του Θάνου Καμήλαλη
Στη θεωρία, ο καπιταλισμός έχει στον πυρήνα του την «ελευθερία», το ότι αν κάνεις τις σωστές επιλογές θα κερδίσεις σε χρήμα, δόξα και κοινωνική ανέλιξη και το ότι η οικονομική ανάπτυξη χρηματοδοτείται από την επένδυση κεφαλαίου, με το απαιτούμενο επιχειρηματικό ρίσκο. Στο ποδόσφαιρο, όταν οι ολιγάρχες δεν αγοράζουν ομάδες για να τις χρησιμοποιούν ως διαφήμιση και εξυπηρέτηση των συμφερόντων παράλληλων δραστηριοτήτων τους, το μοντέλο λέει ότι ένας ιδιοκτήτης ρίχνει χρήματα στην ομάδα του, σκοπεύοντας να λάβει πίσω πολλαπλάσια από αγοραπωλησίες παικτών, εισιτήρια, τηλεοπτικά δικαιώματα και εγχώριες ή διεθνείς διακρίσεις (που συνοδεύονται από μπόνους εκατομμυρίων).
Λόγω της φύσης της επιχείρησης βέβαια, υπάρχουν επιπλέον παράγοντες που επηρεάζουν την επιτυχία ή την αποτυχία. Από τη μία είναι η φήμη για έναν οικονομικό παράγοντας που ξαφνικά φιγουράρει ως Πρόεδρος στη δημόσια σφαίρα, από την άλλη, το γεγονός ότι το ποδόσφαιρο παραμένει ένα παιχνίδι. Μία κακή σεζόν, για μια σειρά από λόγους (από τραυματισμούς μέχρι γκίνια και κακές διαπροσωπικές σχέσεις στον σύλλογο) μπορεί να φέρει κατευθείαν μεγάλα χρέη. Η νίκη με την ήττα έχουν συχνά διαφορά μερικών στιγμών, λίγων εκατοστών αλλά και ορισμένες φορές δεκάδων εκατομμυρίων.
Το βράδυ της Κυριακής, 12 κορυφαίες ομάδες της Ευρώπης (οι 6 «μεγάλες» της Αγγλίας, οι 3 της Ισπανίας και οι 3 της Ιταλίας) ανακοίνωσαν, χωρίς πολλές λεπτομέρειες την πρόθεσή τους να μεγιστοποιήσουν τα οφέλη και να θωρακιστούν απέναντι στις κακοτοπιές, μέσω της δημιουργίας ενός κλειστού πρωταθλήματος, της «Ευρωπαϊκής Σούπερ Λιγκ», που θα επιθυμούν να αντικαταστήσει το Τσάμπιονς Λιγκ ως η κορυφαία διασυλλογική οργάνωση της ηπείρου. Το πλάνο του είναι να δημιουργηθεί ένα πρωτάθλημα 20 ομάδων, με 15 «μόνιμες», χωρίς πιθανότητα υποβιβασμού και 5 βάσει κριτηρίων, που θα μοιράζονται τα έσοδα δισεκατομμυρίων από τα τηλεοπτικά δικαιώματα και θα κάνουν το προϊόν ακόμα πιο εμπορικό. Η κίνηση έχει προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις, με κορυφαίες ομάδες από Γερμανία και Γαλλία να αρνούνται τη συμμετοχή, απειλές από την ΟΥΕΦΑ για αποκλεισμό των «12» από όλες τις υπόλοιπες διοργανώσεις, μέχρι και παρεμβάσεις αρχηγών κρατών όπως του Εμάνουελ Μακρόν και του Μπόρις Τζόνσον.
