Οι εταιρείες ήταν ιδιοκτησία ανθρώπων που σχετίζονταν με την πώληση υλικών πολλαπλής χρήσης στο Πακιστάν. Πιστεύεται ότι οι επιθέσεις ήταν μια προσπάθεια να αποφευχθεί η ανάπτυξη πυρηνικών όπλων από το Πακιστάν. Οι επιθέσεις προκάλεσαν σημαντικές ζημιές στα κτίρια. Επίσης, ακολούθησε ένα τηλεφώνημα σε άλλες εταιρείες, για τις οποίες υπήρχαν υποψίες ότι είχαν συμφωνίες με το Πακιστάν, υπό τις απειλές ότι θα είναι ο επόμενος στόχος, αν δεν σταματήσουν.
Εν τω μεταξύ, μια ομάδα με το όνομα «Οργανισμός για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων στη Νότια Ασία» ανέλαβε την ευθύνη για τις επιθέσεις. Ωστόσο, δεν υπήρχαν περαιτέρω ενδείξεις και δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά μετά τις επιθέσεις.
Πρόσφατα, έγγραφα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ήταν απόρρητα, γεγονός που δείχνει ότι οι ΗΠΑ δεν ήταν ευχαριστημένες με τις προσπάθειες του Πακιστάν να αναπτύξει τα δικά του πυρηνικά. Ωστόσο, η χώρα δεν ήθελε να κοψει επαφές με την κυβέρνηση του Ισλαμαμπάντ. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ προσπάθησε ακόμα να πείσει τις αρχές της Βόννης και της Βέρνης να εμποδίσουν τις εταιρείες από το να συνεχίσουν τη πώληση υλικών πολλαπλών χρήσεων στο Πακιστάν. Η προσπάθεια ήταν μάταιη και οι εμπλεκόμενοι δέχθηκαν περαιτέρω επίθεση.
Σύμφωνα με τα έγγραφα, το Ισραήλ θεώρησε τις προθέσεις του Πακιστάν ως υπαρξιακή απειλή και συνέχισε να λαμβάνει μέτρα για την πρόληψή τους. Ένας επιχειρηματίας, ο οποίος δέχθηκε απειλές κατά τη διάρκεια των επιθέσεων, ανέφερε στην Ελβετική αστυνομία ότι επικοινώνησε μαζί του η Ισραηλινή Μυστική Υπηρεσία. Επίσης, σύμφωνα με πληροφορίες, είπε στους ανακριτές ότι ένας άνδρας ονόματι κ. Ντεϊβιντ, ο οποίος εργαζόταν στην ισραηλινή πρεσβεία στη Γερμανία, τον είχε καλέσει πολλές φορές και τον είχε συναντήσει μία φορά αυτοπροσώπως για να προσπαθήσει να τον πείσει να αποσυρθεί από τις επιχειρήσεις με το Πακιστάν.