Παραβλέποντας πως το πέρασμα του χρόνου καθιστά το εκάστοτε «μοντέρνο» ξεπερασμένο και το «νέο» αρχαίο, οι Ιστορικοί ονόμασαν την περίοδο από την εμφάνιση του Διαφωτισμού έως το τέλος του 20ου αιώνα «νεωτερικότητα», και το ιδεολογικό πλαίσιο που την εξέφρασε «μοντερνισμό».
Χάρη σε αυτή την κοντόφθαλμη βάπτιση, φτάσαμε σήμερα να ζούμε στη μετα-νεωτερικότητα και να βιώνουμε την, κατά Λυοτάρ, «μεταμοντέρνα κατάσταση» (η οποία με τη σειρά της θα αποτελέσει αρχαιότητα για τους ανθρώπους του μέλλοντος).
Πέρα από το σημειολογικό μπέρδεμα, η νεωτερικότητα, λόγω οπτιμισμού, αφέλειας, και υπερβολικής ιδέας για τον εαυτό της, όχι μόνο μας εξάντλησε με δυο Παγκόσμιους και έναν Ψυχρό πόλεμο,
αλλά και φεύγοντας μας κληροδότησε σωρεία προβλημάτων (από την καταστροφή των παραδοσιακών κοινωνιών και την αστική αλλοτρίωση, έως τον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό και την κλιματική αλλαγή ― για να μην πούμε για την μουσική trap).
Αυτές τις εξελίξεις ορισμένοι ―συμπεριλαμβανομένου του Μαρξ― τις χαιρέτησαν ως θετικές, πιστεύοντας ότι επιταχύνοντας την καταστροφή του «παλιού κόσμου» θα έφερναν γρηγορότερα την αταξική κοινωνία. Άλλοι πάλι δεν έβλεπαν τίποτα κακό στη γιγάντωση του καπιταλισμού και την υποταγή της φύσης, ενώ θεωρούσαν πως όποια προβλήματα προέκυπταν θα λύνονταν με ακόμη περισσότερη τεχνολογική και καπιταλιστική ανάπτυξη. [1].
Αυτές οι δύο κυρίαρχες τάσεις διαφώνησαν σε αρκετά και ενίοτε πολέμησαν μέχρι θανάτου, αλλά συμφώνησαν στη βασική φιλοσοφία της Ιστορίας: στο ότι, δηλαδή, η Πρόοδος είναι μονόδρομος, η τεχνολογική ανάπτυξη φέρνει μόνο οφέλη, και ο παλιός κόσμος ανήκει στο «καλάθι των αχρήστων της Ιστορίας». Στην αστική της εκδοχή, η συγκεκριμένη φιλοσοφία της Ιστορίας είναι γνωστή ως “Whig History” (από τo ομώνυμο φιλελεύθερο κόμμα της βρετανικής πολιτικής).
Όσοι είχαν αντίρρηση, και ήταν αρκετοί και από τη δεξιά και από την αριστερή σκοπιά, χαρακτηρίστηκαν «αντιδραστικοί», «ποπουλιστές», «λουδίτες» (και αργότερα «νεο-λουδίτες»), κλπ. Πρόκειται για ένα ετερόκλητο ρεύμα κριτικών της Προόδου που περιλαμβάνει από τους ρομαντικούς του 19ου αιώνα έως τους χίπις των 60ς και τους νεο-αναρχο-πριμιτιβιστές των 80ς, από τον Ντοστογιέφσκι και τον Σελιν, έως τον Μποντριγιάρ και τον Ουελμπέκ, και από τους Προραφαηλίτες έως τους Καταστασιακούς.
Ο Γκίλμπερτ Κιθ Τσέστερτον [1874 – 1936], υπήρξε ένας από αυτούς, από τους διασημότερους Βρετανούς συγγραφείς και αρθρογράφους στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, που παραμένει γνωστός έως σήμερα ως ένας από τους πιο δεικτικούς κριτικούς της νεωτερικότητας.
Στην Ελλάδα, όπου έως πρόσφατα δεν είχε εκδοθεί το δοκιμιακό του έργο, υπήρξε περισσότερο γνωστός για τις αστυνομικές του ιστορίες με ήρωα τον «πάστορα Μπράουν» και τις νουβέλες του «Ο Άνθρωπος που τον έλεγαν Πέμπτη» και η «Λέσχη των Αλλόκοτων Επαγγελμάτων».