Το σκεπτικό των «12» είναι πολύ απλό: Ο περισσότερος κόσμος, σε παγκόσμια κλίμακα, θέλει να βλέπει Μπαρτσελόνα – Ρεάλ και δεν ενδιαφέρεται για τα Μπέτις – Αλαβες του ισπανικού πρωταθλήματος ή τα Αταλάντα – Λυών του Τσάμπιονς Λιγκ, ούτε για ευρωπαϊκά παιχνίδια με τη συμμετοχή του πρωταθλητή Νορβηγίας, Κροατίας ή Ελλάδας. Γιατί να μοιραζόμαστε τα εκατομμύρια με όλους τους υπόλοιπους;
Η ωμότητα έχει σοκάρει, η UEFA απειλεί θεούς και δαίμονες ενώ τα πανό των οπαδών για το «άθλημα των φτωχών» και το «ενάντια στο σύγχρονο ποδόσφαιρο» έχουν αρχίσει να κυκλοφορούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στην πράξη όμως, η οικονομική ζημία της πανδημίας φαίνεται ότι απλά έχει επιταχύνει εξελίξεις. Οι ρομαντικοί θα μιλήσουν για περιπτώσεις όπως η Αθλέτικ Μπιλμπάο, που στηρίζεται ολοκληρωτικά σε ποδοσφαιριστές με καταγωγή από τη Βασκονία, ή για ομάδες όπως η γερμανική Ζενκτ Πάουλι και η ισπανική Ράγιο Βαγιεκάνο, με την έντονη αντιφασιστική και αντισυστημική δράση των οπαδών τους. Θα σκεφτούν επίσης τις (ελάχιστες) εξαιρέσεις των τελευταίων χρόνων, όπου ο Δαυίδ κέρδισε τους Γολιάθ μέσα σε μία ολόκληρη χρονιά. Στη Γαλλία ίσως συμβεί κάτι τέτοιο φέτος, με τη Λιλ. Το πρωτάθλημα της αγγλικής Λέστερ το 2016 θα γίνει θρύλος. Οι μεγαλύτεροι θα νοσταλγήσουν ιστορίες προηγούμενων δεκαετιών, το παλιό «Κύπελλο Πρωταθλητριών», ομάδες όπως πιο παλιά η Λιντς, η Νότιγχαμ Φόρεστ, η Νάπολι του Μαραντόνα και πιο πρόσφατα η Βιγιαρεάλ να πρωταγωνιστούν. Η ωμή πραγματικότητα λέει όμως ότι η κατεύθυνση του ποδοσφαίρου, ως κορυφαίου καταναλωτικού προϊόντος, ακολουθεί την παγκόσμια οικονομία εδώ και χρόνια, διευρύνοντας αργά αλλά σταθερά τις ανισότητες.
Κάθε τρία χρόνια, όταν η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία φτιάχνει τους κανονισμούς για τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, δέχεται τις πιέσεις των μεγάλων ομάδων, για ευνοϊκές και προστατευτικές ρυθμίσεις υπέρ τους. Με τον ίδιο τρόπο που τα επιχειρηματικά λόμπι δηλαδή πιέζουν και εκβιάζουν κυβερνήσεις. Αυτό σταδιακά και πίσω από τη βιτρίνα φέρνει μικρές μικρές τροποποιήσεις υπέρ των ισχυρότερων ομάδων των ισχυρότερων πρωταθλημάτων, βοηθώντας τες να διατηρήσουν τα προνόμιά τους. Για παράδειγμα, το ότι ο 3ος των ομίλων του Τσάμπιονς Λιγκ πηγαίνει στην αμέσως κατώτερη διοργάνωση δεν ίσχυε πάντα. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «αλεξίπτωτο» για την ελίτ όταν αποτυγχάνει σε ένα πρόωρο στάδιο της διοργάνωσης. Μετά μπήκαν οι ειδικοί προκριματικοί γύροι, δήθεν για τον πλουραλισμό, αλλά στην πράξη θεσμοθετήθηκε το ότι οι μεγαλύτερες χώρες θα έχουν 3 και 4 ομάδες στη διοργάνωση, ενώ οι πρωταθλητές των μικρότερων θα παίζουν μεταξύ τους, έχοντας έτσι προκαθορισμένες θέσεις. Δημιουργήθηκε επίσης μία ακόμα διοργάνωση για τους «μικρούς», το Κόνφερενς Λιγκ, ώστε οι μεγαλύτεροι να παίζουν ανενόχλητοι μεταξύ τους. Τη Δευτέρα, ξανά υπό τις απειλές των «12» η ΟΥΕΦΑ ανακοίνωσε αλλαγές στο Τσάμπιονς Λιγκ. Περισσότερες ομάδες (36 από 32), πιο σίγουρες θέσεις για τους μεγάλους, περισσότερα παιχνίδια που μειώνουν το ρίσκο της αποτυχίας και παράλληλα φέρνουν περισσότερα χρήματα στα ταμεία, δίνοντας στο κοινό όσο περισσότερο προϊόν μπορεί να καταναλώσει.
Οι «12» έκριναν ότι δεν ικανοποιούνται με ημίμετρα και σταδιακή διόγκωση των ανισοτήτων, ούτε θέλουν να ρισκάρουν έστω και λίγο. Το πιο χαρακτηριστικό σημείο είναι ότι ζητούν ένα κλειστό πρωτάθλημα, με δεδομένη τη συμμετοχή τους, άρα και δεδομένα τα κέρδη τους. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, πρόκειται για μία σκληρή, δημόσια διαπραγμάτευση, με στόχο ακόμα καλύτερους όρους για την ελίτ. Οι αντιδράσεις οπαδών, αλλά και ποδοσφαιριστών, αναμένονται σφοδρές και ήδη δρομολογούνται σχετικές κινήσεις, αλλά το πιθανότερο σενάριο είναι ένας συμβιβασμός προς την κατεύθυνση που επιθυμούν οι μεγιστάνες.
