Να πούμε ένα παράδειγμα προκλητικό, για τη διαπλοκή επιστήμης και κοινωνίας. Ο λαός αποφασίζει να φτιάξει μια χάρτινη γέφυρα. Οι ειδικοί απαντούν ότι η γέφυρα απαιτεί αρμούς, σκυρόδεμα και στατική μελέτη, αλλά ο λαός επιμένει. Η γέφυρα πρέπει να γίνει χάρτινη, γιατί οι ειδικοί δεν θα έχουν πάντα δίκιο, συνεπώς θα πρέπει να πείσουν. Ότι οι ειδικοί πρέπει να πείθουν είναι η θεμελιώδης προϋπόθεση του δημοκρατικού ελέγχου της επιστήμης. Όποιος θεωρεί απλό ζήτημα να επιβάλλεται η άποψη “της επιστήμης” (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) επειδή ο αδαής όχλος δεν μπορεί να καταλάβει, οπότε θα πρέπει απλώς να ακολουθήσει, νομίζω ότι επιδεικνύει μια πολιτική και ιστορική αφέλεια που μου φαίνεται εξαιρετικά δύσπεπτη.
Πολύ περισσότερο θα ισχύει αυτό αν το ζήτημα που αντιμετωπίζουμε είναι έστω σε κάποια σημεία του αμφιλεγόμενο, και πάντως πιο αμφιλεγόμενο από τη χάρτινη γέφυρα. Στον δημόσιο διάλογο σήμερα το δίλημμα εμφανίζεται σαν να είναι γελοίος όποιος τολμά να εκφράσει την οποιαδήποτε διαφωνία προς την κυβερνητική πολιτική. Εξ ου και η τεράστια προώθηση των αντιεπιστημονικών απόψεων που έχει επιχειρήσει από την αρχή της πανδημίας η κυβέρνηση, μέσω του επικοινωνιακού της βραχίονα που λέγεται ιδιωτική τηλεοπτική ενημέρωση. Θυμίζω ότι ακούγαμε καθημερινά πέρσι στις ειδήσεις για τους αρνητές της μάσκας, παρότι όταν μαζεύονταν στον δρόμο ήταν τρεις και ο κούκος, απλώς διότι αυτή η διχοτόμηση υπηρετεί το αφήγημα ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμμία έλλογη κριτική στις κυβερνητικές επιλογές, αλλά έχουμε να κάνουμε με μια διαπάλη ανάμεσα στις δυνάμεις του ορθολογισμού και της επιστήμης, όπως εκπροσωπούνται από την ομάδα Τσιόδρα/Χαρδαλιά/Καθημερινής/Athens Voice, και τους παλαιοημερολογίτες που φωνασκούν για το 5G. Παρόμοια είναι σήμερα η κατάσταση, όταν δεν έχουμε φτάσει ούτε τον μισό πληθυσμό σε εμβολιασμούς, (ενώ για κάποιον ανεξήγητο λόγο μετράμε αθροιστικά πρώτη και δεύτερη δόση), αλλά ο δημόσιος διάλογος φέρνει στο προσκήνιο μόνο το “αντιεμβολιαστικό κίνημα”. Είχαμε για πρώτη φορά πριν από λίγες μέρες μια σχετικά πολυπληθή διαδήλωση εναντίον του υποχρεωτικού εμβολιασμού, με σοβαρές δόσεις γραφικότητας, τις οποίες η συστημική ενημέρωση λατρεύει, καθώς επιβεβαιώνουν ότι μόνο γραφικοί μπορεί να αντισταθούν στην επιστημονική σοφία της επιτροπής.
Η διαδήλωση αυτή είχε για πρώτη φορά στοιχεία μαζικότητας, αλλά ας πούμε ότι μετά από έναν καταιγισμό από παρατεταμένα και παράλογα μέτρα και 13.000 νεκρούς, αυτό που συμβαίνει όχι απλώς δεν συνιστά αμφισβήτηση της κυβερνητικής πολιτικής για την πανδημία, αλλά μπορούν να πανηγυρίζουν ότι σκοτώνουν χωρίς να δίνουν λογαριασμό. Εκτός αν πιστεύει κανείς ότι όλοι αυτοί οι θάνατοι αποτελούν τη μοιραία συνέπεια μιας φυσικής καταστροφής. Εις ό,τι με αφορά, βρίσκω τη σιωπή γύρω από αυτό το νούμερο την πιο εξοργιστική όψη της πανδημίας. Θυμίζω ότι η ΝΔ κατάφερε να κάνει πολιτικό γεγονός το Μάτι. Δεν ζητώ να γίνει το ίδιο, αλλά ζητώ να υπάρχει μια αντιστοιχία μεταξύ πραγματικότητας και δημόσιου λόγου, μόνο και μόνο μήπως μπορέσει να γλιτώσει κάποια ζωή που τώρα χάνεται επειδή κοιτάμε σε λάθος σημείο.
