της Νεκταρίας Ψαράκη
Ίνγκεμποργκ Μπέγκελ. Μία εξαιρετική δημοσιογράφος ή αλλιώς η μοναδική δημοσιογράφος που έκανε ορθά τη δουλειά της. Ναι, η δουλειά των δημοσιογράφων είναι να ενημερώνουν τον κόσμο, να μεταφέρουν τα γεγονότα με αλήθεια. Κάτι που στη χώρα μας βρίσκει συνεχώς τρικλοποδιές, ανάμεσα σε ΜΜΕ που θυσιάζουν την αλήθεια στο όνομα αρκετών εκατομμυρίων. Ανάμεσα σε όλους, αυτή η δημοσιογράφος ξεχώρισε. Και όχι για το κόκκινο καπέλο της. Η ουσία είναι σε αυτά που είπε. Αυτά είναι που ενόχλησαν. «Πότε θα σταματήσετε να λέτε ψέματα για τα push backs και για όσα συμβαίνουν με τους πρόσφυγες στην Ελλάδα» ρώτησε με τον Κ. Μητσοτάκης, εμφανώς στριμωγμένο, να απαντά: «Γνωρίζω ότι στην χώρα σας μπορείτε να κάνετε ευθέως ερωτήσεις. Δεν σας επιτρέπω να με προσβάλλετε σε αυτό το κτίριο».
Μας υποδέχτηκε σπίτι της με μια μεγάλη αγκαλιά κι ένα ζεστό χαμόγελο. Σα να είχε ήδη σπάσει η αμηχανία, μας έδειξε όλους τους χώρους του σπιτιού, ενθουσιασμένη με τα διάφορα παλιά αντικείμενα που είχε βρει στους δρόμους του κέντρου και τα είχε αναδιαμορφώσει. Ανάμεσα σε ξύλινα τραπεζάκια, πολύχρωμες καρέκλες και ορθάνοιχτα παράθυρα να μπαίνει ο ήλιος, μας κέρασε κουλουράκια και η πρώτη της έγνοια ήταν να ρωτήσει ειλικρινά τι κάνουμε. Άνθρωπος που γελάει αληθινά και νοιάζεται για τον διπλανό της. Αυτό το διακρίνεις αμέσως. Σ’ εκείνη την πρώτη συζήτηση σπίτι της, καταλήξαμε πνιγμένες στα δάκρυα, αγκαλιασμένες. Ξέρετε, οι ανθρώπινες συζητήσεις είναι πάντα υπεράνω όλων των υπολοίπων.
Στη δεύτερη συνάντηση στο σπίτι της, ξεκινήσαμε τη συνέντευξη. Μια συνέντευξη χωρίς στημένες ερωτήσεις. Μια συνέντευξη με ευθείες ερωτήσεις, που σε αντίθεση με τον πρωθυπουργό μας, δε φοβάται να απαντήσει. Και δεν είχε και λόγο.
«Δεν είχα ιδέα για το κυνήγι και το κάψιμο μαγισσών που θα ακολουθούσε. Είναι σαν να προσπαθούν σε μοντέρνα εποχή να κάψουν μία γυναίκα. Σε ηλεκτρονικές πλατφόρμες, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και βέβαια στον φιλοκυβερνητικό Τύπο. Κι ενώ δεν τα είχα παρακολουθήσει όλα αυτά, γιατί δεν είχα χρόνο και με έπαιρναν όλοι τηλέφωνο, την Τετάρτη το βράδυ μετά τη συνέντευξη Τύπου την Τρίτη το βράδυ έφυγα από το σπίτι αρκετά αργά, πριν κλείσουν τα μίνι μάρκετ, να αγοράσω κάτι και κάποιος με αναγνώρισε και μου πέταξε μία πέτρα» αναφέρει χαρακτηριστικά, περιγράφοντας όσα ακολούθησαν μετά από εκείνο το βράδυ στο Μαξίμου. «Μου φώναξε ένας Έλληνας, με είπε πουτάνα της Τουρκίας τουρκόφιλη και μου πέταξε πέτρα. Τώρα κάνουν οι δικηγόροι μου αυτό που πρέπει να κάνουν» περιγράφει, μετά τη μήνυση που κατέθεσε.
