Αν μια οικογένεια άφησε το στίγμα της στην περίφημη Ιταλική Αναγέννηση, μια εποχή διαφθοράς, ανθρωποκεντρισμού, κι αμφιλεγόμενου μεγαλείου, ήταν οι Βοργίες. Απ’ τον καιρό που ήρθαν από τη Βαλένθια στην Ιταλία, τον 15ο αιώνα, και για σχεδόν δύο αιώνες, μονοπώλησαν με τις πράξεις τους, το δυναμισμό τους, τις ίντριγκές τους και τον παραδομένο στην ηδονή βίο τους, την κεντρική πολιτική σκηνή της νέας τους πατρίδας. Δύο πάπες, δεκάδες ευγενείς και καρδινάλιοι, έφεραν το επίθετο «Βοργίας». Ο οίκος των Βοργία έγινε συνώνυμος με όλα τα καλά και τα κακά που έφερε η Αναγέννηση στην Ευρώπη –αν και τα αρνητικά αυτής της πολλάκις θλιβερής περιόδου συνήθως αποφεύγονται από τα ιστορικά εθνοκεντρικά αγιολόγια της Δύσης, ακόμη και όταν γίνονται τηλεοπτικές σειρές.
Ανάμεσα στους κορυφαίους του Οίκου Βοργία, υπήρξε μόνη μια γυναίκα. Η Λουκρητία Βοργία, κόρη του πάπα Αλεξάνδρου του 6ου, κατά κόσμον Ροδρίγο Βοργία -καρδιναλίου από τα 25 του έτη, ταις ευλογίαις του θείου του πάπα Κάλλιστου Γ’- και της ερωμένης του Ροδρίγο, Βανότσα Κατανέι. Ήταν, ακόμη, αδελφή του Ιωάννη και του αδελφοκτόνου Καίσαρα Βοργία, του πιο ανήθικου πολιτικού της γενιάς του, του μακιαβελικού «Ηγεμόνα».
Ο Καίσαρ, καρδινάλιος κι Αρχιεπίσκοπος Βαλεντίας, δολοφόνησε τον αδελφό του Ιωάννη Βοργία το 1497, λίγο πριν ξεκινήσει τις προσπάθειές του να ιδρύσει βασίλειο στην κεντρική Ιταλία. Παραιτήθηκε της έδρας του ως καρδινάλιος, ελπίζοντας στη βασιλεία. Ως κυβερνήτης θεωρήθηκε άριστος, ως στρατιωτικός ευφυής, ως άνθρωπος υπήρξε αήθης, τυχοδιώκτης, ασυνείδητος, με ένστικτο δολοφόνου. Κι ήταν ο άνθρωπος που κυριάρχησε όσο κανείς άλλος, στη ζωή της Λουκρητίας, υπεύθυνος για τη δυσφήμιση του ονόματός της επί αιώνες.
Η Λουκρητία Βοργία πέρασε στην Ιστορία στιγματισμένη από την πολιτική του πατέρα και του αδελφού της και τις φήμες που διέδιδαν οι εχθροί της οικογένειας Βοργία (μεταξύ των οποίων κι ένας ταπεινωμένος σύζυγος). Κατηγορήθηκε ότι, κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή, μετέχοντας ψυχή τε και σώματι στα εγκλήματα του πατέρα και του αδελφού της.
Σήμερα όμως, καθώς ξανακοιτάμε την Ιστορία και τον τρόπο που γράφτηκε από την εξουσία (και άρα και την πατριαρχία), από πολλούς σύγχρονους ιστορικούς, θεωρείται ότι, η Λουκρητία υπήρξε ένα απλό όργανο στα χέρια των αρσενικών της οικογένειας. ιστορικοί, όπως ο Γκίλμπερτ κι ο Ρόσκω, την «απαλλάσσουν» των παλαιών κατηγοριών, και βεβαιώνουν πως υπήρξε τρυφερή σύζυγος και μητέρα, πλάθοντας ένα πορτραίτο της πολύ διαφορετικό από αυτό της δηλητηριάστριας που άλλαζε τους εραστές σαν τα πουκάμισα.
