Τα τελευταία χρόνια η ανθρωποφαγία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχει πάρει τραγικές διαστάσεις. Έχει γίνει κοινωνικό φαινόμενο το να εκδηλώνουμε πίσω από ένα πληκτρολόγιο το μίσος μας με ύβρεις, χυδαίες προσβολές, αποκαρδιωτικές κατάρες και συκοφαντίες για διάφορες απόψεις και ανθρώπους. Όπως μας εξηγεί η καλεσμένη μας, η ψυχολόγος Πηνελόπη Τζίρκα, τα τελευταία χρόνια αυτό το φαινόμενο έχει απασχολήσει και την επιστημονική κοινότητα, καθώς έχει εκπονηθεί πληθώρα ερευνών για την προσωπικότητα αυτών των ανθρώπων.
Ερωτηθείσα για το τι οδηγεί τους διαδικτυακούς θύτες να προχωρούν σε σκληρή ρητορική μίσους απέναντι σε πρόσωπα, η κ. Τζίρκα εξηγεί ότι «Όπως μας ενώνει η αγάπη, μας ενώνει και το μίσος». Όλα γίνονται για να καλλιεργηθεί η αίσθηση του συνανήκειν: «Αυτά τα άτομα εκδηλώνονται με αυτόν τον τρόπο και κερδίζουν την κοινωνική υποστήριξη άλλων ανθρώπων που έχουν ίδιες απόψεις. Είναι μια διαδικασία για να δείξουμε την δική μας φυσική υπεροχή. Ότι δηλαδή είμαστε καλύτεροι, ότι αυτό που υποστηρίζουμε εμείς είναι πιο σωστό και πιο «ηθικό». Προσπαθούν να βρουν υποστήριξη από άλλους, με το να υποστηρίζουν την γνώμη τους», αναφέρει, εξηγώντας ότι είναι σαν να υπάρχει μία ομάδα «άποψης», μία κλίκα, από την οποία μέσω του hate speech βρίσκουν αποδοχή.
Υπερβολική αυτεκτίμηση και μηδενική ενσυναίσθηση – «Συναισθηματική αναπηρία»
Αποδομώντας τον χαρακτήρα των θυτών, η κ. Τζίρκα αναφέρει: «Είναι αποδεδειγμένο ότι όσοι κάνουν πολλά σχόλια μίσους, εμφανίζουν κάποια χαρακτηριστικά ψυχοπάθειας. Έχουμε ιδιαίτερα διαστρευλωμένη την έννοια της ψυχοπάθειας στο μυαλό μας, με την έννοια ότι νομίζουμε πως η ψυχοπάθεια αφορά εγκληματίες, βία κ.α., πράγμα που δεν ισχύει. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν κάποια χαρακτηριστικά, όπως για παράδειγμα το ότι είναι υπερόπτες, το ότι δεν έχουν την αίσθηση του φόβου και της συνέπειας. Είναι άνθρωποι που μπορούν πράγματι να βγαίνουν με το όνομα τους, να έχουν θέσεις ευθύνης και δεν έχουν το αίσθημα του φόβου. Υπάρχει μία αίσθηση υπερβολικής αυτεκτίμησης και θεωρούν ότι δεν κάνουν κάτι λάθος, ότι εκείνοι έχουν το δίκιο».
Πρόκειται για χαρακτηριστικά μίας προσωπικότητας που δεν έχει τόσο μεγάλη επαφή με τα συναισθήματα των θυμάτων της. Για την ακρίβεια, δεν τους αφορούν τα συναισθήματα αλλά ούτε και η θέση των άλλων διότι δεν έχουν ενσυναίσθηση, ούτε ανασταλτικός παράγοντας. «Για να το πω απλά, έχουν συναισθηματική αναπηρία», τονίζει η κ. Τζίρκα.