«Τώρα πλέον δεν μπορώ να βάλω το κόκκινο καπέλο αν δεν με είμαι με φίλους ή αν δεν με συνοδεύει κάποιος. Γιατί αυτό το κόκκινο καπέλο έχει γίνει σύμβολο του στοπ στα ψέματα. Έχει ξεπεράσει το πρόσωπό μου»
Δε δίστασε μάλιστα να μιλήσει και για την ανθρωποφαγία που ακολούθησε σε βάρος της από συναδέλφους. Βλέπετε, η συναδελφική αλληλεγγύη λείπει από τα λεξικά ορισμένων. «Σοκαρίστηκα που Έλληνες δημοσιογράφοι έπεσαν να με φάνε. Στην Ολλανδία γίνονται τα ίδια, αλλά εδώ είναι 100 φορές χειρότερα. Άρχισα να διαβάζω τι γράφεται το Σάββατο και την Κυριακή και αμέσως είχα κρίσεις πανικού» σημειώνει σχετικά.
«Δεν είμαι φιλελληνίδα, ούτε ανθελληνίδα. Είμαι φίλη της αλήθειας»
Η ίδια βρέθηκε πριν λίγα χρόνια στη χώρα για χάρη μιας σειράς που έκανε για την ελληνική κρίση και το πώς για να σώσουν τις γερμανικές, γαλλικές και ολλανδικές τράπεζες, θυσίασαν την Ελλάδα. «Ήμουν η μόνη δημοσιογράφος στην Ολλανδία που το έκανε αυτό. Τότε με λέγανε φιλέλληνίδα, όπως τώρα με λένε ανθελληνίδα. Δεν είμαι φίλη της Ελλάδας, είμαι φίλη της αλήθειας. Όπως τότε έλεγαν ότι θυσίασαν και κατέστρεψαν την Ελλάδα, έτσι θα ‘πρεπε τώρα να πω ότι γίνονται παράνομες επαναπροωθήσεις στην Ελλάδα και η Ευρώπη πρέπει να πάρει μέτρα» υπογραμμίζει.
Κι αν όλοι εστίασαν στην ίδια, η ίδια επιμένει να εστιάζει στην ουσία της ερώτησής της. «Έχουν γίνει ερωτήσεις στην ολλανδική Βουλή , γι’ αυτό που έγινε σε εμένα και σε άλλους δημοσιογράφους. Στα νησιά, πολλά συνεργεία τα έχουν σταματήσει οι ντόπιοι αστυνομικοί, τους κάνανε ερωτήσεις για ώρες, τους πήρανε το υλικό, φρικτά πράγματα. Τώρα στη Λέσβο έχει αρχίσει η δίκη εναντίον 23 ανθρώπων από ΜΚΟ που το 2016 σώσανε πρόσφυγες για να μην πνιγούν και κατηγορούνται για κατασκοπεία και trafficking. Είναι μία προσπάθεια να ποινικοποιήσουν τα ΜΜΕ και τους ανθρώπους που ασχολούνται με το προσφυγικό. Έχει δημιουργηθεί ένα κλίμα και σε αυτό το κλίμα μερικοί θα νιώθουν την υποστήριξη να κάνουν τα πιο εξωφρενικά πράγματα. Η κυβέρνηση δεν νιώθει την ανάγκη να φρενάρει αυτά τα πράγματα» αναφέρει.
Όπως αναφέρει, «η ολλανδική πρεσβεία, το Υπουργείο Εξωτερικών και το συνδικάτο μου είναι πολύ δίπλα μου και είχαν επικοινωνία μεταξύ τους για την υπόθεσή μου. Με συμβούλευσαν να φύγω από την Ελλάδα, τουλάχιστον μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα». Βέβαια, όλα τα νομίσματα έχουν δύο όψεις. «Μιλάμε για το κακό, αλλά υπάρχει και πολύ καλό. Πολλοί Έλληνες με υποστηρίζουνε, όταν περπατάω μαζί με φίλους, υπάρχουν άνδρες, γυναίκες φοιτητές που με αναγνωρίζουν, με αγκαλιάζουν, μου λένε μη φύγεις έσωσες τη δημοσιογραφία στην Ελλάδα, ότι την ερώτηση που έκανα θα έπρεπε να την κάνει Έλληνας δημοσιογράφος. Και πέρα από τη συζήτηση για τις επαναπροωθήσεις, η ερώτησή μου έβαλε και το ζήτημα της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα» σημειώνει και με χαμόγελο σχολιάζει πόσο τιμητικό ήταν για την ίδια που την κάλεσαν φοιτητές στο Πολυτεχνείο να μιλήσει για τη δημοσιογραφία. «Κι από την Ολλανδία παίρνω πολλά τηλέφωνα που με καλούν να κάνω διαλέξεις σε φοιτητές δημοσιογραφίας. Ευτυχώς γιατί εμείς οι γέροι πρέπει να παραδώσουμε τη σωστή δημοσιογραφία στην επόμενη γενιά» προσθέτει.
