Συνέζευξε το λαϊκό με το λόγιο πριν το ένα εκπέσει σε εύπεπτο τυποποιημένο προϊόν για μαζική κατανάλωση και το άλλο γίνει μέσο επιδεικτικής διαφοροποίησης των νεόπλουτων από την απαίδευτη μάζα.
Έγινε η φωνή δύο γενιών που μαχητικά διεκδίκησαν να έχουν φωνή και με το έργο του εξέφρασε τις προσδοκίες για κοινωνική αλλαγή όταν ακόμα υπήρχαν τέτοιες.
Ο Μίκης αγωνίστηκε για εθνική ανεξαρτησία, για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη όταν το κόστος να αγωνίζεσαι για αυτά ήταν τεράστιο. Κόστος που εκείνος το πλήρωσε και με το παραπάνω: φριχτά βασανιστήρια που παραλίγο να τον αφήσουν παράλυτο, συνεχείς διώξεις και εξορίες. Για αυτό και μόνο αξίζει σεβασμό και πολύ περισσότερο γιατί τα έργα του βρισκόταν στο στόμα όσων αγωνίζονταν για τα ίδια πράγματα και υφίσταντο ανάλογες διώξεις. Και του αξίζει ακόμα και σε πείσμα των μετέπειτα πολιτικών επιλογών του που πλήγωσαν και εξόργισαν πολλούς.
Αυτά όμως τελείωσαν τη δεκαετία του ’80 και ο Μίκης, δίχως να το πάρει είδηση, απομακρύνθηκε από το προσκήνιο και μετατράπηκε σε ένα «ζωντανό μνημείο», όπως έγραψε χθες ο Βενιζέλος, ένα έκθεμα που μπροστά του στέκονται όλοι με δέος για να συνεχίσουν μετά τις ασχολίες τους σαν να μην υπάρχει.
Ο Μίκης έφυγε από το προσκήνιο γιατί όλα αυτά για τα οποία αγωνιζόταν έγιναν πράξη, αν και με τρόπο που απογοήτευσε πολλούς από τους διεκδικητές τους: η Μεταπολίτευση έφερε τη δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ την περιβόητη εθνική ενότητα, αποκαθιστώντας εκείνους που απέκλεισε το μετεμφυλιακό κράτος, ενώ τα μεγάλα οράματα έδωσαν σταδιακά τη θέση τους στο κυνήγι της ατομικής αποκατάστασης.
Πολύς λόγος γίνεται για τις πολιτικές επιλογές του εκείνης της περιόδου, ο Μίκης όμως παρέμεινε συνεπής: για την «ενότητα των Ελλήνων» πάλευε και ως βουλευτής της ΕΔΑ και αργότερα του ΚΚΕ, όταν η γραμμή της πρώτης ήταν η συμπερίληψη των ηττημένων του εμφυλίου στο έθνος (και το κράτος) και του δεύτερου η αλλαγή που «χωρίς το ΚΚΕ δεν γίνεται», όταν το ΠΑΣΟΚ έκανε πράξη αυτή τη συμπερίληψη. Αλλά και ως υπουργός του Μητσοτάκη, την εποχή ακριβώς του «τέλους των ιδεολογιών» και της «υπέρβασης» της αντίθεσης Αριστεράς – Δεξιάς.
Ως επικεφαλής της Σπίθας το 2010, πρότασσε «την υπεράσπιση των μέγιστων αγαθών όπως η Εθνική Ανεξαρτησία και ο Εθνικός Πλούτος που ξεπουλήθηκαν με την υπογραφή του Μνημονίου». Το ταξικό πάντοτε υποτασσόταν στο εθνικό και ο κοινωνικός ανταγωνισμός τελείωνε εκεί που άρχιζε η ενότητα των Ελλήνων.
Ακόμα και στο συλλαλητήριο για το Μακεδονικό, το 2018, δίπλα σε ακροδεξιούς και ναζί, διακήρυττε «Σε όλη μου τη ζωή αγωνίστηκα για την ενότητα του ελληνικού Λαού».
Στην ύστατη επιστολή του προς τον Δημήτρη Κουτσούμπα δηλώνει ότι «Θέλει να αφήσει αυτόν τον κόσμο σαν κομουνιστής», καθώς και να γίνει σεβαστή «όχι μόνο η ιδεολογία του, αλλά και οι αγώνες του για την ενότητα των Ελλήνων», δίχως να αντιλαμβάνεται ότι το ένα αναιρεί το άλλο.
Οι κομμουνιστές γνωρίζουν ότι η περιβόητη εθνική ενότητα δεν είναι παρά η κυριαρχία της αστικής τάξης πάνω στους υποτελείς, η κρατική ιδεολογία που συγκαλύπτει την ταξική πάλη. Όταν οι δεύτεροι αποφασίζουν να σηκώσουν κεφάλι και να απειλήσουν τα συμφέροντα των αστών, αυτοί πετάνε στα σκουπίδια την εθνική ενότητα και εξαπολύουν ανοικτό πόλεμο εναντίον τους, έναν πόλεμο που ο Μίκης βίωσε στο πετσί του όσοι λίγοι.
Για αυτή τη σύγχυση όμως δεν είναι υπεύθυνος ο Θεοδωράκης, αυτή ήταν (και παραμένει) η βασική στρατηγική του μεγαλύτερου μέρους της Αριστεράς, τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1950 και ύστερα. Ο Μίκης απλώς την έφτασε στα άκρα της και διεκδίκησε πρωταγωνιστικό ρόλο στην υλοποίησή της, παρακάμπτοντας πολλές φορές τις ηγεσίες της Αριστεράς.
Δεν έχει λοιπόν νόημα να του καταλογίζουμε προδοσίες και να του χρεώνουμε αποτυχίες, αδιέξοδα και ιστορικούς συμβιβασμούς που ανήκουν σε όλη την Αριστερά και το εργατικό κίνημα. Πόσο μάλλον όταν ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη της νυν κυβέρνησης της Δεξιάς (Τ. Θεοδωρικάκος) υπήρξε κάποτε γραμματέας της ΚΝΕ και ο ακροδεξιός υπουργός Εσωτερικών (Μ. Βορίδης) που εξήγγειλε τριήμερο πένθος για τον θάνατο του Μίκη διετέλεσε πρόεδρος της χουντικής ΕΠΕΝ του δικτάτορα Παπαδόπουλου.
Κάποτε η υποψία και μόνο ότι ακούς έργα του Θεοδωράκη σε έφερνε αντιμέτωπο με φυλακές και εξορίες, τώρα όλοι – κράτος και πολίτες, κόμματα και παρατάξεις – τιμούν αυτά τα έργα και τους αγώνες του. Η ενότητα των Ελλήνων επετεύχθη…