Λέω έως πρόσφατα, γιατί το 2019 κυκλοφόρησε υπό τον τίτλο «Παράνοια, Δημιουργικότητα, Καλλιτεχνία» μια επιλογή από τα δοκίμια του (επιλογή/μετάφραση Δάφνης Λιζάρδου-Χέλμη, εκδόσεις Ηρόδοτος), ενώ φέτος κυκλοφόρησε το σημαδιακό του έργο «Ο Αιώνιος Άνθρωπος» από τις εκδόσεις Ιωνάς. Αυτό το τελευταίο, σε μετάφραση του Γιάννη Δ. Ιωαννίδη, είναι και η αφορμή του παρόντος κειμένου.
Ο Τσέστερτον, λοιπόν, υπήρξε μια πολυγραφότατη φιγούρα στα βρετανικά γράμματα του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, πληθωρική (σε μυαλό, γνώσεις, χιούμορ, αλλά και σε κιλά), και φανατικός υπερασπιστής του «απλού ανθρώπου», της κοινής λογικής, των λαϊκών παραδόσεων, της μαγείας του κόσμου, και εν τέλει του καθολικισμού (τον οποίο θα ασπαστεί σε μεγαλύτερη ηλικία).
Ιδεολογικοί αντίπαλοι του, οι πολιτικοί και δημοσιογράφοι της εποχής, που πίεζαν για τον «εκσυγχρονισμό» της κοινωνίας, συγγραφείς και διανοούμενοι που σήκωσαν τη σημαία της αφηρημένης Προόδου και του «νέου ανθρώπου», όπως ο Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς και ο Μπέρναρντ Σω, κινήματα όπως ο Φαμπιανός Σύλλογος που προωθούσε τεχνοκρατικές λύσεις στα κοινωνικά ζητήματα (ανάμεσα σε αυτές και την κρατική εφαρμογή της ευγονικής), κ.α.
Κεντρική ιδέα του Τσέστερτον, η οποία τον φέρνει αντιμέτωπο με την άνευ επιφυλάξεων λατρεία της Προόδου, είναι η κατανόηση και ο σεβασμός των οργανικών, λαϊκών και μη, παραδόσεων.
Αυτή η ιδέα εκφράζεται ιδανικά σε ένα απόσπασμα του που έμεινε γνωστό ως ο «φράχτης του Τσέστερτον»:
«Ας φανταστούμε ένα παλιό έθιμο ή νόμο. Ή ας πούμε, πιο απλά, ότι υπάρχει ένας φράκτης ή μια πύλη σε ένα σημείο ενός δρόμου. Ο σύγχρονος μεταρρυθμιστής θα του ρίξει μια ματιά και θα πει “Δεν βλέπω να χρησιμεύει σε κάτι. Ας τον γκρεμίσουμε”. Σε αυτό, ένας πιο διορατικός μεταρρυθμιστής, θα ήταν καλό να απαντήσει: “Αν δεν μπορείς να δεις σε τι χρησιμεύει, τότε σε καμία περίπτωση δεν θα σε αφήσω να τον γκρεμίσεις. Σκεψου το πρώτα σε βάθος. Μόνο όταν θα μπορέσεις να έρθεις και να μου πεις σε τι χρησιμεύει, υπάρχει περίπτωση να σου επιτρέψω να το γκρεμίσεις”.
Τα βέλη του Τσέστερτον βρίσκουν εξίσου «προοδευτικούς» και «συντηρητικούς», με μια ελαφριά προτεραιότητα στους πρώτους, αφού αυτοί κατείχαν την εξουσία και όριζαν την πορεία της κοινωνίας στην εποχή του (και τη δική μας). Όπως άλλωστε γράφει: «Ο σύγχρονος κόσμος χωρίζεται σε Συντηρητικούς και Προοδευτικούς. Οι μεν Προοδευτικοί θέλουν να κάνουν συνεχώς νέα λάθη, οι δε Συντηρητικοί θέλουν να εμποδίσουν να διορθωθούν τα παλιά».
Εχθρός του Τσέστερτον δεν ήταν η πρόοδος καθαυτή, αλλά η άσκεφτη και ανεξέταστη καινοτομία για χάρη της καινοτομίας ― ή, ακόμα χειρότερα, η καινοτομία για χάρη του κέρδους ή υπό τη σκέπη κάποιας νεφελώδους ιδεολογίας ολίγων που «ξέρουν καλύτερα».
