Κι αν στην μορφή θα δώσουμε ένα όνομα, οπαδική βία, γυναικοκτονία, ρατσιστικό έγκλημα, κι ενώ τάχα «καταδικάζουμε την βία από όπου κι αν προέρχεται» ταυτόχρονα τη νομιμοποιούμε κάθε φορά που αποδεχόμαστε ότι το μονοπώλιο της έλλογης κι αναλογικής (ή και δυσανάλογης) βίας την έχει το Κράτος στο όνομα τάχα, του «κοινού καλού». Και λέω «τάχα» γιατί το «κοινό καλό» ενώ επιδέχεται ερμηνείες σύμφωνα με την ιστορία, την κουλτούρα, και την ιδεολογική συγκρότηση του καθενός ταυτόχρονα αποκτά αντικειμενικότητα ως «κοινόν είναι». Με αυτό τον τρόπο ξεχωρίζουμε τα είδη της βίας κι εξακολουθούμε να βλέπουμε το δέντρο στην μορφή του δολοφόνου ενώ το δάσος της βίας, η διαδικασία του εκφασισμού της κοινωνίας, μας πνίγει
Οι ανάγκες δημιουργούν τις μορφές λέμε στην Gestalt, κι αυτές οι ανάγκες αναδύονται από την διαδικασία της επαφής του οργανισμού (Perls 1952) με το περιβάλλον και ζητούν ικανοποίηση. Αν αυτές δεν ικανοποιηθούν με ένα λειτουργικό τρόπο για το άτομο και την κοινωνία, τότε θα βρουν άλλο δρόμο, ενίοτε δυσλειτουργικό. Ενώ οι πολιτικές επιλογές κι αποφάσεις ενθαρρύνουν τις δυσλειτουργίες συνήθως μένουν σκοπίμως στο απυρόβλητο ενώ οι ίδιοι οι θεσμοί (π.χ. Νομοθετική εξουσία, Δικαιοσύνη, Αστυνομία, Στρατός, Τράπεζες, Eurogroup) παράγουν βία (κάθε μορφής, ψυχολογική και φυσική) είναι μέρος του προβλήματος που εξετάζουμε. Όταν την βία την ορίζουμε, για παράδειγμα οπαδική, η διαδικασία παραγωγής των φαινομένων παραμένει ανέγγιχτη. Μπορούμε εύκολα να παρατηρήσουμε ότι όπου κι όταν οι ανισότητες εντείνονται τότε τα φαινόμενα γίνονται περισσότερα, εντονότερα, με μια επαναληψιμότητα που μας κάνει να σκεφτόμαστε τι δεν πάει σωστά;
Ο γυαλός είναι στραβός ή στραβά αρμενίζουμε;
Ας επιστρέψουμε στις ανάγκες λοιπόν, με την βοήθεια και του Άντλερ μπορούμε να πούμε με σχετική ασφάλεια ότι οι βασικές ανάγκες:
να ανήκω, να αξίζω, να μετράω, να μπορώ να είμαι ικανός να.., να με αποδέχονται , ανάγκη για προσοχή…
καθώς κι η ψυχική διαδικασία ταύτισης με τον ισχυρό κι αποξένωσης από την ευαλωτότητα/τον ανίσχυρο, λαμβάνουν χώρα μεταξύ άλλων, ωστόσο η συμπεριφορά πηγάζει από όλη την κατάσταση (Lewin 1951) , δηλαδή την εσωτερική/ψυχική διαδικασία, το σύστημα αξιών που δομείται ώστε να εξυπηρετεί αυτές τις ανάγκες και την κοινωνική δηλαδή την αλληλεπίδραση με το περιβάλλον. Ο άνθρωπος είναι αναπόφευκτα κάθε στιγμή, μέρος κάποιου πεδίου. Η συμπεριφορά του είναι μία λειτουργία του συνολικού πεδίου, που περιλαμβάνει και αυτόν και το περιβάλλον του. Η φύση της σχέσης μεταξύ αυτού και του περιβάλλοντός του καθορίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά. (Fritz Perls, 1969)
Η τάση να ψυχογραφούμε τον δράστη αποδίδοντάς του χαρακτηριστικά μπορεί να τεκμαίρεται από την τάση μας να εξηγήσουμε ή και να καταλάβουμε ωστόσο λειτουργεί κι ως ένας απο-ενοχοποιητικός παράγοντας που μας ησυχάζει καθώς εμείς ετερο-προσδιοριζόμαστε ενόσω αξιολογούμε, ως οι «κανονικοί». Με αυτό δεν αναιρούμε την ευθύνη της πράξης και σε καμιά περίπτωση δεν δικαιολογούμε, θέλουμε μόνο να συμπεριλάβουμε το γεγονός ότι τα χαρακτηριστικά κι οι τάσεις δεν είναι ξέχωρα, δεν είναι αδιάσπαστα από το περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύσσονται.
Μεθοδικά εξ αναγωγής οδηγούμαστε στην οικογένεια, εδώ δεν θα ακολουθήσουμε πιθανά τα διάφορα στερεότυπα για την οικογένεια αφού κι η οικογένεια δεν βρίσκεται εν κενώ αλλά μέσα στον κόσμο, στου οποίου τα δίχτυα όλοι/ες είμαστε πιασμένοι. Η ανάγκη να ανήκει κανείς σε μια συλλογικότητα όποιας μορφής εκπορεύεται εγγενώς από την ανθρώπινη φύση μας. Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό και πολιτικό ον, ενότητες και ποιότητες αδιάσπαστες. Όταν δεν θα βρει αποδοχή εδώ, θα την βρει εκεί, όταν δεν θα αξίζει εδώ, θα αξίζει εκεί, όταν δεν θα νιώθει ενθαρρυμένος εδώ, θα στραφεί εκεί όπου μπορεί να νιώσει ικανός να…, εκεί που νιώθει την αποδοχή.
