόλο τόσο ο τότε Πρόεδρος, Κάρολος Παπούλιας, παλιά αλεπού με προσωπική σχέση με το Μουαμάρ Καντάφι, όσο και η υπουργός του, Ντόρα Μπακογιάννη που «το πήρε ζεστά». Όλοι οι φύλακες είχαν γνώσιν του τι σημαίνει διπλωματία – σε αντίθεση με σήμερα (αν και οι πληροφορίες μας λένε ότι υπάρχει διάσταση Μαξίμου με Υπουργείο Εξωτερικών, και ότι ο Νίκος Δένδιας δεν κάνει όλα τα χατήρια που του ζητούν).
Στη διπλωματία τα «ανεξήγητα», όπως αυτό που αναφέρει ο πρώην υφυπεξ, μάλλον είναι πολύ λίγα. Και η απόφαση του κου Βαληνάκη να μην «δώσει» στο πιάτο τον Γιωργάκη Παπανδρέου στον αναγνώστη είναι μάλλον κι αυτή εξηγήσιμη ως διπλωματική. Είναι προφανές ό,τι το «ανεξήγητο» εκείνο δεν ήταν παρά μία ακόμη τριχιά στην πρόσδεση του τόπου στο άρμα των αφεντικών του – γιατί, αφεντικά για τον τόπο διάλεγε η κυβέρνηση Παπανδρέου, σε όλα τα επίπεδα. Και, η εξωτερική του πολιτική ήταν συνέχεια της εξωτερικής πολιτικής του Κωνσταντίνου Σημίτη, του ανθρώπου που από βήματος βουλής ευχαρίστησε τους Αμερικάνους, παρέδωσε τον Οτσαλάν στην Τουρκία και άλλα συμβολικά αλλά και άλλα πολιτικώς τραγικά.
Αυτό στο οποίο στόχευε η κυβέρνηση Καραμανλή τότε, και ήταν σαφές σε όποιον παρακολουθούσε τα πράγματα, ήταν συνεργασία με τους συνεργάσιμους, άρα με όλους πλην Τουρκίας του Ερντογάν σε μια σειρά ζητημάτων, μέσα πάντα στο πλαίσιο της αστικής πολιτικής. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτό χαρακτήριζε και όλη την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Καραμανλή (με την καθοδήγηση Μολυβιάτη), μία – πολλές φορές σοφή, για τα δεδομένα- διαπλάτυνση του χώρου συζήτησης και άρα επιρροής, προς όλες τις συζητήσιμες κατευθύνσεις και ένα μεγάλο άνοιγμα προς όφελος της χώρας και της ειρήνης στην περιοχή, πάντα στο πλαίσιο των διεθνών οργανισμών και ενώσεων που μετέχει.
Το θέμα των ΑΟΖ, όπως αναφέρεται από τον κο Βαληνάκη, και όπως φαίνεται από όσα γνωρίζουμε από την όχι και τόσο μακρινή αυτή περίοδο, ήταν ένα από τα πολλά, και ήταν ένα ακόμη θέμα στο οποίο συνεργάστηκαν άνθρωποι με βαθιά και πολυεπίπεδη γνώση. Και που, όπως αναφέρεται, έφτανε μέχρι την Αλβανία, με την υπογραφή συμφωνίας για τις θαλάσσιες ζώνες του 2009 (που ακύρωσε αργότερα η Αλβανία).
Η εκτενής αναφορά στο θέμα αυτό, της Λιβύης και των τότε συζητήσεων, ας θεωρηθεί μια εισαγωγή στην ερμηνεία των δηλώσεων Καραμανλή και σε όσα ο πρώην Πρωθυπουργός λέει, όχι στον Κώστα Σημίτη, ακόμη κι αν απευθύνεται σε αυτόν, αλλά στην κυβέρνηση, που, προφανώς, και ίσως δικαίως, ο Κώστας Καραμανλής θεωρεί σημιτο-παπανδρεϊκή σε όλες τις επιλογές της -και όχι μόνον των υπουργών Δημόσιας Τάξεως και των εκπροσώπων με φανταιζί αρχαιοπρεπή ονόματα ή των κυριών με στέκα που πήραν προαγωγή. Άλλωστε και ο συστημικός Τύπος ακόμη κι όταν θέλει να κρυφτεί έχει χαρές που δεν τον αφήνουν, σε αυτή την σύμπλευση των «ρεαλιστών του κέντρου», όπως κάποιοι τη χαρακτηρίζουν.
