Κείμενο από τους Νίκο Αντωνάκο, Στέφανο Λιακάκο, Μόνικα Ναμία και Βασίλη Νικητάκη
Το κεφάλαιο αυτό αποσκοπεί στο να καταδείξει τον ρόλο του σημαντικότερου θρησκευτικού θεσμού του Ελληνικού κράτους, της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, στη διάδοση και κανονικοποίηση του ακροδεξιού λόγου στην ελληνική κοινωνία. Το παρόν έργο διαφοροποιείται από ανάλογες προσπάθειες του παρελθόντος καθώς εστιάζει στον ανεπίσημο λόγο των υποκειμένων που απαρτίζουν το θεσμό αυτό αντί στον θεσμό αυτόν καθαυτό. Η σχέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος με την άκρα δεξιά προκύπτει καταρχάς από την ιδιαίτερη σχέση της με το ελληνικό κράτος και κατ’ επέκταση με τον ελληνικό εθνικισμό καθώς αποτελεί ένα θεσμό με μακρά παράδοση στην αναπαραγωγή συντηρητικών και κατά καιρούς ακόμα και ακροδεξιών θέσεων. Θεωρώντας τον εαυτό της ως θεματοφύλακα της ελληνικής εθνικής ταυτότητας η εκκλησία προβάλλει το πρότυπο του ελληνοχριστιανισμού εν είδη απάντησης στον υποτιθέμενο κίνδυνο που προκύπτει για την ελληνική εθνική ταυτότητα από τον κομμουνισμό, την Αριστερά και τις διαδικασίες παγκοσμιοποίησης.
Για τις ανάγκες της παρούσας έρευνας προχωρήσαμε σε ημιδομημένες συνεντεύξεις με ιερωμένους της Εκκλησίας της Ελλάδος αλλά και με πιστούς που έχουν στενή σχέση με αυτή. Ακόμη διεξαγάγαμε συμπληρωματικές συνεντεύξεις με μέλη της μουσουλμανικής αλλά και της εβραϊκής κοινότητας έτσι ώστε να εξερευνήσουμε τη σχέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος με τις δυο αυτές θρησκευτικές κοινότητες. Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά την επικοινωνία μας με εννέα μητροπόλεις κανένας ιερωμένος των ανώτερων βαθμίδων της εκκλησιαστικής ιεραρχίας δε δέχτηκε να μας παραχωρήσει συνέντευξη περιορίζοντας έτσι το δείγμα μας αποκλειστικά στον κατώτερο κλήρο.
Μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από το Σουλτάνο Μωάμεθ Β΄ η αποτελεσματική διαχείριση των πολυάριθμων μη μουσουλμανικών πληθυσμών αρχίζει να αποτελεί ζήτημα μείζονος σημασίας για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με σκοπό να καταστεί αποτελεσματικότερη διοίκηση των μη μουσουλμανικών πληθυσμών δημιουργούνται τα Μιλέτ, δηλαδή εθνοθρησκευτικές κοινότητες που υπάγονταν σε ένα θρησκευτικό ηγέτη, στην περίπτωση των ορθόδοξων της αυτοκρατορίας τον Πατριάρχη. Κύρια αρμοδιότητα του Πατριαρχείου αποτελούσε η συλλογή και παράδοση φόρων και ο αποτελεσματικός έλεγχος του ποιμνίου ώστε να ακολουθεί τις επιταγές του σουλτάνου χωρίς να εξεγείρεται. Μετά την επιτυχία της Ελληνικής Επανάστασης το νεοσύστατο ελληνικό κράτος επιχειρεί να ελέγξει τη θρησκευτική ζωή των πολιτών του μέσα από τη δημιουργία μιας εθνικής πλέον Εκκλησίας καθώς το Πατριαρχείο όντας υπερεθνικός αυτοκρατορικός θεσμός δε μπορούσε πλέον να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της χώρας.