Αν ο Τσέστερτον είχε κασέτα με «ελληνικό ροκ» τη δεκαετία του ’80, θα τον εξέφραζε πλήρως ο στίχος «Φοβάμαι για αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα». Θα τον διασκέδαζε επίσης η σνομπαρία των «αυθεντικών ροκάδων» (που ακούνε ξένο ροκ) ενάντια στον Παπακωνσταντίνου, αλλά και ενάντια στη πλέμπα που ακούει Παπακωνσταντίνου (αλλά ξεφύγαμε από το θέμα).
Αντιδραστικός από ιδιοσυγκρασία, και πεπεισμένος ότι η ανάπτυξη της σύγχρονης κοινωνίας δεν είναι μονοσήμαντα θετική, ο Τσέστερτον θα γράψει τον «Αιώνιο Άνθρωπο», ως απάντηση στο έργο του Γουέλς «Το Περίγραμμα της Ιστορίας» (The Outline of History, 1920).
Ο Γουέλς, γνωστός σήμερα για τα έργα του επιστημονικής φαντασίας όπως «Ο Αόρατος Άνθρωπος» και «Ο Πόλεμος των Κόσμων», υπήρξε επίσης πολυγραφότατος σχολιαστής, δοκιμιογράφος, και συγγραφέας, με σημαντική επιρροή στα δημόσια πράγματα της εποχής του.
Στο συγκεκριμένο βιβλίο, μια εκλαϊκευτική παρουσίαση της ανθρώπινης ιστορίας από την βαθιά αρχαιότητα έως την σύγχρονη εποχή, ο Ουέλς διαπραγματεύονταν τον άνθρωπο ως ένα απλό ζώο ανάμεσα στα άλλα, και την ανθρώπινη περιπέτεια ως μια συνεχή πορεία προς την «πρόοδο».
Ο Τσέστερτον έχει αντιρρήσεις και στα δυο αυτά σημεία. Θεωρεί ότι ο άνθρωπος δεν αποτελεί ένα ζώο όπως όλα τα άλλα αλλά μια ασυνέχεια στη φυσική ιστορία, μια ασυνέχεια από την οποία προέκυψε ένα είδος το οποίο διαφέρει ουσιωδώς (δηλαδή ποιοτικά), από τα υπόλοιπα.
Ταυτόχρονα θεωρεί την ιδέα της Προόδου παραπλανητική, αφού συγχέει την συσσώρευση τεχνικών γνώσεων (η οποία πράγματι ισχύει) με μια υποτιθέμενη γενική εξέλιξη του ανθρώπου, και επομένως οδηγεί σε επικίνδυνο εφησυχασμό και σε μια αφελή λατρεία της καινοτομίας.
Η αντίρρηση του Τσέστερτον δεν αφορά την αδυναμία ιστορικής εξέλιξης της μιας ή της άλλης πτυχής της κοινωνικής ζωής, ή την αυταπόδεικτη τεχνολογική εξέλιξη, αλλά στην ίδια την ιδέα της ανθρωπινότητας ως εξελίξιμης. Για τον Τσέστερτον, ο άνθρωπος είναι «αιώνια» (δηλαδή καθόλη την ιστορία του) ανθρώπινος, και δεν υπόκειται σε μια ιστορική διαδρομή προς την πολιτισμική ή άλλη τελειότητα.
Αυτό, κατά τον Τσέστερτον, μπορούμε να το διαπιστώσουμε από το γεγονός πως οι πρωτόγονοι εκφράζονται καλλιτεχνικά, με υψηλής ποιότητας και ευαισθησίας έργα, ήδη από τις παλαιότερες πολιτισμικές ενδείξεις που διαθέτουμε: τις σπηλαιογραφίες.
Με ένα παρόμοιο επιχείρημα επιχειρεί να κατοχυρώσει και την ποιοτική ασυνέχεια μεταξύ ανθρώπου και ζώου. Παρατηρεί, δηλαδή, πως δεν έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία εξέλιξης, στα πλαίσια της οποίας μπορούμε να συγκρίνουμε π.χ. τα ανεπτυγμένα καλλιτεχνικά έργα του πρωτόγονου ανθρώπου σε σχέση με τα πιο χοντροκομμένα έργα των πιθήκων ή άλλων πρωτευόντων θηλαστικών. Αντίθετα, έχουμε από τη μια πλευρά τον άνθρωπο, ο οποίος εκφράζεται καλλιτεχνικά ήδη από την εποχή των σπηλαίων, και τα ζώα, τα οποία δεν διαθέτουν καθόλου τέχνη.
