της Μαρίας Απατζίδη
βουλεύτρια Ανατολικής Αττικής του ΜέΡΑ25
Και μάλιστα υπό το απαθές βλέμμα της αστυνομίας, ενώ συστημικοί δημοσιογράφοι παροτρύνουν τους πολίτες να μην ανησυχούν γιατί το οργανωμένο έγκλημα ξέρει καλό σημάδι. Σε ένα παρόμοιο σκηνικό όπου το οργανωμένο έγκλημα κυριαρχεί στην Ελλάδα και βλέπουμε μόνο την επιφάνειά του μέσα από σχεδόν καθημερινούς φόνους, που έχουν πολλαπλασιαστεί το τελευταίο διάστημα, είναι όντως σημαντικό το να είμαστε στη διεθνή πρωτοπορία του νομικού πολιτισμού. Γιατί το οργανωμένο έγκλημα προσαρμόζεται πολύ γρήγορα στις ιλιγγιώδεις ταχύτητες που εξασφαλίζει το Διαδίκτυο, το οποίο και αξιοποιεί. Το γεγονός αυτό καθιστά σημαντική τη δική μας εξίσου γρήγορη απάντηση, ώστε να καθιερωθεί ένα σύστημα κυβερνοασφάλειας που να αποτρέπει φρικτά φαινόμενα, όπως η έξαρση της παιδικής πορνογραφίας στο διαδίκτυο και η σχετική ύπαρξη οργανωμένων κυκλωμάτων.
Η κυβέρνηση πάντως περιορίζεται στην αντιγραφή ευρωπαϊκών πρακτικών χωρίς κατάθεση δικών μας προτάσεων που να αξιοποιούν τα πορίσματα της ελληνικής εμπειρίας. Και, κυρίως, με τρία ολόκληρα χρόνια καθυστέρηση από το 2018, γεγονός που οδηγεί σε μία έλλειψη διεθνούς συντονισμού με τις άλλες χώρες. Ενώ η γεωπολιτική θέση της Ελλάδας είναι κομβική για τη δράση του οργανωμένου εγκλήματος, λόγου χάρη για τη διακίνηση ναρκωτικών στην Ευρώπη, η κυβερνώσα παράταξη δεν στοχεύει στη συγκεκριμένη αυτή εμπειρία αλλά τρέχει καταϊδρωμένη να προλάβει με σημαντική καθυστέρηση τη διεθνή πρακτική.
Υπάρχει πάντως μία διάσταση που είναι πραγματικά ο «ελέφαντας στο δωμάτιο». Και αυτή είναι ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος του παγκόσμιου ξεπλύματος χρημάτων γίνεται μέσα από τράπεζες και θα ήταν αδύνατο χωρίς τη συνδρομή τους. Εδώ όμως εγείρεται το ζήτημα αν ο υπάρχων πολιτικός κόσμος είναι διατεθειμένος να αναλάβει μια σύγκρουση με το διεθνές τραπεζικό σύστημα, όταν αυτό εμφανίζεται να εμπλέκεται. Αν δεν υπάρξει ένας σχετικός έλεγχος στις τράπεζες, τότε θα κυνηγάμε την ουρά μας. Θα ασχολούμαστε με τα δευτερεύοντα, παραβλέποντας το σημαντικότερο: το τραπεζικό σύστημα που είναι ο κύριος μηχανισμός στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.
Αυτό, λοιπόν, που κυρίως χρειάζεται είναι η θωράκιση του νομικού μας πολιτισμού έναντι των συστημικών τραπεζών μέσω των οποίων γίνεται το ξέπλυμα. Και ως προς αυτό το κομβικό σημείο, το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε κρίνεται ανεπαρκές. Αν δεν αναλάβουμε αυτήν τη σύγκρουση με συγκεκριμένο τρόπο, τότε θα ζούμε σε έναν παράλληλο φανταστικό κόσμο όπου θα φέρνουμε για νομοθέτηση νέα εργαλεία και διαδικασίες, ενώ στον πραγματικό κόσμο το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος θα συνεχίζεται εντελώς ανεπηρέαστο από τους φορμαλιστικούς τύπους. Βεβαίως τι να περιμένει κανείς όταν η κυβέρνηση έχει τροποποιήσει τον ποινικό κώδικα, ώστε να απαλλάσσονται τραπεζίτες από την ποινική ευθύνη για πράξεις απιστίας! Μιλάμε, όμως, εδώ, για το πλανητικό επίπεδο όπου ξεπλένεται σύμφωνα με τους κρατούντες υπολογισμούς περίπου το 4 τοις εκατό του παγκόσμιου Α.Ε.Π. Το φαινόμενο δηλαδή δεν αφορά μόνο σε μικρά κράτη, όπως η Ελλάδα. Κατ’ εξοχήν «αμαρτωλή» τράπεζα φέρεται να είναι η ίδια η γερμανική Deutsche Bank στην οποία έχουν επιδικαστεί μεγάλα πρόστιμα, όπως παλαιότερα και οι γαλλικές BNP και Société Générale.
Σε αυτό το πλαίσιο παταγώδους παγκόσμιας αποτυχίας στην πάταξη του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, κρίνεται τελείως άτοπο η Ελλάδα να εξακολουθεί να έχει τη νοοτροπία καλού παιδιού και υποδειγματικού κρατουμένου. Στην πραγματικότητα, η ανάγκη περιορισμού του ξεπλύματος εργαλειοποιείται από τους ισχυρούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να έρχονται ειδικοί για να αξιολογήσουν το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα και εντέλει να το ελέγξουν. Όμως αυτή η συμμόρφωση οδηγεί σε περαιτέρω επιτήρηση και υποβάθμιση της δυνατότητας για ανεξάρτητη πολιτική. Γιατί στην ουσία υπό το πρόσχημα της ανάγκης για διασυνοριακή συνεργασία, έχουμε τεχνοκράτες να ελέγχουν το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, ώστε αυτό να οδηγείται σε όλο και μεγαλύτερη νεοφιλελεύθερη απορρύθμιση.
Βεβαίως, κανείς δεν αρνείται την ανάγκη διασυνοριακής συνεργασίας. Είναι ασφαλώς τέτοια η φύση των φαινομένων, ώστε υπάρχουν συχνά κενά δικαίου στα επιμέρους νομικά συστήματα των κρατών- μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι πρακτικές στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, καθώς και η συναφής χρηματοδότηση τρομοκρατικών οργανώσεων, εξελίσσονται ραγδαία και για αυτό χρειάζεται όντως να είμαστε στην πρωτοπορία των νομικών ρυθμίσεων, ώστε να προλαβαίνουμε κατά το δυνατόν αυτές τις εξελίξεις. Ωστόσο, πραγματικές λύσεις δεν μπορούν να βρεθούν αν δεν υπάρξει ετοιμότητα ρήξης με ένα διεθνές τραπεζικό σύστημα, το οποίο βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της διαφθοράς. Με άλλα λόγια, πραγματική λύση δεν πρόκειται να βρεθεί όσο θεωρούμε ότι η νοοτροπία υποδειγματικού κρατουμένου είναι η λύση για κάθε πρόβλημα.