Η διαχείριση της πανδημίας έχει προκαλέσει αντανακλαστικά κάποιας δυσπιστίας ενάντια στους γιατρούς, δηλαδή απέναντι στη χωρίς όρους αποδοχή κάθε απόφασης που καλύπτεται ή ανακοινώνεται από λευκή ποδιά ή έστω στο όνομα της επιστήμης. Όμως φτάνουμε σε αυτόν τον διάλογο απροετοίμαστοι.
Ας θέσουμε ένα πολύ απλό ερώτημα, που αφορά τον τρόπο με τον οποίον γίνεται πρακτικά η ενημέρωση ενός ασθενούς από τον/την γιατρό του: μπορείς να ρωτήσεις έναν γιατρό αν έχει ξανακάνει αυτήν την επέμβαση που πρόκειται να σου κάνει; Μπορείς να ρωτήσεις πόσες φορές; Με τι ποσοστά επιτυχίας; Είναι ή δεν είναι μία δυσπιστία που τοποθετείται εκτός των ορίων της αποδέκτης συμπεριφοράς, το να απευθύνει κάνεις τέτοια ερωτήματα; Πρόκειται για ερωτήματα που ο ασθενής ενθαρρύνεται να θέσει στον γιατρό του, σε άλλες περιπτώσεις. Σε μας είναι αδιανόητη μια τέτοια στάση.
Αυτό δεν οφείλεται στην αυταπόδεικτη ανισότητα των γνώσεων, αλλά στην κοινωνιολογία του επαγγέλματος. Δεν ρωτάμε τίποτα, η έννοια της «συναίνεσης μετά από ενημέρωση» είναι άγνωστη, είναι μία χάρη που μπορεί να σου κάνει ο γιατρός αν είναι “άνθρωπος”.
Υπάρχει ανισότητα στις επιστημονικές γνώσεις, αλλά χρειάζεται μερικές φορές να ληφθούν αποφάσεις που αφορούν θέματα ζωής και θανάτου, στα οποία ο ασθενής δεν καταλαβαίνει τι γίνεται.
Έτσι, όταν φτάνουμε στη συζήτηση για το τι καταλαβαίνει ο πολύς κόσμος από επιδημιολογία ή φαρμακολογία, τι σημαίνει παρενέργεια ή τι είναι στατιστική πιθανότητα, ο επιστημονικός λόγος είναι γεμάτος περιφρόνηση για τον αδαή όχλο που τολμά να έχει άποψη. Ως προς αυτό έχω τόσο διαφορετική εκτίμηση, που η σχετική καζούρα μού φαίνεται μερικές φορές εξοργιστική. Και αν μπορώ να καταλάβω την πλάκα που γίνεται από ιδιώτες, ο στιγματισμός από κρατικούς αξιωματούχους είναι παντελώς ανάρμοστος. Υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά: άλλο να αστειεύεται ένας ιδιώτης στα social media, που είναι κάτι συχνό, όταν οι δοξασίες που εμφανίζονται είναι παντελώς αβάσιμες, και άλλο να ειρωνεύεται ο θεσμικός παράγοντας που ώφειλε να εξηγήσει.
Η έννοια της συναίνεσης φαντάζει σε μας εξωφρενική, λες και συζητούσαμε ότι θα πάρει έγκριση από μένα ο αστροφυσικός για το περιεχόμενο της έρευνάς του, που θέλω δέκα χρόνια σπουδών για να αρχίσω να καταλαβαίνω τι μου λέει. Όμως αν πρόκειται αυτή η έρευνα να γίνει στο σώμα μου, θα χρειαστεί να καταλάβω. Όσο δύσκολο και αν είναι, θα χρειαστεί να μου εξηγήσουν.
Όταν κανείς αντλεί ευχαρίστηση από το να κατατροπώνει έναν εύκολο αντίπαλο, η συζήτηση δεν έχει πολύ νόημα. Αν πιστεύει δηλαδή ότι ο εχθρός είναι οι γραφικοί συνωμοσιολόγοι, μπορεί να απολαύσει την πνευματική υπεροχή του, αλλά εδώ νομίζω ότι η κυβέρνηση στήνει μπροστά της έναν αχυράνθρωπο, ενάντια στον οποίο έχει απόλυτη επιχειρηματολογική υπεροπλία, και προσπαθεί να μας πείσει ότι δεν υπάρχει τίποτε άλλο να συζητηθεί, από το γιατί αντιστέκονται αυτοί οι ανόητοι στα επιχειρήματα της επιστήμης.