«Η απάντηση του Ολλανδού πρωθυπουργού ήταν σκάνδαλο»
Από εκείνο το βράδυ παρατηρήσαμε πως σχεδόν κανείς δεν εστίασε σ’ ένα ακόμα σημαντικό σημείο. Παρών κατά τη στιγμή της ερώτησης στο Μαξίμου ήταν και ο Ολλανδός πρωθυπουργός. «Αφού ο Μητσοτάκης τα έχασε, η απάντηση του Ολλανδού πρωθυπουργού ήταν σκάνδαλο. Η ερώτηση δεν ήταν μόνο στον Έλληνα πρωθυπουργό, ήταν και στους δύο. Και ξαναλέω: Ο πρωθυπουργός μας στην Ολλανδία είναι πρωταθλητής στα ψέματα. Έπεσα η κυβέρνησή του λόγω ψεμάτων. Το Σύνταγμά μας λέει ότι καθώς είναι υπηρεσιακός, δεν μπορεί να κάνει ταξιδάκια. Και μόνο το ότι βρισκόταν εκεί ήταν σκάνδαλο. Αυτό που απάντησε είναι ότι έχει εμπιστοσύνη στην ελληνική κυβέρνηση ότι τηρεί το Διεθνές Δίκαιο και ότι στηρίζει την Ελλάδα στα ψέματα που λέει» σχολιάζει η Ίνγκεμποργκ.
«Η ερώτηση προς τον Ολλανδό ήταν γιατί δεν τήρησε τη συμφωνία, να πάρει 8.812 πρόσφυγες από την Ελλάδα και για ποιον λόγο εμπόδισε να πάρουν 200 ολλανδικοί δήμοι τουλάχιστον 500 πρόσφυγες από την Ελλάδα. Γιατί υπάρχουν πολλές ολλανδικές πόλεις που θέλουν να πάρουν πρόσφυγες από την Ελλάδα, που θεωρεί ότι δεν είναι δίκαιο η Ελλάδα να το αντιμετωπίζει μόνη της και η κυβέρνηση Ρούτε μπλοκάρει. Είναι ειρωνικό και κυνικό να πιάνει φιλίες ο Μητσοτάκης με έναν πρωθυπουργό που θέλει να κάνει την Ελλάδα αποθήκη ψυχών» τονίζει, στη συνέχεια.
Τα δύο νησιά που την έχουν στιγματίσει
«Ως Υδραίος και ως Δήμαρχος αυτού του τόπου που φημίζεται για τη φιλοξενία του και γι’ αυτό πολίτες όλου του κόσμου, μεταξύ των οποίων και η εν λόγω Κυρία, τον επιλέγουν όχι μόνο για διακοπές, αλλά και για τόπο διαμονής, νιώθω απίστευτα προσβεβλημένος από τα ασύστολα ψεύδη που ξεστόμισε χθες η Κυρία αυτή και για το λόγο αυτό θα προσφύγω άμεσα στη Δικαιοσύνη!» ανέφερε ο δήμαρχος Ύδρας, Γιώργος Κουκουδάκης, σχετικά με την ολόσωστη ερώτηση που έθεσε η Ολλανδή δημοσιογράφος, αμέσως μετά το επεισοδιακό βράδυ.
«Μετά τη μήνυση του δημάρχου, φίλοι από την Ύδρα με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν μην έρθεις ώρα, θέλουν να σου πετάξουν ντομάτες, να σε πετάξουν στη θάλασσα. Δεν μπορώ να γυρίσω σπίτι μου, να δω τον σύντροφό μου, τα σκυλάκια μου.
Έκανα ένα λάθος για το σχόλιο μου για την Ύδρα και είπα ότι σε προηγούμενες εκλογές, που δεν θυμόμουν καλά, η μισή Ύδρα είχε ψηφίσει Χρυσή Αυγή, όταν το κατάλαβα, ζήτησα αμέσως συγγνώμη. Βέβαια ο και ο Μητσοτάκης είπε ψέματα, όταν μου είπε ότι δεν πήγα ποτέ στη Σάμο, αλλά δεν είδα να ζητάει κάποια συγγνώμη. Όλοι μας μπορούμε να κάνουμε λάθη, αυτό που μετράει είναι η αλήθεια. Όταν κάνεις ένα λάθος, είτε είσαι πολιτικός, είτε δημοσιογράφος, αυτό που μπορείς να κάνεις είναι να το διορθώνεις και να ζητάς συγγνώμη» σχολιάζει σχετικά.