Η Εκκλησία της Ελλάδος, από την επίσημη ίδρυση της το 1833, τελεί τον ρόλο θεματοφύλακα της Ορθόδοξης πίστης, συστατικό στοιχείο της ελληνικής εθνικής ταυτότητας και συνδετικό κρίκο των μελών του ελληνικού έθνους ήδη από την εναρκτήρια πράξη αυτού, την Επανάσταση του 1821. Ούσα υπό τον άμεσο έλεγχο του κράτους κατά το προτεσταντικό πρότυπο, η Εκκλησία της Ελλάδος είχε ως αποστολή την διατήρηση και διάδοση της εθνικής ιδεολογίας στην Ελλάδα σύμφωνα πάντα με τις κρατικές επιταγές, αναγορευμένη κατά αυτό τον τρόπο σε κρατικό θεσμό ιδιάζουσας βαρύτητας και σημασίας, και με σχέση αλληλουχίας και αλληλοτροφοδότησης με τον εθνικισμό και τον συντηρητισμό. Ο συμβιβασμός του 1850 με το Οικουμενικό Πατριαρχείο όπου αναγνωρίστηκε το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος εξυπηρετούσε το ελληνικό κράτος καθώς σκόπευε να εκμεταλλευθεί τα ισχυρά οικονομικά και διπλωματικά δίκτυα του Πατριαρχείου στην περιοχή της Μακεδονίας ως αντίβαρο στον αναδυόμενο βουλγαρικό εθνικισμό.
Μετά το πέρας των Βαλκανικών Πολέμων και το διαμοιρασμό της Μακεδονίας επακολούθησε ο Εθνικός Διχασμός, όπως ήταν αναμενόμενο, διχάστηκε και η Εκκλησία, μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών με τον αρχιεπισκοπικό αξίωμα να απονέμεται με βάση τις πολιτικές σκοπιμότητες της εκάστοτε παράταξης. Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου λόγω της ανάδυσης των σοσιαλιστικών ιδεολογιών και του κοινωνικού κινήματος, διάφορες χριστιανικές οργανώσεις με σημαντικότερη την αδελφότητα θεολόγων “Ζωή” έδρασαν ως φορείς της εθνικής ιδεολογίας προωθώντας την αντικομμουνιστική και κοινωνικά συντηρητική κοσμοθεωρία τους.
Η αντικομμουνιστική και κοινωνικά συντηρητική δράση της εκκλησίας συνεχίστηκε και κατά τον εμφύλιο καθώς και μετά το πέρας αυτού μέχρι το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Με την άνοδο των συνταγματαρχών στην εξουσία ήρθε στο προσκήνιο η ιδεολογία του “ελληνοχριστιανισμού” η οποία αποτελούσε με μικρές παραλλαγές συνέχεια της μεταξικού σχήματος των τριών ελληνικών πολιτισμών. Η Εκκλησία της Ελλάδος στήριξε τη δικτατορία καθ’ όλη τη διάρκεια της αποτελώντας ένα σημαντικότατο εργαλείο στην ιδεολογική φαρέτρα της κατά της Αριστεράς. Με την επάνοδο της δημοκρατίας και την επακόλουθη ενταξιακή πορεία της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ η ευρωπαϊκή προοπτική εξελίσσεται πλέον στο αντίπαλο δέος της ελληνοχριστιανικής ιδεολογίας. Αξίζει να σημειωθεί πως η Εκκλησία της Ελλάδος αποτελεί τον μόνο θεσμό ο οποίος δεν εκδημοκρατίστηκε με τον ερχομό της μεταπολίτευσης, ενώ οι όποιες ενέργειες έγινε προς αυτή την κατεύθυνση δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Από την δεκαετία του 1990 και μετά η εκκλησία, με αφορμή το αναδυόμενο Μακεδονικό ζήτημα, έρχεται στο προσκήνιο ως υπερασπιστής της “ελληνικής εθνικής ταυτότητας” και “εδαφικής ακεραιότητας” της χώρας, δίνοντας στο παρόν στα μεγάλα συλλαλητήρια του 1992. Ανάλογο ρόλο θα επιτελέσουν επιφανείς ιεράρχες ως προς την συμφωνία των Πρεσπών το 2018. Βέβαια, η Εκκλησία της Ελλάδος και οι εκπρόσωποί της στην πλειοψηφία των περιπτώσεων θα κρατήσουν, ως προς τον θεσμικό εθνικισμό και την πιο ριζοσπαστική έκφραση του, την άκρα δεξιά, αποστασιοποιημένη στάση, συχνά σιωπηρή συγκατάθεση, πάντως σε καμία περίπτωση απερίφραστη καταδίκη. Αυτό το συμπέρασμα συνάγεται τόσο από τις αποφάσεις της εκκλησιαστικής ηγεσίας, όσο και από τις συνεντεύξεις ιερωμένων που ελήφθησαν από τους συγγραφείς.