Ήταν η ομορφιά της κι η καλλιέργειά της που τη μετέτρεπαν σε καλό «δόλωμα» -κι οι τρεις γάμοι της χρησιμοποιήθηκαν επιτυχώς για την σταθεροποίηση της εξουσίας των Βοργία και την εξάπλωση της επιρροής τους. Η ίδια, όταν επιτέλους, με τον τρίτο της γάμο, απελευθερώθηκε από τα δεσμά των Βοργία, αναδείχθηκε σε μια ευγενική και φιλάνθρωπη δέσποινα, προστάτιδα των τεχνών και των γραμμάτων και δίκαια κριτή των υποθέσεων που κατά καιρούς της ανέθεταν οι ντ’ Έστε, η πανίσχυρη οικογένεια του τρίτου ανδρός της. Η αυλή της στη Φερράρα, ήταν καταφύγιο καλλιτεχνών. Ο Πέτρο Μπέμπο της αφιέρωσε το «Ασολάνι», ο Αριόστο την εξύμνησε στον «Μαινόμενο Ρολάνδο», οι ζωγράφοι της εποχής ανταγωνίζονταν ποιος θα κατόρθωνε να συλλάβει καλύτερα την ομορφιά και την ευγένειά της. Ήταν εξαίρετη μητέρα και, στα τελευταία χρόνια της ζωής της, πιστή χριστιανή, που εύρισκε συχνά καταφύγιο στην μονή του Σαν Μπερναντίνο. Με απλά λόγια, το ιστορικό πρόσωπο της Λουκρητίας Βοργία, βρίσκεται στον αντίποδα όσων έφτασε να σημαίνει το όνομά της. Δεν υπήρξε μόνον μια εκλεπτυσμένη κι ευαίσθητη δέσποινα. Επέδειξε και διοικητικές και διπλωματικές ικανότητες, σπάνιες σε γυναίκα της εποχής της. Δυό φορές, κατά την απουσία του πάπα Αλεξάνδρου από το Βατικανό, η διακυβέρνηση του Βασιλείου πέρασε στα χέρια της Λουκρητίας κι οι καρδινάλιοι υπάκουαν στην 20χρονη γυναίκα –ίσως από φόβο, αν και οι αποφάσεις της ήταν συνηθέστατα σωστές.
Η κόρη Βοργία γεννήθηκε στις 18 Απρίλη του 1480 στη Ρώμη. Τα πρώτα τέσσερα χρόνια της ζωής της τα πέρασε με τη μητέρα της. Κατόπιν, ο Ροδρίγο, λίγο αργότερα πάπας Αλέξανδρος, πήρε κι εκείνη και τους τρεις αδελφούς της κοντά του, και τους μεγάλωσε, δείχνοντας ιδιαίτερη αδυναμία στην όμορφη θυγατέρα του. Δίδαξε στα παιδιά του πολλά, φρόντισε για τη μόρφωσή τους, μα πάνω από όλα τα δίδαξε ότι, δεν υπάρχει τίποτε ιερότερο από την οικογένεια –τη δική τους οικογένεια, μια οικογένεια με δικαιώματα ζωής και θανάτου επί πάντων. Στα δώδεκά της, όταν ετοιμαζόταν να παντρευτεί αυτόν που της υπέδειξαν οι Βοργίες, η Λουκρητία μιλούσε άπταιστα ιταλικά, γαλλικά κι ισπανικά, ήξερε από ποίηση, είχε άριστους τρόπους, και μια «μη μου άπτου» ομορφιά. Τα δώδεκα πρώτα χρόνια της ζωής της ήταν ανέφελα- βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα μόνο μετά την αναρρίχηση του πατέρα της στον παπικό θρόνο.
