των Λίνας Σλίμπι, Θέμη Πανταζάκου
Η αυτοκριτική και ο σκεπτικισμός απέναντι στον πατριωτισμό δεν είναι το δυνατό σημείο κανενός λαού. Όπως ένα εύθραυστο Εγώ δεν μπορεί να δεχτεί κριτική χωρίς να αντιδράσει βίαια, έτσι και ο συλλογικός ψυχισμός των εθνών-κρατών δεν πολυ-αντέχει να κοιτάζει αναστοχαστικά την, συχνά κομματάκι βάρβαρη, ιστορία εγκαθίδρυσής του. Αυτό αφορά στην Ελλάδα εξίσου με πολλές άλλες χώρες. Ο λαός μας όμως, καθώς έχει την τύχη (;) να βαραίνει πάνω του ένας εξαιρετικά πλουμιστός μύθος του παρελθόντος, αλλά και μια μεγάλη φτώχεια και καθήλωση στο παρόν, έχει επενδύσει ιδιαίτερα στην εθνική του ταυτότητα, σε όσα (παλιά και ένδοξα) θεωρεί ότι τον διαχωρίζουν από τους άλλους, πιο οθωμανοβαλκάνιους γείτονές του. Αυτό δεν ισχύει λιγότερο στο πεδίο της τέχνης.
Όπου και να κοιτάξει κανείς βλέπει, επί σειρά χρόνων και δεκαετιών, την αρχαιότητα: υποψήφιοι και φοιτητές της Σχολής Καλών Τεχνών ζωγραφίζουν εκατό προτομές ο καθένας μέχρι το τέλος της ακαδημαϊκής τους σταδιοδρομίας, φοιτητές αρχιτεκτονικής προσπαθούν να επαναφέρουν μνημεία αυστηρά στην αρχική τους κατάσταση, μαθητευόμενοι γλύπτες χασμουριούνται μέχρι εξάρθρωσης σαγονιού μπροστά από αρχαία αγάλματα.
Οι υπόλοιποι, το κοινό, με έναν τρόπο που δεν μας κάνει πια την παραμικρή εντύπωση, είμαστε καταδικασμένοι να βλέπουμε αρχαίες τραγωδίες να ανεβαίνουν στα θέατρα ξανά και ξανά και ξανά, ενώ η πλειοψηφία των έργων κοινωνικού σχολιασμού ευρείας απήχησης έχουν να κάνουν με τον ελληνισμό που χειμάζεται από την οικονομική κρίση, την παγκοσμιοποίηση, τις εξωτερικές πιέσεις. Όταν δε ο εθνικισμός δείξει την δολοφονική πλευρά του (βλ. Χρυσή Αυγή), αυτός σημειώνεται ως μάλλον παρατράγουδο, παρά ως συνέχεια του πατριωτισμού. Τελικά, η ελληνικότητα έρχεται στο προσκήνιο μόνιμα, άρρητα, αυτονόητα ως κάτι αμιγώς καλό, σχεδόν ποτέ ως κάτι που μπορεί -Θεός φυλάξοι- να έχει και μια πλευρά αιματηρής ιστορίας, εντός και εκτός συνόρων.
Η δουλειά του conceptual duo ΦΥΤΑ επικεντρώνεται την τελευταία δεκαετία στο να γεμίσει ακριβώς αυτό το κενό· να θέσει την ελληνικότητα υποκριτική, και όχι στο βάθρο. Μετά την εκτεταμένη αντι-έκθεση που διενεργήθηκε τον καιρό της Documenta, και τη μικρότερης κλίμακας «200 Χρόνια Ασφυξία» που προκάλεσε έναν κάποιο σάλο στον δημόσιο διάλογο, το δίδυμο επανέρχεται με την ταινία ORFEAS2021 – ένα έργο που έμελλε να είναι παράσταση και τελικά, λόγω της παγκόσμιας πανδημίας, μεταμορφώθηκε σε ταινία. Πρόκειται περί ενός εγχειρήματος που χρησιμοποιεί την πλατφόρμα της όπερας και της ιστορίας του Ορφέα για να πραγματευτεί μια σειρά ζητημάτων της πρόσφατης ελληνικής πολιτικής και πολιτιστικής επικαιρότητας. Στο επίκεντρο τίθενται εξελίξεις σχετικές με τις πολιτικές ταυτότητας και τους κινδύνους την ενσωμάτωσης, αλλά και το μέλλον των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην Ελλάδα, με ιδιαίτερη έμφαση στα ζητήματα σχετικά με το φύλο και τη σεξουαλικότητα.