Δεν είναι φοβερό να αστειευτούμε με μια παράλογη δοξασία. Αρκεί να μην κάνουμε τη χάρη στην κυβέρνηση να δεχτούμε ότι η βασική ανάλυση της πανδημίας είναι η διαμάχη ανάμεσα στον ορθολογισμό και την οπισθοδρόμηση.
Οφείλεται στην αντιεπιστημονική οπισθοδρόμηση ότι καθυστέρησαν έναν χρόνο να ξεκινήσουν τα μαζικά τεστ, έστω και όπως ξεκίνησαν; Ότι δεν ενισχύθηκαν οι δομές υγείας και αντιθέτως διώκονταν οι γιατροί που μιλούσαν για ελλείψεις;
Θυμίζω ότι μιλώ ως εμβολιασμένος που δεν έχει ποτέ εκφράσει διαφωνίες ή επιφυλάξεις για τα εμβόλια. Δεν θα ήθελα όμως να καταφέρει η κυβέρνηση να μας πείσει όλους ότι το πρόβλημα στη διαχείριση της πανδημίας είναι οι αντιεμβολιαστές.
Μερικές κρίσιμες πτυχές, όπως είναι τα προβλήματα παραγωγής και διανομής των εμβολίων, οι μεταλλάξεις και η διάρκεια της δράσης του εμβολίου, είναι κοινοί τόποι που είχαν παρουσιαστεί από την αρχή της συζήτησης. Δεν είναι εκπλήξεις ενός σατανικού ιού, είναι κοινή επιστημονική γνώση. Αυτά λοιπόν είναι τα εμπόδια σε μια πολιτική που βασίζεται αποκλειστικά στα εμβόλια.
Εις ό,τι με αφορά, πιστεύω ότι είναι άλλης τάξεως ζήτημα το αν έχει δίκιο να διστάζει κανείς και είναι διαφορετικό το πώς χειρίζεσαι πολιτικά αυτούς που (θεωρείς ότι) έχουν επιστημονικά άδικο. Προφανώς ως εμβολιασμένος θεωρώ ότι έχουν άδικο.
Από αυτό δεν προκύπτει καμία απολύτως λύση για το τι θα πρέπει να γίνει με όσους διαφωνούν ή διστάζουν να εμβολιαστούν. Η αδιαφορία για αυτό το πρόβλημα δεν λύνεται με την επίκληση στο συναίσθημα ή με οργίλες αναρτήσεις. Η διαφορά μεταξύ διστακτικών και αρνητών είναι υπαρκτή και κρίσιμη, εντοπίζεται ερευνητικά από όσους μελετούν το φαινόμενο και έχει την εξής ουσιώδη συνέπεια: ο συνωμοσιολόγος που κραυγάζει κρατώντας λάβαρα είναι εντελώς αδιαπέραστος από επιχειρήματα. Ο διστακτικός όχι. Επίσης είναι χαώδης η αριθμητική διαφορά. Οι αρνητές διεθνώς τοποθετούνται κοντά στο 2%! Ακόμη και αν αυτό το νούμερο είναι χαμηλό και αμφιλεγόμενο, η πεποίθηση ότι οι αντιεμβολιαστές στην Ελλάδα είναι ο βασικός εχθρός στη μάχη εναντίον της πανδημίας, είναι παραπλανητική.
Μάλιστα, η πρόταση για την αντιμετώπιση του σκεπτικισμού είναι η ενημέρωση όχι από -αναξιόπιστους στα μάτια του κόσμου- κρατικούς λειτουργούς, αλλά από τους υγειονομικούς της πρώτης γραμμής. Αυτούς που τώρα είναι εξουθενωμένοι και κατασυκοφαντημένοι από την κυβέρνηση ως αρνητές του κορονοϊού.
Αν το ποσοστό των σκεπτικιστών είναι μικρό, τότε δεν αποτελεί εμπόδιο για το εμβολιαστικό πρόγραμμα και η συζήτηση είναι παρελκυστική. Αν όμως το ποσοστό είναι μεγάλο, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να λυθεί συνδυάζοντας την επιστημονική αυθεντία της επιτροπής με την πυγμή της κυβέρνησης. Τόσο για την επιστημονική αυθεντία της επιτροπής όσο και για την πολιτική πυγμή της κυβέρνησης, ισχύουν όλα όσα λέγαμε τον προηγούμενο καιρό. Η επιτροπή που ονομάζαμε ειρωνικά “ΔΑΠ λοιμωξιολόγων” στην Ανασκόπηση έχει απωλέσει εδώ και καιρό κάθε αξιοπιστία και η κρατική πυγμή έχει γίνει αντικείμενο διεθνούς κατακραυγής από τη Διεθνή Αμνηστία, με την εργαλειοποίηση της πανδημίας για την προώθηση των αυταρχικών πολιτικών της.