Όταν στα παραπάνω προσθέσουμε τον εκφασισμό της κοινωνίας που έχει επιχειρηθεί για αλλότριους λόγους που συνδέονται άρρηκτα με την άσκηση και την διεκδίκηση της εξουσίας (οικονομικής, πολιτικής) καλλιεργώντας μέσω του υπαρξιακού φόβου (του ατόμου, της κοινωνίας, του Έθνους) την κουλτούρα της «αρρενωπότητας» έναντι του «αλλόθρησκου» οπαδού, μετανάστη, άπλυτου, γυναίκας, εν γένει «αδύναμου» και πάει λέγοντας τότε το μίγμα γίνεται εκρηκτικό. Ο φασισμός βρίσκει τον τρόπο να ανθεί σε περιόδους κρίσης, κι ενώ οι κρίσεις είναι εγγενείς του οικονομικού συστήματος που τις παράγει, η φασιστική εκτροπή της κοινωνίας είναι το φάρμακο για το ίδιο το σύστημα που συνεχίζει ακάθεκτο, αλώβητο αφού τα βέλη δέχονται οι μεν από τους δε, και τούμπαλιν. Τα χαρακτηριστικά του φασιστικού φαινομένου είναι η ανωτερότητα (ομάδα, φυλή, χρώμα, θρησκεία), η “αρρενωπότητα” κι ο σεξισμός, η εξάλειψη του «άλλου» (μια πόλη, μια ομάδα, εδώ ΜΟΝΟ…), και τελευταίως η έννοια της επέκτασης του ζωτικού χώρου (βασική αρχή της Ναζιστικής εξάπλωσης), η επιθετικότητα/φυσική βία.
Πρόεδροι, επιχειρηματίες, εφοπλιστές, ιδιοκτήτες μέσων, διαπλεκόμενοι και μη, οικονομικο-πολιτικοί παράγοντες με όλο τον συρφετό των δημοσιογραφούντων όπως: «Κάτω τα χέρια από τον…..» με την αρωγή της πολιτείας που απολαμβάνει την στήριξή τους, μεθοδεύουν ασύγγνωστα ή και με επίγνωση την σύσταση μαζών (και δεν αναφερόμαστε σε όλους τους οπαδούς, αλλά στους οπαδούς των Προέδρων, χτυπάνε τον Πρόεδρο άρα χτυπάνε την ομάδα, μας χτυπάνε θα τους χτυπήσουμε) οι οποίες γίνονται εργαλεία κι όταν το κακό συμβεί, στρεφόμαστε βολικά, στο ψυχογράφημα του δράστη.
Όλοι κι όλες αντιλαμβανόμαστε ότι πολλοί νέοι στα αδιέξοδα, της μοναξιάς, της ασημαντότητας, της φτώχειας, της ανεργίας, της απελπισίας, της απώλειας της δυνατότητας να ονειρευτούν ένα κόσμο καλύτερο του οποίου θα είναι συμμέτοχοι… θα βρουν απάντηση και κυρίως παρηγοριά, στο «μαζί» κι ας είναι αυτό που είναι… γιατί κι αυτοί δεν νιώθουν ότι αξίζουν κάτι καλύτερο…
Διαβάζουμε οργισμένα σχόλια κι άρθρα που ζητούν το κλείσιμο των συνδέσμων, θαρρούν ότι έτσι θα λήξει το φαινόμενο. Αναφέρουν παραδειγματικά την πολιτική της Θάτσερ προσφέροντας στο κοινό τους νόμο και Τάξη, όπως οι Ρωμαίοι άρτο και θεάματα. Δεν πλανώνται πλάνην οικτράν, γιατί πια κι οι «πέτρες» γνωρίζουν ότι έτσι η Θάτσερ πήρε απλώς ψήφους κι η βία έφυγε από τα γήπεδα, τους προβολείς της δημοσιότητας και μεταφέρθηκε, στα μπαρ, στις πλατείες, στους δρόμους, στα ραντεβού του θανάτου.
Το ερώτημα παραμένει πως μπορούμε να αποφύγουμε την δημιουργία αυτών των φαινομένων ακραίας βίας που άλλοτε βρίσκεται σε ύφεση κι άλλοτε σε έξαρση;
Όπως μέχρι τώρα διαπιστώσαμε το ζήτημα είναι αμιγώς πολιτικό με κοινωνικές διαστάσεις, η απάντηση δεν μπορεί να είναι ατομική αλλά συλλογική. Κι αυτό δεν μπορεί να είναι μέτρα που θα ξεχάσουμε την επαύριο αλλά μια μεθοδευμένη διαδικασία εκδημοκρατισμού της κοινωνίας, της ίδιας της οικογένειας, με έμφαση στον σεβασμό, την ισότητα, την δικαιοσύνη, την συμμετοχή, την αλληλεγγύη, θέλουμε δεν θέλουμε όλοι κι όλες συν-δημιουργούμε το ζοφερό μας μέλλον κι εκεί έγκειται η συν-ευθύνη μας, στην διεκδίκηση της ανθρώπινης κοινωνίας (το ίδιο ισχύει μέσα στην οικογένεια)…
Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται ιδεατά ίσως κι ουτοπία αλλά προσέξτε μήπως χάσατε κι εσείς την δυνατότητα να ονειρεύεστε;
ΥΓ. Ούτε θεοί, ούτε αφέντες…. Άνθρωποι μόνο!