Σε μια Ελλάδα κάπου ανάμεσα στο μέλλον και το παρόν, ο Ορφέας, ως πρώτος γκέι πρωθυπουργός της χώρας, κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο για να σώσει το άφυλο Γιούρι, το οποίο έχει δολοφονηθεί από έναν ομοφοβικό όχλο. Για να τα καταφέρει, ο Ορφέας δεν θα χρειαστεί να πείσει τον Πλούτωνα, αλλά να αναμετρηθεί με τους εθνικούς μας μύθους στο Μουσείο Μεταφυσικής Ιστορίας, μέσα στο οποίο βρίσκεται ένα μπερδεμένο κουβάρι με όλα αυτά που συνέχουν την εθνική ιδέα περί ομοιογένειας: ευρήματα από την αρχαιότητα και την ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία (ό,τι ονομάστηκε «Βυζάντιο» μετέπειτα), το 1821, ποίηση του Ελύτη, μουσική του Θεοδωράκη, πολλά ακόμα. Όπως διαβάζουμε στο site της Εθνικής Λυρικής Σκηνής που χορηγεί την τηλε-όπερα:
Ο Ορφέας αποτελεί μια από τις πρώτες όπερες στην ιστορία του είδους και αυτό τον καθιστά ένα έργο εξαιρετικά ευέλικτο στις διασκευές, καθώς γράφτηκε πριν παγιωθούν οι σκηνικές συμβάσεις της όπερας. Από αυτή την άποψη, είναι ένα έργο κατάλληλο να «κουηροποιηθεί» υπερβαίνοντας τις αισθητικές και τους επικοινωνιακούς κώδικες μιας άλλης εποχής. Στην ανακατασκευή του έργου ORFEAS2021 από τα ΦΥΤΑ, ο μπαρόκ ήχος ενώνεται µε ρετρο-φουτουριστικά συνθεσάιζερ των ’80s, η οπερατική εκφορά του λόγου µε την αυτοαναφορική και µετα-δραµατική προσέγγιση της περφόρµανς αρτ, ο ζωντανός θεατρικός χώρος µε ένα ποστ-ίντερνετ πολυµεσικό ψηφιακό πλέγμα και οι πληθωρικές οπτασίες των θεϊκών χαρακτήρων του μύθου με τις σύγχρονες θεότητες της queer DIY πανκ μόδας.
Η αισθητική στρατηγική της ταινίας είναι, ομολογουμένως, πανέξυπνη. Ας πάρουμε τον ήχο ως παράδειγμα: τα ΦΥΤΑ μπλέκουν παραδοσιακές μελωδίες και μουσικές-ογκόλιθους για την Ελλάδα (από αυτές του Θεοδωράκη, του Μικρούτσικου και του Σαββόπουλου μέχρι τον Εθνικό Ύμνο) με μελωδίες της μέινστρημ 80s και 90s κουλτούρας (λ.χ. το τραγούδι τίτλων του Ρετιρέ) πάντα εντός ενός ολοκληρωμένου οπερατικού περιβάλλοντος. Τις μουσικές αυτές οι περισσότεροι τις συναντήσαμε, τις απολαύσαμε, ενδεχομένως τις σιχαθήκαμε, σε πλαίσια σχολικών γιορτών και εκδηλώσεων, αλλά και μπροστά στην τηλεόραση, όπου περάσαμε σεβαστό μέρος της παιδικής μας ηλικίας.
Το αν πλέον νοσταλγούμε γλυκά αυτά τα τραγούδια ή αν τα θεωρούμε γραφικά απολιθώματα δεν έχει μεγάλη σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι, αναπόφευκτα, με τρόπο πέρα από τον έλεγχο μας, μέσα μας ενεργοποιείται ένα πολύ παλιό και δυνατό συναίσθημα, το οποίο ανακατευθύνεται, λόγω της θεματικής της ταινίας, προς πιο ριζοσπαστικούς προβληματισμούς. Έτσι, ενεργοποιημένος από μια μελωδία που «κάτι του θυμίζει», ο θεατής μπορεί να αποκτήσει βαθιά συναισθηματική σύνδεση με ό,τι συμβαίνει επί της οθόνης, να αρθούν τα εμπόδια και τα όρια που θέτει μια αυστηρά διανοητική σύνδεση με το έργο.
Το «μπλέξιμο» αυτό, δε, επεκτείνεται και πέρα από τα όρια της μουσικής και διέπει συνολικότερα τις εικόνες και την υφή της ταινίας. Το γαλανόλευκο συνυπάρχει με το ντραγκ βάψιμο, το γκλίτερ, τα γυαλιστερά ρούχα, η 90s αισθητική και τα βαριά ρούχα της μεταπολίτευσης με μια περφόρμανς γκλαμ πειρατείας, και τα λοιπά. Αυτές οι προσμίξεις φαίνεται να δουλεύουν, να δείχνουν κάτι το ενδιαφέρον. Εφόσον, ως θεατές, είμαστε υποκείμενα συναισθηματικά σχηματισμένα και δεσμευμένα από πράγματα που μπορεί και να μη συμπαθούμε, τότε είναι μεγαλοφυής η τεχνική του να επανα-χρησιμοποιούμε αυτά τα πράγματα, να τα απελευθερώνουμε από τον ιδεολογικό τους ορίζοντα, να τα απεδαφικοποιούμε, όπως έλεγε και ένας χαρακτηριστικά ασυνάρτητος Γάλλος φιλόσοφος, και να τα χρησιμοποιούμε για άλλους σκοπούς.