Όταν υπάρχουν έστω και μικρές πιθανότητες παρενεργειών σε άτομα τα οποία δεν κινδυνεύουν από την πανδημία και η άδεια είναι προσωρινή, τίθεται ένα ηθικό πρόβλημα με την υποχρεωτικότητα, το οποίο αναγνωρίζεται από τον ΠΟΥ και από ειδικούς επιστήμονες. Ο Ηλίας Παυλόπουλος μάς γράφει ότι το ωφελιμιστικό επιχείρημα (το μέγιστο κοινό καλό για τους περισσότερους) χρησιμοποιείται συνεχώς για τη χάραξης πολιτικής, μοιραία, αλλά δεν είναι πολύ απλό να το εξηγήσεις στον άνθρωπο που μπορεί να χρειαστεί να είναι ο στατιστικός αδύναμος κρίκος. Αυτό ισχύει ακόμα και αν παραμένει σωστό να βαρύνει αυτό το επιχείρημα στην τελική απόφασή μας. Απλώς που ισχυρίζομαι ότι αυτό δεν λύνεται με οργίλα memes που βρίζουν αυτούς που δεν εκτιμούν την επιστήμη αρκετά για όσα έχει προσφέρει ώς τώρα με τα εμβόλια.
Όταν λέω ότι τίθεται ένα σοβαρό ζήτημα δεν εννοώ ότι αυτό είναι κάτι στο οποίο έχω αποφασίσει πως αυτοί που κινδυνεύουν λιγότερο θα πρέπει να εξαιρεθούν, αλλά εννοώ ότι είναι αδιανόητο να μην μπορεί να εκφραστεί αυτή η άποψη. Ο ΠΟΥ μάλιστα προσθέτει πως όχι μόνο είναι αμφίβολη ηθικά η υποχρεωτικότητα για όσους διαφωνούν, αλλά μπορεί να είναι και ανήθικη με δεδομένο ότι το επιχείρημα για τις μεταλλάξεις προσκρούει στην απουσία εμβολιασμών σε ολόκληρες ηπείρους, που σημαίνει ότι το να εμβολιάζεις νέους που κινδυνεύουν πολύ λίγο, για να πετύχεις ανοσία αγέλης στη χώρα σου, την ώρα που υπάρχουν χώρες ολόκληρες που δεν έχουν εμβολιαστεί ευάλωτες κατηγορίες, μπορεί να είναι και ανήθικο εκτός από πρακτικά απρόσφορο.
Η συζήτηση για την υποχρεωτικότητα γίνεται με τόση ορμή, ώστε ο κόσμος πιστεύει ότι θα πρέπει με διάφορους τρόπους να πιεστούν όσοι δεν έχουν κάνει εμβόλιο, σαν οι νέοι παρίες της πανδημίας.
Αναφέρω ότι στην Ιρλανδία υπάρχουν κλινικές που δίνουν άδεια μετ’ αποδοχών σε μη εμβολιασμένους υγειονομικούς, διότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός θεωρείται εξαιρετικά κρίσιμο ολίσθημα. Μάλιστα, όχι μόνο για λόγους ηθικούς, που έχουν σχέση με τα δικαιώματα των συγκεκριμένων προσώπων, αλλά διότι μια τέτοια κίνηση υπονομεύει βάναυσα την πειθώ του συνολικού προγράμματος. Η υποχρεωτικότητα έχει γενικώς αυτή την παρενέργεια, να εγείρει σοβαρά ερωτηματικά ως προς τις καλές προθέσεις και την αποτελεσματικότητα και ασφάλεια της επιβαλλόμενης πολιτικής. Αυτά, είναι προφανώς ψιλά γράμματα στην περίπτωσή μας.
Επίσης, το να πει κανείς ότι νοσούν σοβαρά μόνο οι ανεμβολίαστοι δεν σημαίνει ότι για τους νεκρούς ευθύνονται οι αντιεμβολιαστές. Αυτό το λογικό άλμα είναι μία τεράστια χάρη που κάνουν πολλοί αριστεροί στην επικοινωνιακή διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση. Νομίζω ότι αποτελεί μια υπερβολή που καταλήγει σε πλάνη.
Αυτό σημαίνει εν κατακλείδι ότι ακολουθώ κι εγώ την οδηγία για τον εμβολιασμό και αυτό απαντώ όταν με ρωτούν την άποψή μου, αλλά αρνούμαι πεισματικά να υποκριθώ ότι μετά από σχεδόν 13 χιλιάδες νεκρούς, το δικό μας χρέος είναι να συνταχθούμε με την κυβέρνηση στον στιγματισμό όσων διστάζουν. Αυτός ο νέος “αντιλαϊκισμός” έχει όλα τα χαρακτηριστικά που αποδίδει στον αντίπαλό του: τρέφεται από τον διχασμό και ελπίζει ότι έτσι θα πάψουμε να βλέπουμε αυτό που βλέπουμε.