«Το προνόμιο της εργασίας στους κυβερνητικούς φορείς των ΗΠΑ δεν μπορεί να περιλαμβάνει ανθρώπους αμφίβολης ηθικής, όπως οι ομοφυλόφιλοι και άλλοι σεξουαλικά διεστραμμένοι» Τσαρλς Σώγερ, υπουργός Εμπορίου ΗΠΑ, 1950
Έχει ενδιαφέρον η γέννηση του όρου «αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου», που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την τότε πορνεία, σήμερα σεξεργασία, ειδικά των γυναικών. Πρωτοεμφανίζεται το 1889, σε γραπτό του μεγαλύτερου (και ταλαντούχου) εκφραστή της αποικιοκρατικής πολιτικής της «αυτοκρατορίας στην οποία ο ήλιος δεν έδυε ποτέ», του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ. Στο διήγημά του Στο Τοίχος της Πόλης (On the City Wall), χαρακτηρίζει υπηρέτρια αυτού του «αρχαιότερου επαγγέλματος» την ινδή Λαλούν, που είχε «προγιαγιά τη Λίλιθ, κι αυτό πολύ πριν την Εύα, όπως όλοι ξέρουν»
H έκφραση εμφανίζεται σε πολλές γλώσσες του κόσμου μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μία ακόμη ένδειξη της ιμπεριαλιστικής ισχύος, λίγο πριν η αυτοκρατορία σβήσει για τα καλά. Λίγο αργότερα, όταν πια η φράση θα έχει περάσει στην καθημερινή γλώσσα, κάνει την εμφάνισή της και η έκφραση «το δεύτερο αρχαιότερο επάγγελμα στον κόσμο», για να χαρακτηρίσει την κατασκοπεία. Ολόκληρη η φράση με την οποία εμφανίζεται έχει ενδιαφέρον: «το δεύτερο αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου, και πολύ πιο ανήθικο από το πρώτο».
Το «δεύτερο αρχαιότερο επάγγελμα» με τον τρόπο που το γνωρίζουμε σήμερα, είναι πολύ νεώτερο, ωστόσο. Μόλις το 1909 η κατασκοπεία γίνεται επίσημο εργαλείο των κυβερνήσεων, γίνεται Υπηρεσίες, με πρώτη και πάλι τη Βρετανία*, που ιδρύει την Μυστική Υπηρεσία Πληροφοριών (SIS, Secret Intelligence Service, στην πρώτη της ανεπίσημη μορφή γνωστή ως MI6 ή Secret Service Bureau). Ακολουθούν η Γερμανία, η Ρωσία και η Γαλλία, σύντομα και σχεδόν όλα τα κράτη του κόσμου. Ο δημοσιογράφος Φίλιπ Νάιτλυ που έχει αφιερώσει σελίδες επί σελίδων στην ιστορία των μυστικών υπηρεσιών βλέπει τη γέννησή τους «στην παράνοια [πριν τον Α’ ΠΠ, όπου οι φόβοι για τη Γερμανία άγγιξαν επίπεδα κυβερνητικής υστερίας στη Βρετανία], την γραφειοκρατία και τη ροή άφθονου χρήματος». Ειδικά στην περίπτωση της CIA και τα τρία αυτά έπαιξαν μεγάλο ρόλο – με κυρίαρχο το χρήμα. Όταν δημιουργήθηκε, το 1947, το σύνθημά της ήταν «μεγαλύτερη από το κράτος ως το ’48», και είχε τα κεφάλαια να το επιδιώξει…Πριν το 1909 η κατασκοπεία ναι μεν υπήρχε – αναφέρεται ακόμη και στην Παλαιά Διαθήκη-, όμως ήταν εργαλείο μόνο σε περιόδους πολεμικών συρράξεων ή εύθραυστων ηγεμόνων και κυβερνήσεων, ανεπίσημο, σχετικά μικρής οικονομικής σπατάλης και οι υπηρέτες του δεν έχαιραν κανενός σεβασμού ούτε, βεβαίως, ήταν σε θέση να ζήσουν μόνον από αυτό. Σήμερα, περισσότερα από 1,3 εκατομμύρια άνθρωποι εργάζονται επισήμως, έμμισθοι, στις μυστικές υπηρεσίες, μηχανισμούς που μεγαλύτερο εχθρό τους έχουν το Διεθνές Δίκαιο και τα δικαιώματα των πολιτών: η κατασκοπεία είναι μία από τις ανθούσες βιομηχανίες ακόμη και στις εποχές βαθιάς κρίσης, ένα αληθινό και καλά αμοιβόμενο επάγγελμα.