Η απάντηση του Κώστα Καραμανλή, στο άρθρο του Κώστα Σημίτη, που δημοσιεύτηκε τέσσερις μέρες μετά, δεν στόχευε, λοιπόν, στον Κώστα Σημίτη. Οπως δεν στόχευε σε αυτόν και το προηγηθέν άρθρο του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλου. Η απάντηση του Κώστα Καραμανλή στόχευε στη «σημιτοποιημένη» κυβέρνηση Μητσοτάκη, την οποία μόνον κατ’ όνομα ο πρώην πρωθυπουργός θεωρεί κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας. Δεν είχε κανένα λόγο, άλλωστε, να σπάσει τη σιωπή του, και μάλιστα με μιαν τόσο εκτενή δήλωση, αν απευθυνόταν μόνο στον Κώστα Σημίτη: είναι νωρίς να ασχοληθεί με την υστεροφημία του και δεν έχει δείξει, προς το παρόν, καμμία τάση να το κάνει. Άλλωστε, και η ομιλητικότητα Σημίτη είναι πολύ πιθανό να αφορά στη στήριξη της υβριδικής αυτής σημιτομητσοτακικής σύμπραξης, με πολύ ευχαριστημένους τους Αμερικάνους.
Εκείνο που έκανε ο Κώστας Καραμανλής, λοιπόν, είναι να τοποθετεί προ των ευθυνών της την κυβέρνηση Μητσοτάκη, δείχνοντας τα σφάλματα στα οποία πέφτει, γιατί ακριβώς ακολουθεί τη γραμμή Σημίτη, και μάλιστα με τους ανθρώπους του Σημίτη ακόμη και στα πιο λεπτά ζητήματα, ή μάλλον ειδικά εκεί: ο πρέσβυς Παύλος Αποστολίδης, διοικητής της ΕΥΠ επί Σημίτη και υπεύθυνος ελληνοτουρκικών επαφών επί Γιωργάκη Παπανδρέου, άνθρωπος πιστός και επίμονος στη γραμμή Σημίτη, ο οποίος εκθειάζει το Ελσίνκι, είναι υπεύθυνος των διερευνητικών με την Τουρκία σήμερα, με την παρούσα κυβέρνηση. Ποιες εντολές έχει και σε ποιο βαθμό υποχώρησης θα προχωρήσει, είναι άγνωστα σε μας – ίσως όμως όχι και στον Κώστα Καραμανλή.
Η κριτική στο περίφημο Ελσίνκι έχει γίνει και ξαναγίνει και είναι απολύτως βάσιμη – σε μια τόσο τεταμένη σχέση, όσο η ελληνο-τουρκική, και η «σούμα» όλων των ανοικτών ζητημάτων με την Τουρκία μόνο το διάλογο και την ουσιαστική και ισορροπημένη επίλυση δε βοηθά, μάλλον παραδίδει τα πάντα σε ξένα χέρια, είτε διεθνοδικαστικά, είτε των «φίλων και συμμάχων», που όποτε χρειάστηκε να στηρίξουν δίκαιες ελληνικές θέσεις έπαιζαν την πινακωτή.
