«Η Δύση έχει αποδειχθεί ότι έχει μια κοντόφθαλμη στάση. Στην Αφρική εμβολιασμένο είναι μόλις το 7% του πληθυσμού και αυτό δίνει ευκαιρίες ανάδυσης νέων στελεχών. Το πρόβλημα εκεί είναι η μη διαθεσιμότητα των εμβολίων. Επομένως η παραγωγή, η διανομή και η πατέντα πρέπει να συζητηθεί εκ νέου. Δεν έχει νόημα για εμάς να εμβολιάζεται ο ανεπτυγμένος κόσμος και μετά να έρχεται ένα νέο στέλεχος. Για να μη μιλήσω για τις ανθρωπιστικές αξίες που έχουν καταπατηθεί. Δε νοείται αυτό το πράγμα. Και μετά ζητάμε στάση ευθύνης από τους πολίτες της χώρας μας. Υπάρχει μια αντίφαση εδώ», σημείωσε.

Προσέθεσε ότι «αν πηγαίνουμε με τη λογική ότι είναι η πανδημία των ανεμβολίαστων, κλείνουμε τα μάτια σε μια πραγματικότητα, δηλαδή το ποιοι μετέχουν στη διασπορά του ιού».

Τόνισε μάλιστα ότι «πρέπει να ετοιμαστούμε και για πρόσθετα μέτρα. Πρέπει να γίνει σχεδιασμός για αυτά, ανεξάρτητα από πότε θα ληφθούν. Πρέπει να υπάρχει περιορισμός στην κίνηση και στην πληρότητα. Ακόμα τα γήπεδα λειτουργούν με 100% πληρότητα και ξεφεύγουν και των ελέγχων. Το εμβόλιο δεν αποτρέπει τη νόσο. Αποτρέπει τη βαριά νόσηση. Δεν μπορούμε να λέμε ότι τα μέτρα αφορούν μόνο τους ανεμβολίαστους. Πρέπει να αφορούν και τους μεν και τους δε. Αν πηγαίνουμε με τη λογική ότι είναι η πανδημία των ανεμβολίαστων, κλείνουμε τα μάτια σε μια πραγματικότητα, δηλαδή το ποιοι μετέχουν στη διασπορά του ιού. Εξού και η σύσταση ότι και οι εμβολιασμένοι πρέπει να φορούν μάσκα και να μη συγχρωτίζοντα».

Προσέθεσε μάλιστα πως πρέπει πάση θυσία να μειωθούν οι ευκαιρίες συγχρωτισμού και να γίνονται οι έλεγχοι που χρειάζονται παντού και πάντα. Για τη μετάλλαξη Όμικρον, σημείωσε ότι υπάρχουν έμμεσες ενδείξεις ότι ενδέχεται το στέλεχος αυτό να είναι πιο μεταδοτικό και ίσως να ξεφεύγει μερικώς από το εμβόλιο. «Το εμβόλιο που έχουμε κάνει παρέχει έναν βαθμό προστασίας και αυτό είναι σημαντικό. Άρα, και με την Όμικρον μπροστά μας γίνεται πιο επιτακτικό να εμβολιαστούμε. Από την άλλη, υπάρχει ένα ευνοϊκό σενάριο, να είναι πιο ήπια η νόσος», συμπλήρωσε. Ωστόσο διευκρίνισε ότι μπορεί η νόσος να έχει άλλη συμπεριφορά στις χώρες της Νότιας Αφρικής, καθώς εκεί ένα μικρό μέρος του πληθυσμού είναι πάνω από 65 ετών. Συγκεκριμένα το ποσοστό κυμαίνεται 5% στη Νότια Αφρική και 4% στη Μποτσουάνα, ενώ στην Ελλάδα ανέρχεται στο 22%.