Ένα άλλο φαινόμενο που παρατηρήθηκε, με εμβληματική μορφή τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χριστόδουλο, ο οποίος επί δικτατορίας των Συνταγματαρχών κατέχει την θέση του αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου, και μεταπολιτευτικά υπήρξε συνεργάτης των ακροδεξιών εφημερίδων Ελεύθερος Κόσμος και Στόχος, ήταν η προσπάθεια χειραφέτησης της εκκλησίας από το κράτος και δυναμική παρέμβαση στις κρατικές υποθέσεις και τις πολιτικές αποφάσεις, με αποτέλεσμα την σύγκρουση Εκκλησίας και Κράτους το 2001 για το ζήτημα της μη αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες των Ελλήνων πολιτών. Μέσω του Χριστόδουλου εκφράστηκε μια ακροδεξιά συσνιστώσα [συνιστώσα] της εκκλησίας έντονα αντιευρωπαϊκή και αντιεκσυγχρονιστική, που κατηγόρησε την κυβέρνηση Κώστα Σημίτη και την Ε.Ε. ως επιβουλεύτριες της ελληνικής εθνικής ταυτότητας και της συνδεδεμένης με αυτήν ανατολικής ορθοδοξίας. Η εκλογή του Ιερώνυμου στο αρχιεπισκοπικό αξίωμα εξομάλυνε τις σχέσεις κράτους – εκκλησίας μετά την ταραχώδη περίοδο της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα.
Κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της η Ελλάδα αποτελούσε χώρα προέλευσης μεταναστών όμως με την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων η συνθήκη αυτή διαφοροποιήθηκε καθώς η χώρα άρχισε να δέχεται μεγάλο αριθμό μεταναστών, κυρίως από τη γειτονική Αλβανία. Η μεγαλύτερη πρόκληση θα ξεκινούσε όμως το 2015 όπου ως επακόλουθο του Συριακού Εμφυλίου και άλλων συρράξεων καταφθάνουν στην Ελλάδα 856.723 άτομα με τη συντριπτική πλειοψηφία τους να κατευθύνεται προς την υπόλοιπη Ευρώπη. Η Εκκλησία υπήρξε αρωγός του Ελληνικού κράτους στην αντιμετώπιση της πρωτοφανούς ανθρωπιστικής κρίσης προσφέροντας υλική, νομική και ψυχοκοινωνική στήριξη. Όμως παρά τη στάση της αυτή δεν έλειψαν οι ακραίες φωνές προερχόμενες από υπερσυντηρητική μερίδα της ιεραρχίας αλλά και του ποιμνίου.
