‘Εφερε την ποίηση στα χείλη του λαού. Έντυσε με τη μουσική του τους αγώνες μας, τις θυσίες μας, τις μικρές και μεγάλες μας λαϊκές αλλά και προσωπικές στιγμές. Και ήταν παρών πάντα. Μέχρι το τέλος, μέχρι κι εκείνα τα αξέχαστα δακρυγόνα που «μοιράστηκαν» με το Μανώλη Γλέζο όταν ήμασταν στις πλατείες. Είτε συμφωνούσες είτε διαφωνούσες μαζί του ήταν ο Μίκης, ο ένας και μοναδικός Μίκης μας. Ήταν το τραγούδι στα χείλη μας όταν βγαίναμε στο δρόμο, όταν καθόμαστε στο ουζάδικο, όταν θέλαμε να βρουμε κάτι να τραγουδήσουμε που να μας ενώνει με τους ξένους φίλους μας. Αυτός, που δεν ήθελε ποτέ να βγάλει λεφτά από τη μουσική, που στάθηκε δημόσια υπέρ των δωρεάν p2p τραγουδιών του, που προτιμούσε «να ζει σαν τα πουλάκια» αντί να πουλά τη μουσική του.
Και ήταν, αδιαπραγμάτευτα και έξω από κάθε σύγκριση, ο μεγαλύτερος συνθέτης που γέννησε η Ελλάδα, μετά την επανάσταση του 1821. Φεύγει στα 200 χρόνια μετά την Επανάσταση, έχοντας υπηρετήσει όλα της τα προτάγματα, ακόμη και αν κάποτε το έκανε προκλητικά. Ακόμη κι όταν το έκανε έτσι όμως, το έκανε απαρασάλευτα από τις αρχές του, τις αρχές της Εθνεγερσίας.
Τα βιογραφικά του είναι γνωστά. Όσα δεν είναι, θα βγουν αυτές τις μέρες παντού – και παντού σημαίνει σε ολόκληρο τον πλανήτη, που θα σταθούν προσοχή στο όνομά του χιλιάδες επαναστάτες.
Γιατί ο δικός μας Μίκης ήταν ο Μίκης της εξεγερμένης Λατινικής Αμερικής, της βορειοαμερικάνικης αμφισβήτησης, των αγωνιζόμενων λαών της Δυτικής Ασίας, όσων υπεράσπισαν το όνειρο του κομμουνισμού στις πιο άγριες και αιμοβόρες δεκαετίες του 20ου αιώνα.
Κι ύστερα, κι όσοι δεν το υπεράσπισαν ποτέ, ακόμη κι οι απολιτίκ, μέχρι και οι Ιάπωνες που ονειρεύονται ταξίδι του μέλιτος στη Σαντορίνη, με τη δική του μουσική έχουν ταυτίσει ετούτο τον τόπο. Γιατί τους έμαθε πως ο τόπος ετούτος χορεύεται, κι ύστερα τους έμαθε να τον χορεύουν, τον έκανε νότες και βήματα στα πόδια ενός μεξικάνου για να ταυτιστούν, μουσική και μεξικάνος, με την αιώνια Ελλάδα.
Ο Μίκης φεύγει και οι λέξεις είναι λίγες και μικρές. Ακόμη και το Αθάνατος δεν ηχεί όπως συνήθως – αν κάποιος είναι αθάνατος, για πάντα χαραγμένος στις καρδιές όσων γενιών κι αν έρθουν, με τον ίδιο τρόπο που είναι ο Καραϊσκάκης, με τον τρόπο όσων ακόμη και στα λάθη τους επιδεικνύουν το ίδιο μεγαλείο και την ίδια ντομπροσύνη, λέξεις εύκολα δε βρίσκεις. Μόνο θυμάσαι που η μουσική είναι πιο δυνατή από τα όπλα, γιατί εκείνη ξέρει να κατακτά και να οπλίζει καρδιές όπως κανείς.
Και με την ίδια λεβεντιά, ναι. Αμετακίνητος και ελευθερογνώμων, επίμονος και ξεροκέφαλος, όμως όχι για το ίδιον όφελος – ο Μίκης των βραβείων και των διεθνών αναγνωρίσεων, των φίλων που μόνο τα ονόματά τους προκαλούν δέος, της παρουσίας σε αγώνες πέντε ηπείρων, τι ανάγκη να είχε, τι άλλο να του έδινε η ζωή; Γι΄αυτό, όταν κοντά 90 χρονών κατεβαίνεις στο δρόμο ακόμη μια φορά ενάντια στη Γερμανική Κατοχή, κουβαλώντας τη μνήμη και την Ιστορία ενός ολόκληρου λαού στις πλάτες σου, πολλά συγχωρούνται και πολλά ξεχνιούνται. Ειδικά τέτοιες ώρες. Ειδικά σε έναν άνθρωπο που και η ζωή του και η μουσική του ήταν ταγμένα σε τούτο τον τόπο, ακόμη κι αν κρίνουμε τον τρόπο.
Ρίτσος, Ελύτης, Αναγνωστάκης, Σεφέρης, Νερούδα, Λόρκα, η ποίηση έγινε δική μας για να μπορούμε να αντιστεκόμαστε και πάντα αντιστεκόμαστε με τη μουσική του Μίκη. Στις διώξεις, στις εξορίες, στον πόνο, στο θάνατο…
Κι ύστερα, την ώρα της νίκης, με Θεοδωράκη στεκόμαστε ενωμένοι, με τα δικά του τραγούδια ζητάμε «Δώστε τη χούντα στο λαό!» την ώρα που οι ελίτ μαγειρεύουν τα δικά τους. Κι ας είπε εκείνο το «Καραμανλής ή τανκς», κι ας έβαλε με τις λέξεις του τελεία στον αγώνα – τα τραγούδια του, που ήταν δικά μας, όλων μας, για πάντα, που μας τα χάρισε αφειδώλευτα κι έντυσε μουσικές τη ζωή μας, έλεγαν άλλα. Κι ακόμη λένε. Και θα λένε πάντα, γιατί πάντα θα είναι στα χείλη μας.