Αυτό το παλίμψηστο ετερόκλητων σημασιών δεν έχει μόνο σκοπό του να διεγείρει το συναίσθημά μας, να μας καλωδιώσει με αυτό που βλέπουμε. Αποτελεί το ίδιο μια κριτική στη μέθοδο κατασκευής της ελληνικής ιστορίας, ένα σχόλιο πάνω στο πως διαφορετικών ποιοτήτων μέινστρημ κουλτούρες έρχονται και πλέκονται ανά τα χρόνια με το φοβερό βάρος που φέρει η αρχαία (αλλά και πιο σύγχρονη/μεταπολιτευτική) ιστορία, δημιουργώντας ένα καινούργιο παρδαλό σύνολο. Εξ ου και τα περιεχόμενα του Μουσείου Μεταφυσικής Ιστορίας, ένα αισθητικό αλαλούμ, μια σειρά από αναφορές που συγκρούονται μεταξύ τους, αλλά που τίποτα δεν τις εμποδίζει τελικά να συνθέτουν ένα ιστορικό δόγμα που ασπάζεται μαζικά – ένα δόγμα που δύναται φυσικά να περιλάβει και ρητορικές μίσους για τους παρεκκλίνοντες, όπως τα περισσότερα δόγματα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η επανάχρηση των σημασιών, και η ματιά στη διαδικασία που τις συναρθρώνει και στα παράδοξά της, έρχεται όχι μόνο ως εξωτερική καταγγελία, αλλά για να δαγκώσει και τον ίδιο τον θεατή (και τον δημιουργό). Δεν είναι λίγες οι φορές που βιώνουμε μια έντονη σύγκρουση, πιασμένοι μεταξύ συμβόλων που μας τραβάνε σε διαφορετικές συναισθηματικές κατευθύνσεις, αφήνοντάς μας την ευθύνη να προσδιορίσουμε τους δικούς μας, πάντα-ήδη αυθαίρετους, καταγωγικούς μύθους, να διαλέξουμε τι θα αφήσουμε και τι θα κρατήσουμε σε ένα πολιτιστικό πεδίο υπό μόνιμη αναδιάρθρωση.
Κλείνοντας, και ψάχνοντας κάποια αρνητικά για το έργο, πρέπει να πούμε ότι ο ORFEAS2021 είναι μια εξαιρετικά δυσπρόσιτη ταινία. Στις περίπου δύο ώρες διάρκειάς της, κάνουν παρέλαση πολλά ιδιώματα, περσόνες, συμβολισμοί, αναφορές στον αχανή κόσμο του Ίντερνετ. Όπως είπαμε, αυτή η messy αισθητική, σε συνδυασμό με τα οικεία ερεθίσματα και όλες τις πολυπλοκότητες που περιγράφηκαν παραπάνω, προσδίδει μια πολύ ενδιαφέρουσα διάσταση στο κοινό που έχει εντρυφήσει σε μια ιδιαίτερη υποκουλτούρα σημαινόντων και είναι ήδη θετικά διακείμενο προς την αντιεθνικιστική τέχνη αυτού του τύπου. Αμφίβολο όμως παραμένει το τι γίνεται με τους υπόλοιπους.
Πράγματι, ένα μεγάλο μέρος του κοινού ενδέχεται να βρει την ταινία απλώς απροσπέλαστη, και να μην βρει την υπομονή να ανακαλύψει όσα μπορεί να μιλήσουν στον καθένα υπό το πρίσμα της δικής του εμπειρίας του έθνους. Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα ΦΥΤΑ διάλεγαν ως τώρα κατά κύριο λόγο περιθωριακές ή εναλλακτικές οδούς για να παρουσιάσουν τη δουλειά τους, αναρωτιέται κανείς αν γίνεται αποτελεσματική χρήση της επικοινωνιακής αναβάθμισης που προσφέρει η Εθνική Λυρική Σκηνή του ΚΠΙΣΝ.
Ενδεχομένως, η επιστράτευση αυτού του οπλοστασίου να είχε καλύτερα αποτελέσματα αν τα ΦΥΤΑ είχαν προσπαθήσει να βρουν έναν καλύτερο συμβιβασμό ανάμεσα σε έναν κόσμο που αναφέρεται σε μύρια-όσα εκεί έξω αλλά παραμένει βαθιά ιδιωτικός, και στο κοινότερο ανθρωπολογικό προφίλ των θεατών ακόμα και σινεφίλ ταινιών στην Ελλάδα.