«Τα μέτρα στήριξης πρέπει να είναι προσωρινά και να αποφευχθεί η δημιουργία μόνιμων πιέσεων στον προϋπολογισμό και μπορούν σταδιακά να αρθούν ή να προσαρμοστούν καθώς η ανάκαμψη αποκτά μομέντουμ. Η δημιουργία θέσεων εργασίας και η ανάπτυξη των επιχειρήσεων θα πρέπει να αντικαταστήσουν τα προσωρινά μέτρα. Η βελτίωση της ποιότητας σε ότι αφορά τις δημόσιες δαπάνες θα παίξει σημαντικό ρόλο σε αυτή τη φάση» γράφει σε αναλυτικό του άρθρο ο Στρος.
Σημειώνει επίσης ότι «αν και η οικονομική επιβάρυνση της τρέχουσας πανδημίας έχει αυξήσει τα επίπεδα του χρέους και τους μακροπρόθεσμους κινδύνους, δεν είμαστε μπροστά σε μία ακόμα κρίση χρέους. Οι προσπάθειες της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) μπορούν να διασφαλίσουν την τρέχουσα διατηρησιμότητα του χρέους της Ελλάδας παρά τις υπόλοιπες, μακροπρόθεσμες προκλήσεις».
Η ουσία, ωστόσο έρχεται στην τοποθέτησή του ότι «μόλις ξεκινήσει η ανάκαμψη, η Ελλάδα θα πρέπει να επιστρέψει στον δημοσιονομικό στόχο που συμφωνήθηκε με τους εταίρους της ζώνης του ευρώ, εφόσον οι δημοσιονομικές προσαρμογές δεν μονιμοποιούν τις οικονομικές ουλές της πανδημίας».
Μάλιστα φτάνει στο σημείο να υποστηρίξει επίσης ότι η Ελλάδα αναδύθηκε από την προηγούμενη κρίση χρέους πιο ανθεκτική, καθώς υλοποίησε μία σειρά μεταρρυθμίσεων, όπως αυτές για τη μεγαλύτερη αποδοτικότητα της δημόσιας διοίκησης, την απλοποίηση των αδειοδοτήσεων, τη βελτίωση των διαδικασιών και τη διευκόλυνση του εμπορίου, σημειώνει ο αξιωματούχος του ESM. «Ως αποτέλεσμα, η ελληνική οικονομία ήταν διαρθρωτικά πιο ανθεκτική στην αρχή της πανδημίας σε σχέση με πριν από την προηγούμενη κρίση χρέους. Οι προηγούμενες προσπάθειες προσαρμογής, αν και ήταν αρκετά επώδυνες, επέτρεψαν στη χώρα να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της τρέχουσας κρίσης με αντίμετρα που ανέρχονται περίπου στο 9,4% και το 6,5% του ΑΕΠ το 2020 και το 2021, αντίστοιχα».
Όταν η ΕΚΤ προσαρμόσει τη νομισματική πολιτική της και οι αγορές ομολόγων είναι λιγότερο διαθέσιμες «το ρίσκο της χώρας θα έχει ξανά μεγαλύτερο ρόλο για το κόστος χρηματοδότησης. Τα επιτόκια θα αυξηθούν από τα σημερινά επίπεδά τους», σημειώνει και γι’ αυτό η Ελλάδα θα πρέπει να ανακτήσει τελικά «την ισχυρή δημοσιονομική θέση της και να δημιουργήσει δημοσιονομικά περιθώρια».