Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, χρησιμοποίησε τη λέξη Κωνσταντινούπολη μιλώντας για το 1915, γιατί έτσι λεγόταν η Πόλη το 1915.
Το πρώτο όνομα του οικισμού που βρίσκονταν εκεί που σήμερα είναι η Πόλη, ήταν Βυζάντιον. Το όνομα που έδωσε στην πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ο Μέγας Κωνσταντίνος, όταν τη μετέφερε, ήταν Νέα Ρώμη.
Την Πόλη την αποκαλούμε πρώτα ο λαός «Κωνσταντινούπολη» από το 400μΧ και μετά εξ επιτούτου για το χατήρι του Κωνσταντίνου. Χαϊδευτικά τη λέμε και βασιλεύουσα, και βασιλίδα των Πόλεων. Και Πόλη σκέτο, χαϊδευτικά, τη λέμε μόνο όσοι έχουμε μαζί της ένα θάρρος παραπάνω από τα μικράτα μας. Ως κι οι παλιοί Κινέζοι Πόλη των Ρωμιών (Λουμί – έχουν ένα ζητηματάκι με το ρω…) την λένε αν δεν την πούνε Γκονγκσινταντινέμπολε, που ευτυχώς το γράφω και δεν το λέω…
Η Πόλη γίνεται Ισταμπούλ επισήμως από τον Κεμάλ κι επίσης από τον Κεμάλ, το 1923, πρωτεύουσα γίνεται η Άγκυρα και θρησκεία, ανεπίσημη, ο παντουρκισμός. Ως και κανέναν αιώνα πριν στα επίσημα έγγραφα των Οθωμανών, το όνομα της εμφανίζεται ως Κωνσταντίνιγιε. Ο λαός, ο μη ελληνόφωνος, της Οθωμανικής αυτοκρατορίας την λέει Ισταμπούλ κι οι ελληνόφωνοι τη λένε Πόλη, σκέτο, έτσι με το μικρό της, γιατί έχει μια σχέση και μια φιλία παιδιόθεν. Δηλαδή, όπως το καταλαβαίνω, όλη Πόλη τη λέμε, διότι Εις την Πόλη και Πόλη, ε, δεν κάνει και καμμιά μεγάλη διαφορά.
Αυτουνού του καφρότατου που έγραψε στο τουίτερ ότι ο Μεχμέτ Φατίχ, ο Μωάμεθ ο Κατακτητής, την φώναζε λέει Ισλαμ-πουλ κι από κει βγαίνει το Ισταμπουλ, να του ζητήσουμε να μας πει τι πίνει να μη το δίνουμε σε φασιστοστοιχεία στην από δω μεριά, μπας και γλιτώσουμε εν μέρει την καφρίλα.
Την Πόλη την είχαν πρώτοι πάρει οι Σταυροφόροι που τάχα μου πήγαιναν να τάχαμου απελευθερώσουν τους Αγίους Τόπους και μπήκαν μέσα το 1204 και δεν αφήσανε τίποτε όρθιο, ως και στην Αγία Σοφία κάναν τις πομπές τους. Κι αυτά τα λένε οι δυτικοί Ιστορικοί, όχι εγώ. «Η βιαιότητα των Δυτικών, ιπποτών και στρατιωτικών, που έδινε επιτέλους διέξοδο στην ενδόμυχη ζήλεια και το μίσος τους για τους Έλληνες, είχε ως αποτέλεσμα μια σκόπιμη και μονιμότερη καταστροφή… Τα πάντα λεηλατήθηκαν, εκκλησίες, μοναστήρια, ιδιωτικές κατοικίες. Δισκοπότηρα απογυμνωμένα από τα πετράδια τους γίναν κρασοπότηρα, εικόνες γίναν τάβλες για να παίζουν ζάρια… Καλόγριες βιάστηκαν στα μοναστήρια τους… στην Αγία Σοφία ξέσκισαν το παραπέτασμα του Ιερού και κατέστρεψαν όλα τα χρυσά και τα αργυρά του άμβωνα… Σε άλογα και μουλάρια στοίβαζαν τα τρόπαια, κι αυτά γλύστρισαν κι έπεσαν [από το βάρος] και το αίμα τους κύλησε στα μάρμαρα [της Αγιασοφιάς]. Μια πόρνη κάθισε στον πατριαρχικό θρόνο και τραγουδούσε γαλλικά πρόστυχα τραγούδια.. Ο Πάπας Ιννοκέντιος ο Δ’ εξέφρασε υπέρμετρη χαρά για αυτή την κατάληψη που έμοιαζε με απρόσμενο θαύμα..» γράφει ο Νίκολς στην Τέταρτη Σταυροφορία.