Έπειτα από την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους το 2001 αναβιώνει στην πολιτική συζήτηση των χωρών της Δύσης το ψυχροπολεμικό επιχείρημα πως τα ζητήματα εθνικής ασφαλείας θα έπρεπε να αφορούν και μη στρατιωτικές απειλές με τη μετανάστευση να γίνεται αντιληπτή ως μια τέτοια απειλή. Τα σενάρια για πιθανή τρομοκρατική επίθεση εντός Ελλάδας ως μέρος ευρύτερου σχεδίου με σκοπό να πληγεί η Ελλάδα και η Ορθοδοξία υπήρξαν θέμα έντονης συζήτησης στο χώρο της Άκρας Δεξιάς. Παρόμοιες ανησυχίες φαίνεται ότι συμμεριζόταν και ορισμένα μέλη της Ιεράς Συνόδου όπως και ορθόδοξες ιστοσελίδες ενημερωτικού περιεχομένου οι οποίες όμως δεν ανήκουν στην Εκκλησία της Ελλάδος συνεπώς δεν εκφράζουν επίσημες θέσεις της. Παρόλα αυτά η μεγαλύτερη ανησυχία για την εθνική ασφάλεια σχετιζόμενη με το μεταναστευτικό δε φαίνεται να είναι η τρομοκρατία αλλά η πεποίθηση ότι οι άνθρωποι αυτοί, ηθελημένα ή μη, συμμετέχουν σε οργανωμένο σχέδιο πληθυσμιακής αλλοίωσης της χώρας. Ήδη από το 2000 ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος μιλούσε για τον κίνδυνο “…να μετατραπούμε, ύστερα από λίγο, σε μετανάστες μέσα στην ίδια μας τη χώρα”. Αν και οι προβλέψεις αυτές ποτέ δεν επιβεβαιώθηκαν τα γεγονότα του Μαρτίου το 2020 στα σύνορα Ελλάδας – Τουρκίας τράβηξαν την προσοχή των Μ.Μ.Ε που χαρακτήρισαν την προσπάθεια εισόδου μερίδας προσφύγων στην Ελλάδα ως “εισβολή” και “ασύμμετρης απειλή” για την χώρα. Παρόλο που η Εκκλησία της Ελλάδος δεν υιοθέτησε ποτέ επίσημα παρόμοιες θέσεις με αυτές των Μ.Μ.Ε ο ανεπίσημος λόγος μεγάλης μερίδας των ιερωμένων που μας παραχώρησαν συνέντευξη διαφοροποιήθηκε από τη στάση αυτή καθώς τα γεγονότα του 2020 χαρακτηρίστηκαν ευθέως ως απόπειρα ανορθόδοξου πολέμου.
Συζητώντας σχετικά το πως θα μπορούσαν να ενσωματωθούν οι πρόσφυγες και μετανάστες στην ελληνική κοινωνία ορισμένοι εκ των ιερωμένων που μας παραχώρησαν συνέντευξη απάντησαν ότι η ενσωμάτωση δεν είναι εφικτή καθώς θεωρούν πως οι πολιτισμικές διαφορές μεταξύ Ευρώπης και μουσουλμανικών κρατών είναι αγεφύρωτες. Οι μουσουλμάνοι παρουσιάζονται ως ένα ομοιογενές σύνολο με διακριτή πολιτισμική ταυτότητα η οποία χαρακτηρίζεται από μισαλλοδοξία, μισογυνισμό και εξ ορισμού καταπιεστική σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή ταυτότητα η οποία χαρακτηρίζεται από ανεκτικότητα, ανθρώπινα δικαιώματα και δημοκρατικές διαδικασίες. Ωστόσο αυτό το σχήμα δε μπορεί παρά να εντάσσεται σε μια οριενταλιστική λογική η οποία και στις δύο περιπτώσεις παρουσιάζει ως ενιαίο σύνολο μια πληθώρα εθνοτήτων αγνοώντας τις μεταξύ τους πολιτισμικές διαφορές. Σημαντικό επιχείρημα για την στήριξη της παραπάνω κοσμοαντίληψης υπήρξε το ζήτημα τις μαντήλας καθώς μερίδα των συνεντευξιαζόμενων την αντιμετώπιζαν εξ’ ορισμού ως μέσο καταπίεσης των μουσουλμάνων γυναικών από τους άνδρες. Οι ιερωμένοι λοιπόν λειτουργούν ως αυτόκλητοι σωτήρες των γυναικών χωρίς όμως να τις αντιμετωπίζουν ως αυτόβουλα όντα που μπορούν να κάνουν την επιλογή να φορέσουν μαντήλα.