Έχει δίκιο ο Κώστας Καραμανλής όταν λέει πως το Ελσίνκι «οδηγούσε την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, την ελληνική κυριαρχία νησιών και βραχονησίδων, στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης» και ότι με τη συμφωνία της Μαδρίτης του 1997 ο Κώστας Σημίτης είχε κάνει «ένα ακόμα σοβαρό ολίσθημα. Αναγνώρισε ότι η Τουρκία έχει νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα στο Αιγαίο, τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική της κυριαρχία και ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να ασκήσει μονομερώς κανένα δικαίωμά της! Προφανώς ούτε το μονομερές δικαίωμά της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα, όπως ρητά προβλέπεται από το Διεθνές Δίκαιο για όλες τις χώρες». Και έχει δίκηο γιατί όταν πηγαίνεις σε διερευνητικές ή σε διαπραγματεύσεις – στις οποίες καλώς πας – οφείλεις να έχεις και γερά χαρτιά, γνωστά και δεδομένα, είτε τα λένε casus belli είτε «αδιαπραγμάτευτα» (όπως «το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ.» που αναφέρει ο Κ. Καραμανλής) ακριβώς για να υπάρξει δίκαιο αποτέλεσμα στις όποιες επαφές και συνομιλίες, και να μπορεί επιτέλους να βγει από το τέλμα η σχέση Ελλάδας – Τουρκίας προς όφελος και των δύο, ή έστω με διαχειρίσιμες ζημιές και για τις δύο.
Τα 12 μίλια είναι όπλο σε αυτή τη διαπραγμάτευση – σημαντικό και χρήσιμο. Αυτή ήταν η κεντρική επιλογή και των κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου, και του υπουργείου Εξωτερικών υπό τον Κάρολο Παπούλια, και, όπως άφησε να φανεί ο κος Βαληνάκης στη συνέντευξη που προαναφέραμε, και οι λόγοι ήταν πάντα ξεκάθαροι. Η γραμμή αυτή αλλάζει επί Σημίτη, οι κινήσεις που γίνονται φέρνουν τη χώρα σε πολύ δυσκολότερη θέση, δημιουργούν διαπραγματευτικές αδυναμίες που δεν είναι προς όφελος της και, εν τελει, δεν είναι καθόλου «Ρεάλ πολιτίκ», ειδικά απέναντι στην διαρκώς και πιο επιθετική, σε ολόκληρη την περιοχή, Άγκυρα. Και αλλάζει και πάλι επί Μητσοτάκη, ελέω σημιτικών επιλογών.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι μια «κυβέρνηση των προθύμων» της ΝΔ και του σημιτικού ΠΑΣΟΚ, μακρυά από τον δημοκρατικό πυρήνα και των δύο αυτών κομμάτων και υποταγμένη σε ξένα κέντρα. Μια κυβέρνηση ανθρώπων σαν τον Αδωνη Γεωργιάδη, που θα ακολουθήσουν οποιαδήποτε γραμμή για να μη χάσουν ότι τους ενδιαφέρει να μη χάσουν. Όταν ο υπουργός Γεωργιάδης δηλώνει στο Σκάι, στις 7 Απριλίου, «Ο Τσίπρας δεν είναι προδότης για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Δεν είναι προδότης, ποτέ δεν το είπα. Το ξεκαθαρίζω ότι δεν θεωρώ προδότη κανέναν από τον Σύριζα», πιθανότατα καλύπτει τα νώτα του για αυτά που έρχονται – πόνος για το Σύριζα δεν τον έχει πιάσει. Και, όχι, δεν αφορούν τις συμφωνίες με τη Βόρεια Μακεδονία αυτά για τα οποία καλύπτει τα νώτα του, όταν έχει κάνει καριέρα ως εθνικιστής.
Η απάντηση Καραμανλή στην πεθερά, για να τα ακούει η νύφη, προφανώς και θα επηρεάσει την κυβερνητική πολιτική – σε ποιο βαθμό μένει να δειχθεί. Το μήνυμα Καραμανλή ήταν σαφές και ξεκάθαρο και η κυβέρνηση Μητσοτάκη, μετά μια τόσο σαφή προειδοποίηση, μάλλον θα υπαναχωρήσει ξανά σε κάποιο βαθμό (όπως έκανε, σε αρκετά πράγματα, κατά τη διαχείριση των 200 ετών από το 1821), σε λιγότερο ευρωατλαντικές θέσεις. Το ενδεχόμενο μιάς Χάγης εφ’ όλης της ύλης προς το παρόν απομακρύνεται, αν και ο ενδοτισμός της κυβέρνησης Μητσοτάκη μπορεί να μην αντέξει νέες ευρώ-πιέσεις και να επανακάμψει σε κάποια στιγμή, στο όχι και τόσο απώτερο μέλλον.