Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας, ολοένα περισσότεροι επενδυτές αδυνατούν να βρουν τον τρόπο που οι πιο αδύναμες οικονομίες της ευρωζώνης θα μπορούσαν να βγουν από την οικονομική κρίση και οι αγορές έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν τα αποτελέσματα των εκλογών τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γαλλία.
 
«Τί συμβαίνει; Δεν είναι απλά ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές συνειδητοποιούν ότι θα πρέπει να τα βάλουν με έναν γάλλο πρόεδρο που λέει ότι της απεχθάνεται (…) Ούτε η βεβαιότητα ότι η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να εκπληρώσει τους δημοσιονομικούς της στόχους, ούτε η πιθανότητα να φύγει από το ευρώ μάλλον νωρίτερα και όχι αργότερα. Δεν μπορεί να είναι μόνο αυτά. Πρέπει να είναι και κάτι άλλο. Υπάρχουν πιστεύω και κάνα – δυο άλλα ζητήματα που έχουν βρεθεί στο επίκεντρο της προσοχής από τη συνεχιζόμενη κρίση», γράφει ο ΜακΡέι.
 
Και εξηγεί: «Το πρώτο και ίσως το πιο σημαντικό είναι η συνειδητοποίηση ότι η κλίμακα της προσαρμογής που κάθε κράτος μέλος της ευρωζώνης ξεχωριστά θα πρέπει να πραγματοποιήσει είναι αδιανόητα τεράστια και θα είναι σχεδόν αδύνατο να τη διαχειριστούν χωρίς να προχωρήσουν σε υποτίμηση. Το δεύτερο είναι ότι καθώς τα μακροπρόθεσμα επιτόκια θα αρχίσουν να ανεβαίνουν σ όλο τον κόσμο, η πίεση προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα είναι ιδιαίτερα έντονη».
 
Αν σύμφωνα με τον ίδιο, εξετάσουμε τον βαθμό στον οποίο η κάθε οικονομία πρέπει να περικόψει μισθούς και άλλες δαπάνες προκειμένου να γίνει ανταγωνιστική, διαπιστώνουμε ότι σε ακόμη χειρότερη θέση από την Ελλάδα βρίσκεται η Πορτογαλία. Αλλά και χώρες όπως η Ισπανία ή η Γαλλία θα έπρεπε να προχωρήσουν σε περικοπές δαπανών της τάξεως του 20%.
 
«Έχει ως εξής: αν η Ελλάδα έβγαινε από το ευρώ, θα χρειαζόταν μία υποτίμηση της τάξεως του 30%, ίσως και λίγο περισσότερο προκειμένου να αποκτήσει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και ο κόσμος να επιστρέψει στις δουλειές» γράφει ο ΜακΡέι. «Η προσωπική μου άποψη είναι ότι αυτό θα ήταν το λιγότερο κακό σενάριο για την Ελλάδα επειδή η υποτίμηση του νομίσματος είναι ο πιο γρήγορoς τρόπος για την επανάκτηση της ανταγωνιστικότητας και η χώρα πραγματικά πρέπει να ενισχύσει την αγορά εργασίας. Επίσης πρέπει να προβεί σε δομικές αλλαγές στην οικονομία της, αλλά αυτές είναι πολύ πιο εύκολο να γίνουν μέσα σε ένα κλίμα ανάπτυξης παρά σε ένα κλίμα λιτότητας» τονίζει.
 
Και καταλήγει: «Δεν μπορώ να σκεφτώ καμία άλλη χώρα στην πρόσφατη Ιστορία που έχει προχωρήσει σε παρόμοιες περικοπές δαπανών , ονομάζοντάς τις λιτότητα, μειώνοντας μισθούς και άλλα εισοδήματα. Η Ιρλανδία έφθασε κοντά αλλά ευνοήθηκε από τον εξαγωγικό της τομέα που πάντα ήταν ανταγωνιστικός και αμβλύνοντας το κοινωνικό βάρος από την απώλεια θέσεων εργασίας με τη μετανάστευση».