Κάπου εδώ η συζήτηση γίνεται πιο γνώριμη για έναν άσχετο με τα αθλητικά. Όταν οι ισχυροί του χρήματος φτιάχνουν τους κανόνες, σταδιακά δεν μιλάμε καν για «εμπορευματοποίηση του αθλήματος» ή εν γένει για ελεύθερη αγορά και υγιή ανταγωνισμό. Μιλάμε για μονοπώλια και καρτέλ, ένα μοντέλο όπου ιδιωτικές εταιρείες είναι ισχυρότερες από κάθε κυβέρνηση ή αρχή και επιβάλλουν τους κανόνες τους, διαλύοντας εκ των προτέρων πιθανούς ανταγωνιστές, εξασφαλίζοντας τα μελλοντικά τους κέρδη. Το γεγονός ότι αυτό αποκαλύπτεται και στο ποδόσφαιρο, στο πιο λαοφιλές άθλημα, που πρεσβεύει το στοιχείο της έκπληξης και του μικρού που νικάει στο γήπεδο τον μεγάλο, απλώς καταδεικνύει αυτήν την κατεύθυνση.
Γιατί ξεφεύγοντας από τα όρια του γηπέδου, έχουμε τον χρυσό κανόνα της εποχής και του οικονομικού συστήματος στο οποίο έχει πέρασει, χωρίς συστολή ή περιτυλίγματα, η παγκόσμια οικονομία. Στην Ελλάδα είναι οι κατασκευαστικές, οι εργολάβοι όπως η Lamda, εταιρείες όπως η Fraport, η Αegean και η Εldorado, με δύναμη να εξασφαλίζουν λεόντειες δημόσιες συμβάσεις. Στο μείζον ζήτημα των εμβολίων παρακολουθούμε εδώ και μήνες πλέον τις ιδιωτικές φαρμακευτικές να υποστηρίζονται σε συντριπτικά ποσοστά από κρατικό χρήμα, διατηρώντας όμως τα δικαιώματά τους σε πατέντες και χωρίς ουσιαστικές υποχρεώσεις για να ανταποδώσουν την δημόσια στήριξή τους. Στο διεθνές τραπεζικό σύστημα είναι η Goldman Sachs, η Deutsche Bank και οι «οίκοι αξιολόγησης». Στη διαδικτυακή οικονομία είναι η Αmazon, το Facebook και η Google, με τον ελάχιστο δημόσιο έλεγχο και τη μηδενική φορολογία. To ποδόσφαιρο, με επίσης εταιρείες «too big to fail» όπως η Ρεάλ, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και η Γιουβέντους δεν θα μπορούσε να λείπει από αυτήν την κατεύθυνση, που ουσιαστικά αλλάζει, ή επιβεβαιώνει την αλλαγή και διαστρέβλωση του κυρίαρχου οικονομικού μοντέλου, διαψεύδοντας το μόνιμό του αφήγημα.
Η πίτα που μειώνεται και απειλείται από την κρίση της πανδημίας, απλά κάνει την οικονομική ολιγαρχία πιο στυγνή, ακόμα κι αν αυτό αφορά σε ένα σπορ με δισεκατομμύρια φίλους, διαβρώνοντας όλο και περισσότερο τη φυσιογνωμία του και σβήνοντας το «δικαίωμα στο όνειρο» που πρεσβεύει ο καπιταλισμός. Όπως σταδιακά για τους πολλούς η «ιδιοκτησία», η βελτίωση του επιπέδου ζωής και η κοινωνική ανέλιξη γεμίζουν όλο και περισσότερα εμπόδια, όπως μία μικρή επιχείρηση απειλείται με λουκέτο δίπλα στην πολυεθνική, έτσι, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, οι οπαδοί μίας μικρομεσαίας ομάδας στην Ισπανία ή την Αγγλία θα μπορούν μόνο να ονειρεύονται μεγάλες φάσεις, ιστορικά παιχνίδια και σπουδαίες επιτυχίες.
Η λύση απέναντι στην ασυδοσία και ένα «στημένο» παιχνίδι είναι πάντα η ίδια. Δημόσιος και κοινωνικός έλεγχος, ρυθμιστικοί κανόνες που θα διασφαλίζουν πλουραλισμό και προστασία των αδυνάτων, ενεργή κινητοποίηση της βάσης, των οπαδών – καταναλωτών – πελατών – πολιτών. Σε κάθε άλλη περίπτωση, σε κάθε άλλον τομέα, θα μπαίνουμε σε ένα γήπεδο μετρώντας γκολ από τα αποδυτήρια.