Αυτά που κάναν οι Σταυροφόροι δεν τα έκαναν οι μουσουλμάνοι Οθωμανοί, όσα θηριώδη κι αν έκαναν κι αυτοί ως εξουσιαστές και αυτοκρατοραίοι νοικοκυραίοι. Ο Μεχμέτης, κοινώς, ήταν πολύ πιο σεβαστικός και πολιτισμένος άνθρωπος από τα δυτικά κτήνη.
Οι βάρβαροι δυτικοί που έρχονται και ισοπεδώνουν τον τόπο, όπως έχει γραφεί, ανήκουν στην πρώτη εμφάνιση του ολοκληρωτισμού, «καθολικής υποταγής κάθε πτυχής του ανθρώπινου βίου, ατομικής και συλλογικής, σε μια κυρίαρχη ιδεολογία, που επιβάλλεται αυταρχικά μέσω των θεσμών της εξουσίας, αστυνομεύοντας καθολικά τόσο τη σκέψη όσο και την καθημερινή πράξη του βίου», που γράφει ο Χρ. Γιανναράς. Λέγε με Παπισμό. Η Ιερά Εξέταση γεννιέται το 1200κάτι. Τα βασανιστήρια ορίζονται με παπική βούλα ως ανακριτική μέθοδος. Από το ίδιο κάθαρμα, τον Ιννοκέντιο το Δ’. Τον Μπους της εποχής του και ακόμη χειρότερα.
Βυζάντιο και Βυζαντινή Αυτοκρατορία ονομάσανε την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κάτι γερμαναράδες ιστορικοί το 1700+, γιατί τους κακοφαινότανε που έπρεπε να πουν «ρωμαϊκή» για κάτι λιγότερο βάρβαρο από το μεσαίωνά τους και για να δικαιώσουν εκείνον τον Καρλομάγνο. Που το Ινσταμπούλ μας πείραξε, τρομάρα μας…
Οι βάρβαροι της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης επινοούν αυτούς τους όρους όπως και τον όρο «Βυζαντινός» γιατί το Ρωμιός – που αυτοοριζόμαστε τότε – τους κακοφαίνεται αφού αμφισβητεί το δικό τους κυρίαρχο αφήγημα. Μας λένε Γραικούς, γιατί και το Έλληνες πολύ μας πέφτει. Γενικώς, αμα πηγαινες με τη μηχανή του χρόνου στην Πόλη του 5ου, 7ου, 10ου, 12ου αιώνα και τους έλεγες Βυζαντινούς και τον τόπο Βυζάντιο, δε θα καταλάβαιναν τι εννοείς ούτε για ποιόν μιλάς.
Είμαστε Ρωμιοί, δηλαδή χριστιανοί Ορθόδοξοι των περιοχών που ήλεγχε η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, για να ξεχωρίζουμε και από τον μουσουλμάνο και από τον ρωμαιοκαθολικό, και απο τον Τούρκο και από τον Φράγκο, στην καθομιλουμένη. Το θέμα της ελληνικότητας για μας, το λαό αυτού του τόπου, δεν έχει ποτέ να κάνει με καθαρότητες αίματος και τα τοιαύτα. Στο Σύνταγμα της Επιδαύρου ορίζουμε σαφώς πως «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικράτειας της Ελλάδος πιστεύουσι εις Χριστόν, εισίν Έλληνες». Και το «πιστεύουσιν εις Χριστόν» δεν αφορά τόπο – αφορά τρόπο και ήθος. Όπως θα γράφει ο Σβορώνος «ο Ελληνισμός.. είναι από τους λίγους λαούς οι οποίοι απέκτησαν εθνική συνείδηση ακριβώς μέσα σε ευρύτερα σύνολα και σε αντιπαράθεση με αυτά, κυρίως ως κατακτημένος λαός».
Από το 4ο αιώνα ως και τον 19ο περνάνε πάνω από τους ελληνόφωνους πληθυσμούς όλοι οι τροχοί – από την Κάτω Ιταλία ως τα βάθη της Ανατολίας και τον Πόντο, από τη σημερινή Ρουμανία ως την Κρήτη, όλοι έρχονται, πολλοί μένουν. Όμως το όνομα της Πόλης, μέχρι την επικράτηση του Κεμάλ, σε ολόκληρο αυτό τον κόσμο και την περιοχή, είναι ένα. Το όνομα Βυζάντιο και Βυζαντινοί, πάλι, όχι – κι όμως αυτή την κυρίαρχη δυτική οπτική που δικαιολογεί τις πομπές τους, δεν την συζητάμε ποτέ.