Κρίνοντας με βάση το πολιτικό του συμφέρον, ο πατέρας και πάπας, θεώρησε καλό σύζυγο για τη Λουκρητία τον Ιωάννη Σφόρτσα, με τον οποίο την πάντρεψε το 1493, χρονιά που έδινε θέση καρδιναλίου στο γιό του, Καίσαρα. Ο γάμος δεν αποδείχθηκε αρκετά προσοδοφόρος για τους Βοργίες – κι υπήρχαν βάσιμες υποψίες ότι ο Σφόρτσα κατασκόπευε τον πάπα προς όφελος της οικογένειάς του. Πάντως, η οικογένεια Σφόρτσα προσέφερε στον πάπα την βοήθεια της, κατά της εχθρικής του δυναστείας Αραγόν, της Νάπολης. Όταν, όμως, η Νάπολη συμμάχησε με το Βατικανό, ο Ιωάννης Σφόρτσα ήταν άχρηστος- το γνώριζε κι ο ίδιος, κι έτσι εγκατέλειψε νύχτα τη Ρώμη και το νυφικό κρεβάτι. Ο πικραμένος και προδομένος Σφόρτσα ήταν ο πρώτος που κατηγόρησε ανοικτά για αιμομικτικές σχέσεις τον πάπα και τη Λουκρητία. Είχε πολλά να εκδικηθεί –με τελευταίο, τη λύση του γάμου του με την ταπεινωτική για κείνον δικαιολογία της «μη εκτέλεσης των συζυγικών του καθηκόντων» -η Λουκρητία κρίθηκε παρθένα από τους καρδιναλίους, κι ας ήταν εμφανέστατη η εγκυμοσύνη της. Έγκυος δεν ήταν από το Σφόρτσα, πάντως. Οι φήμες που τεχνηέντως καλλιέργησε ο Σφόρτσα, την έφεραν να διατηρεί σχέσεις με τον αδελφό και τον πατέρα της. Το πιθανότερο είναι ότι, διατηρούσε σχέσεις με το νεαρό αγγελιοφόρο του πάπα που της μετέφερε μηνύματα από τον πατέρα και τον αδελφό της, όσο εκείνη βρισκόταν κλεισμένη στο μοναστήρι, περιμένοντας την ακύρωση του γάμου της. Ο νεαρός δολοφονήθηκε από τον Καίσαρα, αμέσως μετά την απόφαση του παπικού συμβουλίου. Δεν έπρεπε να υπάρχουν μάρτυρες.
Το παιδί που έφερε στον κόσμο η Λουκρητία ήταν πέτρα σκανδάλου, κι έδωσε νέα υπόσταση στις κακόβουλες φήμες. Επειδή μάλλον με πίεση της ίδιας ώστε ο γιός της να μη χάσει τα προνόμια της καταγωγής του, ο πάπας Αλέξανδρος αναγνώρισε το παιδί με μια βούλα ως παιδί του Καίσαρα και της συζύγου του και με με δεύτερη, ιδιωτική βούλα, ως δικό του και της νέας ερωμένης του, Ιουλίας, το «Ρωμαϊκό αγόρι» όπως το ονόμασαν, έγινε η αφορμή για τη διάδοση της άποψης ότι οι Βοργίες είχαν αιμομικτικές σχέσεις μεταξύ τους. Ένας τουλάχιστον ιστορικός της εποχής, μάλιστα, υποστηρίζει ότι η έκδοση δύο παπικών βουλών, έγινε μεν με αίτημα της Λουκρητίας, αλλά διότι δεν ήταν σίγουρη αν το παιδί ήταν του πατέρα ή του αδελφού της. Το πιθανότερο είναι ότι, το παιδί της Λουκρητίας με το νεαρό αγγελιοφόρο, Πέδρο Καλδερόν, αφού η Λουκρητία έπρεπε να θεωρείται παρθένα, όφειλε να «υιοθετηθεί» από τους λοιπούς Βορργίες και να διασφαλιστεί από την δολοφονική μανία του Καίσαρα που, μόλις πρόσφατα, είχε δολοφονήσει τον αδελφό του, Ιωάννη. Δολοφονία που αμαύρωσε ακόμη περισσότερο την ιστορική εικόνα της Λουκρητίας.