«Ευθύνεται και ο βιολογικός παράγοντας αλλά και το περιβάλλον. Έχει αποδειχθεί ότι η βιολογία του κάθε ανθρώπου και συγκεκριμένα κάποια τμήματα του εγκεφάλου του, είναι συνδεδεμένη με το αν θα αναπτύξουν χαρακτηριστικά ψυχοπάθειας. Από εκεί και πέρα έχει να κάνει και με το περιβάλλον τους, το οποίο ενισχύει αυτήν την κατάσταση», εξηγεί η ψυχολόγος, προσθέτοντας ότι πολλές φορές πρόκειται για ένα κακοποιητικό περιβάλλον. Οι άνθρωποι βιώνουν αποξένωση από τα συναισθήματά τους ακριβώς επειδή μεγαλώνουν σε κακοποιητικό περιβάλλον και με αυτόν τον τρόπο προσπαθούν να απωθήσουν συναισθήματα και να αμυνθούν απέναντι σε καταστάσεις. Κατάληξη των παραπάνω, είναι ότι στο μέλλον, γίνονται οι ίδιοι θύτες. «Είναι πολύ δύσκολο να δεχτούν βοήθεια. Είναι ίσως οι πιο δύσκολοι άνθρωποι στο να δεχτούν βοήθεια. Δύσκολα κατανοούν. Πιστεύουν ότι οι υπόλοιποι είναι λάθος και εκείνοι οι σωστοί. Είναι πολύ χειριστικοί. Θα πρέπει να τους συμβεί ίσως ένα πολύ σοκαριστικό συμβάν για να συνειδητοποιήσουν ότι πρέπει να αλλάξουν», αναφέρει.
«Κανένα είδος προσοχής σε τέτοια άτομα – Αποζητούν και την αρνητική προσοχή»
Ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα ωστόσο, είναι το πώς τα θύματα της διαδικτυακής βίας θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα για να διαφυλάξουν την ψυχική υγεία τους. Η κ. Τζίρκα είναι ρητή και κατηγορηματική: «Κανένα είδος προσοχής σε τέτοια άτομα». Όπως εξηγεί, ένας άνθρωπος ανασφαλής, ο οποίος ταυτόχρονα δεν συναισθάνεται, αποζητά ακόμα και την αρνητική προσοχή μας. Εμείς μπορεί να ασχοληθούμε μαζί του για να του εξηγήσουμε ότι αυτό που κάνει δεν είναι σωστό, για να μαλώσουμε, να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας, αλλά ουσιαστικά είναι σαν να τον «ταΐζουμε», σαν να του δίνουμε την προσοχή μας.
Όσον αφορά το νομοθετικό πλαίσιο που αφορά σε τέτοιες περιπτώσεις, παρόλο που υπάρχει, δυστυχώς στη χώρα μας είναι προβληματικό. Αφενός προϋποθέτει το θύμα να προβεί σε ανάλογες πράξεις, όπως αγωγές και από την άλλη, αυτές οι διαδικασίες κινούνται ιδιαίτερα αργά. «Από τη μία λέμε να μιλάμε με ονόματα και να καταγγέλλουμε τα περιστατικά, ωστόσο από την άλλη είναι πάρα πολύ δύσκολο το να αποδοθεί η δικαιοσύνη», αναφέρει η κ. Τζίρκα.
Ελάχιστοι θα έλεγαν τα ίδια «πρόσωπο με πρόσωπο»
Έχει ωστόσο ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι κ του σύνεγγυς, ένας μικρός αριθμός ατόμων θα τολμούσε να προχωρήσει σε υβριστικά σχόλια και έκφραση μίσους εναντίον των ανθρώπων στους οποίους το κάνουν τόσο απροκάλυπτα πίσω από μία οθόνη.
«Η ανωνυμία είναι ένας παράγοντας που διευκολύνει, και ακόμα και να μην υπάρχει ανωνυμία, ουσιαστικά οι θύτες κρύβονται (σ.σ. πίσω από το πληκτρολόγιο) και δεν κοιτάζουν τον άλλο κατάματα. Ταυτόχρονα, στο διαδίκτυο βρίσκουν και την υποστήριξη την οποία αποζητούν. Το να βρεθώ για παράδειγμα εγώ με κάποιον πρόσωπο με πρόσωπο και να διαφωνήσω ή να βριστώ, αυτόματα είμαστε «εγώ και αυτός». Ενώ αν το κάνω μέσα από μία πλατφόρμα, θα δεχτώ και την ανάλογη κοινωνική υποστήριξη και θα βρεθώ αυτόματα μέσα σε μία ομάδα», καταλήγει.