Αντίστοιχα, ενώ όλοι θα συμφωνούσαν ότι η σημερινή μας γνώση στα μαθηματικά ή στη φυσική είναι ανώτερη κάθε προηγούμενης εποχής, ταυτόχρονα αναγνωρίζουν ότι δεν έχει νόημα να πούμε πως ο σύγχρονος άνθρωπος είναι ανώτερος ηθικά από έναν αρχαίο, ή ότι ένας σύγχρονος καλλιτέχνης εκφράζει «πρόοδο» σε σχέση με τον Φειδία ή τον Ευριπίδη.
Αλλά και αντίστροφα, η γνωστή από τους αρχαίους ιδέα της ροπής του ανθρώπου στο κακό (η οποία εκφράζεται στη θεολογία ως το «προπατορικό αμάρτημα»), υποδηλώνει ότι ο άνθρωπος, είτε πρωτόγονος ή νεωτερικός, είναι πάντα ικανός για το χειρότερο, είτε πρόκειται για τον πρωτόγονο που σκοτώνει με πέτρινο τσεκούρι, είτε για τον «εκλεπτυσμένο» άνθρωπο του 20ου αιώνα.
Λίγα χρόνια μετά από το βιβλίο του Τσέστερτον, οι ασύλληπτες θηριωδίες στις οποίες θα επιδίδονταν ο υψηλής μορφώσεως λαός μιας από τις πλέον ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες μάλιστα πήρα την μορφή ενός τεχνολογικά ενισχυμένου «βιομηχανικού» φόνου, θα έρχονταν ως μια επώδυνη επιβεβαίωση των παραπάνω.
Ο «Αιώνιος άνθρωπος» ξεκινάει επιχειρηματολογώντας υπερ του ανθρώπου ως μυστήριο και θαύμα (σε αντίθεση με τον άνθρωπο ως σκέτο ζώο το οποίο αναπτύσσει τεχνική του Γουέλς), συνεχίζει εξετάζοντας τις αντιλήψεις διαφορετικών πολιτισμών για τον άνθρωπο και την ουσία της ζωής, και καταλήγει εξετάζοντας το χριστιανικό κοσμοείδωλο και την ιδιαιτερότητα του (η οποία για τον Τσέστερτον είναι καθοριστική).
Αν τα παραπάνω κάνουν το βιβλίο να ακούγεται ως βαρύ ανάγνωσμα, η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική. Οι 444 σελίδες του φεύγουν «νεράκι», ενώ οι απόψεις του συγγραφέα παρουσιάζονται με απλότητα και άφθονο χιούμορ (ο Τσέστερτον φημίζονταν και για το δύο, ενώ ήταν γνωστός και ο «μάστορας του παράδοξου» για τα ευφάνταστα επιχειρήματα που σκάρωνε).
Σε αυτό συντελεί και η ρέουσα μετάφραση του Γιάννη Ιωαννίδη [2], ήδη γνωστού για την μετάφραση του στην πληρέστερη στα ελληνικά ανθολογία κειμένων της Καταστασιακής Διεθνούς («Το Ξεπέρασμα της Τέχνης», εκδόσεις Ύψιλον), και τις μεταφράσεις έργων του (Δανού καταστασιακού) Άσκερ Γιόρν, του Ζακ Ελλυλ, του Υβ Λε Μανακ, κ.α., αλλά και τις παρεμβάσεις του μέσω των ιστοσελίδων κριτικής σκέψης, τέχνης και φιλοσοφίας Happyfew και Dangerfew. [3]
[2] https://biblionet.gr/%CF%80%
[3] Full disclosure: προ δεκαπενταετίας είχα συνεργαστεί με μια σειρά κειμένων στο Happyfew, όπου και γνώρισα τον Γιάννη και άλλα μέλη του εγχειρήματος. Ενώ, δυστυχώς, δεν έχω να περιμένω ποσοστά από τη σωρεία πωλήσεων που ασφαλώς θα φέρει αυτή η παρουσίαση, ελπίζω να πέσει τουλάχιστον κάνα κέρασμα.