Ο Ιωάννης Βοργίας ήταν ο αγαπημένος γιός του πάπα κι ο λατρεμένος αδελφός της Λουκρητίας, κι αυτό ο Καίσαρας, ο πρωτότοκος, δεν το ανέχθηκε ποτέ. Αν κι η αδελφοκτονία, με δράστη τον Καίσαρα, ακούστηκε ότι έγινε από ζήλεια, για την καρδιά της Λουκρητίας, το πιθανότερο είναι ότι ήταν αντίδραση του Καίσαρα στην απόφαση του πατέρα του να εκχωρήσει γαίες, που παραδοσιακά κληρονομούσε ο πρωτότοκος, στον μικρότερό του γιό. Ο Καίσαρας ήταν παθιασμένος με την εξουσία και δε θα επέτρεπε ποτέ σε κανέναν να του την πάρει από τα χέρια. Προς το παρόν, πάντως, οι Βοργίες είχαν νέες συμμαχίες να συνάψουν, κι η Λουκρητία ήταν ένα από τα πιο πολύτιμα όπλα τους.
Ένας νέος γάμος συμφέροντος ετοιμάστηκε, για τη νεαρή γυναίκα. Ο γάμος που, αν και συνοικέσιο, θα έφερνε για πρώτη φορά στη ζωή της τον έρωτα. Ο Πάπας Αλέξανδρος έδωσε νέο σύζυγο στην κόρη του τον Δούκα του Μπισελιέ, Αλφόνσο, νόθο γιό του βασιλιά Αλφόνσου της Αραγωνίας, συνομήλικο της Λουκρητίας, ετών 17. Με τον Αλφόνσο, η Λουκρητία απέκτησε ένα παιδί –αφορμή της δολοφονίας του πατέρα του, που επίσης δεν ήταν πια χρήσιμος, καθώς οι Βοργίες ετοιμάζονταν να συμμαχήσουν με τους Γάλλους κι έπρεπε να τα «τσουγκρίσουν» με τη Νάπολη οπωσδήποτε (ποια καλύτερη αφορμή από τη δολοφονία του Αλφόνσου;). Για τη γέννηση του παιδιού τους – που θα λάμβανε το όνομα Ροδρίγο, όνομα του παππού του προ της ανόδου στην παπική έδρα- ο πάπας ζήτησε από το νεαρό ζεύγος να έρθει στη Ρώμη, εγκαταλείποντας το Νέπι. Κι ο ζηλόφθονος Καίσαρας, ανέλαβε τα υπόλοιπα. Ωστόσο, ο 17χρονος Αλφόνσος κατόρθωσε να επιβιώσει της πρώτης απόπειρας δολοφονίας εις βάρος του, που έγινε στα σκαλιά του καθεδρικού του Αγίου Πέτρου από τέσσερις από τους δολοφόνους που συντηρούσε στην αυλή του ο Καίσαρας. Η Λουκρητία, κατά την περίοδο ανάρρωσης του Αλφόνσου, στάθηκε στο πλευρό του. Δεν τον άφησε μόνο του στιγμή. Μαγείρευε η ίδια το φαγητό του για να είναι σίγουρη ότι δεν θα τον δηλητηριάσει ο αδελφός της. Βρισκόταν δίπλα του ακατάπαυστα, ώστε να μη μπορούν να τον πλησιάσουν οι δολοφόνοι του Καίσαρα. Μία μόνη φορά τον άφησε μόνον του: όταν ο Καίσαρας έφτασε φουριόζος στο αναρρωτήριο, για να της πει ότι είχε έρθει ο πατέρας τους και τη ζητούσε –λίγα δωμάτια πιο δίπλα. Ο χρόνος που έλειψε η Λουκρητία ήταν αρκετός για να ολοκληρώσει τη μισοτελειωμένη δουλειά, ο στραγγαλιστής αυλικός του Καίσαρα, Δον Μικελέτο. Ο Αλφόνσος διετέλεσε το ρόλο που του επεφύλασσαν οι Βοργίες – αποδείχθηκε πολύ χρήσιμος νεκρός.