Η Ύδρα αποτελεί ένα ξεχωριστό κομμάτι στην καρδιά της. Φαίνεται από το χαμόγελο που συνοδεύει όσα λέει για το νησί. Το ίδιο χαμόγελο που σβήνει όταν η συζήτηση πηγαίνει στο νησί της Σάμου και το camp Ζερβού. Ένα camp που ο πρωθυπουργός επιμένει να περιγράφει κάπως σαν …παιδική χαρά. «Εμείς κάναμε το τουρ όταν το καινούριο camp Ζερβού ήταν άδειο μαζί με μία ευρωβουλεύτρια, η οποία τότε έκανε έρευνα για τη Frontex και τις επαναπροωθήσεις, για λογαριασμό της Ευρωβουλής. Δεν χρειαζόταν να έχει ανθρώπους μέσα για να το φανταστείς και να σε πιάσουν τα κλάματα. Ένα camp απάνθρωπο, που από σήμερα είναι κλειστό. Και παίρνω συνέχεια μηνύματα από πρόσφυγες και αλληλέγγυους στη Σάμο για το πόση φρίκη είναι αυτή η κατάσταση. Οι άνθρωποι που δεν έχουν χαρτιά δεν μπορούν να βγουν. Είναι σουρεαλιστική η ιστορία των καμπ, γιατί η Επίτροπος Μετανάστευσης Ίλβα Γιοχάνσον έλεγε στην Ευρώπη ότι τα camps θα είναι ανοιχτά. Ο Μηταράκης έλεγε ότι θα είναι κλειστά» περιγράφει η δημοσιογράφος και καταλήγει σχετικά: «Η Κομισιόν δεν κάνει τη δουλειάς της. Ξαναλέω, αυτό που γίνεται στην Ελλάδα φταίει η Ε.Ε. Και οι δύο είναι ένοχοι».
Η αλληλεγγύη δεν κοιτάζει χρώμα και έθνος
«Να βάζεις έναν τραυματισμένο ψυχολογικά πρόσφυγα με φιλοξενία στο σπίτι σου και να τον συνοδεύεις με δικηγόρο, τον οποίον πληρώνεις, για να πάρει άσυλο και να ξεπεράσει τα ψυχολογικά σου προβλήματα, είναι καθήκον. Δεν το κάνεις για να σου είναι χρήσιμος, είσαι φίλη του, μαμά του, νοσοκόμα του» αναφέρει η δημοσιογράφος, μιλώντας για τον Feraidoon. «Τον έσωσα από το camp στη Μαλακάσα, τον Ιανουάριο του 2019, όταν τον είχαν χτυπήσει και βασανίσει τον σκύλο του. Τότε ήταν 21 χρονών, τώρα είναι 24. Και τώρα έχουμε και το άλλο, γιατί η οικογένειά του είναι στην Καμπούλ. Η μητέρα του έχει δουλέψει για ευρωπαϊκό πρόγραμμα και τώρα κρύβεται, οι Ταλιμπάν την ψάχνουν. Οι Ταλιμπάν έχουν δολοφονήσει τον μπαμπά του και ψάχνουν τον ίδιο, γι’ αυτό έφυγε το 2015 από την Καμπούλ, γιατί δούλευε στο τμήμα securityτης αμερικανικής πρεσβείας».
«Δεν υποστηρίζω μόνο αυτόν, υποστηρίζω και την οικογένειά του, στέλνω λεφτά με έναν περιέργο τρόπο στην Καμπούλ. Σε λίγο δεν θα έχω εγώ να φάω. Και βοηθάω και ένα Υδριώτη άστεγο, τον έχω στο σπίτι μου. Και μία Ελληνίδα. Δεν κοιτάω το χρώμα, δεν κοιτάω τα έθνη» καταλήγει.
Δε γνωρίζει πόσο θα λείπει, αλλά με σιγουριά λέει πως θα ξαναγυρίσει. «Εδώ είναι οι φίλοι μου, η οικογένειά μου».