Αυτό αναφέρουν εκτιμήσεις Βρετανών επιστημόνων, οι οποίοι έκαναν προσομοιώσεις της δυνατότητας του ιού να επιβιώνει και να μολύνει, όταν εκπνέεται στον αέρα από έναν φορέα, σε συνδυασμό με τις περιβαλλοντικές συνθήκες, ιδίως την υγρασία.
Η χρήση μάσκας και η τήρηση αποστάσεων, καθώς και ο καλός αερισμός των χώρων, βοηθούν στην αποτροπή της αερογενούς λοίμωξης. «Ο μεγαλύτερος κίνδυνος της έκθεσης στον ιό είναι όταν κάποιος βρίσκεται κοντά σε κάποιον.
Όταν κανείς απομακρύνεται, όχι μόνο το αερόλυμα αραιώνεται, αλλά υπάρχει επίσης λιγότερο μολυσματικός ιός, καθώς αυτός χάνει τη μολυσματικότητα του μέσα σε μερικά λεπτά», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής καθηγητής Τζόναθαν Ριντ του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, σύμφωνα με τον Guardian.
Μέχρι τώρα μελέτες έχουν δείξει ότι ο κορονοϊός μπορεί να ανιχνευθεί σε σταγονίδια του αέρα ακόμη και μετά από τρεις ώρες. Όμως η νέα βρετανική έρευνα – που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί – κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πολύ γρήγορα αφότου τα σωματίδια που περιέχουν τον ιό, εκβάλλονται από τους πνεύμονες με την αναπνοή, αρχίζουν αφενός να χάνουν υγρασία και αφετέρου να αυξάνουν το pH τους, με αποτέλεσμα ο ιός να δυσκολεύεται ολοένα περισσότερο να μολύνει τα ανθρώπινα κύτταρα. Το πόσο γρήγορα τα λοιμογόνα σωματίδια θα «αφυδατωθούν» και άρα θα χάσουν μεγάλο μέτος της μολυσματικότητας τους, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το πόσο μεγάλη υγρασία υπάρχει στον αέρα του περιβάλλοντος: όσο μεγαλύτερη είναι αυτή, τόσο περισσότερο χρόνο ο κορωνοϊός θα μπορεί να μολύνει.
Όταν στα πειράματα που έγιναν, η υγρασία του αέρα είχε πέσει κάτω από 50%, ο ιός είχε χάσει περίπου τη μισή μολυσματικότητα του μέσα σε μόλις πέντε δευτερόλεπτα, με μια περαιτέρω βραδύτερη απώλεια ενός πρόσθετου 19% μέσα στα επόμενα πέντε λεπτά. Αν όμως η υγρασία βρισκόταν στο 90% (ανάλογη εκείνης π.χ. σε ένα μπάνιο), η μείωση της μολυσματικότητας του βρέθηκε να είναι πιο αργή, με τα μισά τουλάχιστον σωματίδια (52%) να παραμένουν μολυσματικά μετά από πέντε λεπτά και να πέφτουν στο 10% μετά από 20 λεπτά. Αρα μετά από ένα 20λεπτο ο ιός εκτιμήθηκε ότι χάνει περίπου το 90% της μολυσματικότητας του.
Ωστόσο, η θερμοκρασία του αέρα δεν έκανε καμία διαφορά στη μολυσματικότητα του ιού, σε αντίθεση με την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι η μετάδοση του ιού είναι χαμηλότερη σε υψηλές θερμοκρασίες.
«Σημαίνει ότι αν συναντήσω φίλους για μεσημεριανό γεύμα σε μια παμπ σήμερα, ο κύριος [κίνδυνος] είναι πιθανό να είναι να το μεταδώσω στους φίλους μου ή οι φίλοι μου να το μεταδώσουν σε εμένα, αντί να μεταδοθεί από κάποιον στο την άλλη πλευρά του δωματίου», είπε ο Ριντ. Αυτό υπογραμμίζει τη σημασία της χρήσης μάσκας σε καταστάσεις όπου οι άνθρωποι δεν μπορούν να κρατήσουν αποστάσεις, πρόσθεσε.
Τα ευρήματα υποστηρίζουν αυτό που παρατηρούν οι επιδημιολόγοι στο έδαφος, είπε ο Δρ Τζούλιαν Τανγκ, κλινικός ιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Λέστερ, προσθέτοντας ότι «οι μάσκες είναι πολύ αποτελεσματικές… καθώς και η κοινωνική απόσταση. Ο βελτιωμένος εξαερισμός θα βοηθήσει επίσης – ιδιαίτερα αν είναι κοντά στην πηγή».
Ο Δρ Στέφεν Γκρίφιν, αναπληρωτής καθηγητής ιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Leeds, τόνισε τη σημασία του αερισμού, λέγοντας: «Τα αερολύματα θα γεμίσουν γρήγορα τους εσωτερικούς χώρους ελλείψει κατάλληλου αερισμού, οπότε υποθέτοντας ότι το μολυσμένο άτομο παραμένει μέσα στο δωμάτιο, τα επίπεδα του ιού θα αναπληρωθούν».
Τα ίδια αποτελέσματα παρατηρήθηκαν και στις τρεις παραλλαγές Sars-CoV-2 που έχει εξετάσει η ομάδα μέχρι στιγμής, συμπεριλαμβανομένου της Άλφα. Ευελπιστούν να ξεκινήσουν πειράματα για την παραλλαγή Όμικρον τις επόμενες εβδομάδες.
Με πληροφορίες ΑΠΕ-ΜΠΕ & Guardian