Η Εκκλησία της Ελλάδος όντας ένας ισχυρότατος θεσμός δε θα μπορούσε να μην εκφέρει άποψη πάνω στα έμφυλα ζητήματα προσπαθώντας πλέον να συμβιβάσει της επιταγές της θρησκείας με την ανάδυση του μετακοσμικού φεμινισμού και την μεταβολή των κοινωνικών ρόλων των φύλων. Σύμφωνα με την εκκλησία η τεκνοποίηση και ο γάμος αποτελούν τον ύψιστο σκοπό της γυναίκας εντός της κοινωνίας καθώς έτσι επιτυγχάνεται η διαιώνιση της κοινότητας των πιστών αλλά και του έθνους. Συνεπώς γίνεται κατανοητή η εναντίωση μεγάλης μερίδας ιερωμένων ως προς την επέκταση του συμφώνου συμβίωσης και για ομόφυλα ζευγάρια η οποία πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2015. Στα μάτια μεγάλου μέρους της Εκκλησίας της Ελλάδας το σύμφωνο συμβίωσης νομιμοποιεί ένα δεσμό που η ίδια θεωρεί αφύσικο παραπλανώντας τη κοινωνία στο να το αποδεχθεί. Τόσο έντονες υπήρξαν οι αντιδράσεις που ορισμένοι ιερωμένοι δήλωσαν πως όποιος υπερψήφιζε το νομοσχέδιο δε θα ξαναγινόταν δεκτός στην εκκλησία. Παρόλα αυτά κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων για τις ανάγκες της έρευνας μας παρατηρήσαμε μια διαφοροποίηση του κατώτερου κλήρου καθώς οι συνεντευξιαζόμενοι παρουσιάστηκαν πιο ανεκτικοί και διαλλακτικοί όσον αφορά το ζήτημα των ομόφυλων σχέσεων αν και παρουσιάστηκαν αρνητικοί στην πιθανότητα τεκνοθεσίας από τα ζευγάρια αυτά. Ακόμη ένα φλέγον ζήτημα για την Εκκλησία της Ελλάδος αποτελεί αυτό της φυλομετάβασης καθώς θεωρεί πως απειλεί ευθέως όχι μονάχα την ίδια τη φύση του ανθρώπου, η οποία έχει δοθεί από το Θεό, αλλά και τον θεσμό της οικογένειας, οι αντιρρήσεις δεν περιορίζονται μονάχα στον χώρο τη εκκλησίας αλλά και στη Δεξιά και Άκρα Δεξιά. Η εκκλησία λοιπόν εμφανίζεται σε μεγάλο βαθμό προσκολλημένη σε μια παραδοσιοκρατική κοσμοαντίληψη παρουσιάζοντας, στη καλύτερη περίπτωση, εμφανή αμηχανία ως προς τις διεκδικήσεις του φεμινιστικού και ΛΟΑΤΚΙ+ κινήματος.
Συνοψίζοντας η δημιουργία μιας εθνικής εκκλησίας στα μέσα του 19ου αιώνα οδήγησε στην ταύτιση της Εκκλησίας της Ελλάδος με την θρησκευτική αλλά και την εθνική οντότητα, τάση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα με την εκκλησία να διαδραματίζει το ρόλο του θεματοφύλακα της εθνικής ταυτότητας. Σημαντικό παράδειγμα των προαναφερθέντων αποτελεί η συμμετοχή της εκκλησίας στις διαμαρτυρίες για το Μακεδονικό Ζήτημα και η συνύπαρξη της σε αυτές με την Άκρα Δεξιά τόσο τη δεκαετία του 1990 όσο και ύστερα την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών. Ο ρατσιστικός και μισαλλόδοξος λόγος των μελών της δεν αρθρώνεται πάνω σε φυλετικά κριτήρια αλλά κυρίως εκφέρεται με όρους πολιτισμικής ανωτερότητας όπως γίνεται εμφανές από τον ανεπίσημο λόγο των ιερωμένων περί του Ισλάμ το οποίο παρουσιάζεται ως ασύμβατο με την ελληνική και ευρωπαϊκή ταυτότητα. Όσον αφορά το φύλο η Εκκλησία της Ελλάδος επιθυμεί να εμφανίζεται ως ολοένα και πιο προοδευτική έτσι ώστε να συντονιστεί με τις αλλαγές που συντελούνται στη κοινωνία αλλά και για να παρουσιαστεί ως πιο ανεκτική από το Ισλάμ που παρουσιάζεται ως πατριαρχικό και καταπιεστικό. Η υιοθέτηση πτυχών της ακροδεξιάς ιδεολογίας δε συνεπάγεται, βεβαίως, πως οι συνεντευξιαζόμενοι ανήκουν πολιτικά στο χώρο αυτό, μια μελλοντική έρευνα που θα περιλάμβανε και μέλη του ανώτερου κλήρου θα μπορούσε να δώσει μια πληρέστερη εικόνα σχετικά με τη σχέση της ακροδεξιάς ρητορικής και της Εκκλησίας της Ελλάδος.