Μετά τη δολοφονία του Αλφόνσου, η Λουκρητία αποσύρθηκε στο Νέπι. Η παραμονή της εκεί κι η πρώτη «δημόσια εμφάνιση» του Ιωάννη, του «Ρωμαϊκού Παιδιού», με την επιστροφή της στη Ρώμη το 1501, έδωσαν την αφορμή να οργιάσουν οι φήμες. Πολλοί θυμήθηκαν μάλιστα ότι, η Λουκρητία είχε λάβει μέρος σε ένα από τα πιο άγρια όργια που οργάνωσε ο πάπας στο Βατικανό- ήταν η μόνιμη οικοδέσποινα των δεξιώσεων του πατέρα της. Ο Οίκος των Βοργία είχε συγκεντρώσει τη λαϊκή οργή. Ίσως για να ηρεμήσει την κοινή γνώμη, αλλά και για να βρει νέους συμμάχους, η οικογένεια Βοργία πάντρεψε για τρίτη φορά τη θυγατέρα της, με τον Αλφόνσο ντ’ Έστε, γιό του Δούκα της Φερράρα, εκείνη την ίδια χρονιά (1501). Ο γάμος τους κόστισε πολύ –κανείς δεν ήθελε αυτή τη «δηλητηριάστρια» στον οίκο του, κι η προίκα που πήραν οι ντ’ Έστε για να τη δεχθούν στη Φερράρα, ήταν τεράστια.
Ο Αλφόνσος εξασφάλισε στη Λουκρητία μια φυσιολογική ζωή. Για πρώτη φορά βρισκόταν μακρυά από την επιρροή του αδελφού και του πατέρα της, κι ως δούκισσα της Φερράρα μετά το 1505, οπότε ο Αλφόνσος ανέλαβε την εξουσία, μπόρεσε να αφιερωθεί στις τέχνες και τα γράμματα. Όσοι καταγράφουν εκείνη την περίοδο, θυμούνται μια αβρή και χαριτωμένη δέσποινα, λάτρη των γραμμάτων και των τεχνών, τρυφερή μητέρα του Ιωάννη, του Ροδρίγο, αλλά και των τεσσάρων παιδιών που απέκτησε με το δούκα, με σημαντικότερες παρουσίες τον Έρκολε, διάδοχο του δούκα, και τον Ιππόλυτο, αργότερα αρχιεπίσκοπο του Μιλάνου. Οι φήμες, βέβαια οργίαζαν –το βεβαρημένο παρελθόν της και το επίθετό της, Βοργία, ήταν αρκετά για πολλούς για να τη θεωρούν υπεύθυνη για δηλητηριάσεις, δολοπλοκίες, άγρια κι αιματηρά πολιτικά παιγνίδια.
Το κορίτσι που από τα δεκατρία του χρόνια υπηρετούσε με απόλυτη υπακοή τα σχέδια του πάπα και του Καίσαρα, δεν ήταν δυνατόν να αθωωθεί στις συνειδήσεις των συγχρόνων της –και πολλών ακόμη γενεών- με την εξαίρεση των καλλιτεχνών, που βρήκαν στο πρόσωπό της τη Μούσα τους. Οι ίδιοι οι Έστε, πάντως, τη λάτρεψαν. Ειδικά τα μέλη της οικογένειας που αγαπούσαν τις τέχνες – ο Αλφόνσος ντ Έστε δεν είχε τέτοιες ευαισθησίες. Η άνθιση των τεχνών στην αυλή του Δουκάτου, ήταν δική της επιτυχία, έργο της. Τα χρόνια εκείνα αποδεικνύουν ότι, αν και είναι πολύ πιθανό η Λουκρητία να ήταν μια ιδιοφυής φαρμακός, το χέρι της οδηγούσε η εξουσία που είχαν πάνω της ο πατέρας κι ο αδελφός της. Η περίοδος του τρίτου γάμου της, η ηρεμία κι η ευτυχία που ήλθαν στη ζωή της, συμπίπτει, εξ άλλου, με το θάνατο του τρομερού Αλέξανδρου. Στα τελευταία αυτά ήρεμα χρόνια της ζωής της, επέστρεψε με πάθος στην ρωμαιοκαθολική πίστη, επιζητώντας συγχώρεση.
Πέθανε στις 24 Ιουνίου του 1519, από επιπλοκές, κατά τη γέννηση του 5ου παιδιού της με το Δούκα, σε ηλικία 39 ετών. Το μωρό πέθανε κι αυτό, πριν σαραντίσει.