Με την έλευση του Ψυχρού Πολέμου, το επάγγελμα ανθεί – και μαζί και η σχετική λογοτεχνία, αλλά αυτό είναι ένα άλλο, μεγάλο ωραίο θέμα. Η εξάπλωση του κατασκοπευτικού παιγνιδιού σήμαινε, μέσα σε πολλά άλλα, και την εξάπλωση της εκμετάλλευσης των ανθρωπίνων αδυναμιών. Κι έτσι κάπως, το πρώτο και το δεύτερο των αρχαιοτέρων επαγγελμάτων συναντήθηκαν και συνεχίζουν να συναντιώνται – είναι λίγων μηνών η δήλωση από τον υπουργό Εξωτερικών του Ιράν που ευθαρσώς είπε πως οι άνθρωποί του έχουν «μπει μέχρι και στα κρεβάτια» Ισραηλινών αξιωματούχων. Σήμερα μια ακόμη λέξη έχει μπει στο αγγλοσαξωνικό λεξιλόγιο, για να περιγράψει τα πολλά, πολυποίκιλα και κάποτε σκανδαλιστικά περιστατικά διαπλοκής των, κατά γενική παραδοχή, δύο αρχαιότερων επαγγελμάτων: sexpionage, το σεξ στην υπηρεσία της κατασκοπείας, σε σημείο που να περνά ως αποδεκτή μέθοδος ακόμη και στο σινεμά, όταν το όνομα του ήρωα είναι Bond, James Bond.
Σε διεθνές επίπεδο η sexpionage έχει να διηγηθεί και πολλές ακόμη, τραγικές, κωμικές, έτσι κι αλλοιώς «πιπεράτες», μυθιστορηματικές ιστορίες, αληθινά δράματα, που έχουν δώσει ουκ ολίγες αφορμές στην παγκόσμια λογοτεχνία. Οι περισσότερες από αυτές, ωστόσο, περιορίζονται στους σις τζέντερ άντρες και τις «μοιραίες γυναίκες» που τους παρασύρουν στην καταστροφή. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του (κομμουνιστή) Μορντεχάι Βανούνου, του ανθρώπου που ξεσκέπασε το πυρηνικό πρόγραμμα του Ισραήλ, που στοχοποιήθηκε από τη Μοσάντ.
Όταν ο Βανούνου διέφυγε στο εξωτερικό και έδωσε στη δημοσιότητα υλικό που αποδείκνυε τα μυστικά πειράματα των Ισραηλινών, για τα οποία είχε εργαστεί (και τα οποία το Ισραήλ αρνούνταν). Το Ισραήλ ήταν αποφασισμένο να τον φέρει στο έδαφός του και να τον τιμωρήσει. Οι ψυχολόγοι, οι profilers, της Μοσάντ είχαν φτιάξει το προφίλ του και σε αυτό σημείωναν τη μοναξιά που ζούσε, περίπου κυνηγημένος, και «την ανάγκη του για γυναικεία συντροφιά». Αυτήν και αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν, το 1986. Η πράκτορας της Μοσάντ Σέριλ Μπέντοφ, παρουσιαζόμενη ως απλή και απλοϊκή αμερικάνα τουρίστρια, τον γνώρισε στην Βρετανία, και το ρομάντζο του Βανούνου με τη «Σίντυ» ξεκίνησε. Το Ισραήλ, όμως, που είχε πολύ καλές σχέσεις με τη Θάτσερ, δεν ήθελε η επιχείρηση της απαγωγής του Βανούνου να γίνει σε βρετανικό έδαφος. Η κατάσκοπος έπεισε το Βανούνου για ένα ρομαντικό ταξιδάκι στη Ρώμη, όπου είχε στηθεί ολόκληρη επιχείρηση της Μοσάντ – επιτυχής, όπως αποδείχθηκε.
«Μοιραίες γυναίκες» υπήρξαν πολλές αλλά οι «μοιραίοι άντρες» όχι, τουλάχιστον για τις δεκαετίες του Ψυχρού πολέμου. Κι αυτό γιατί, η ομοφυλοφιλία θεωρούνταν εξαρχής εχθρός του συστήματος και «τάση προς τον κομμουνισμό »τότε, ειδικά στις ΗΠΑ. Και όχι μόνον εκεί.
Στα καθ’ ημάς, η μόνη περίπτωση που θυμάμαι – και δεν κατάφερα δυστυχώς να βρω στο αρχείο μου, για να δώσω λεπτομέρειες- είναι οι αναφορές δεξιών εφημερίδων, τη δεκαετία του ΄90, σε ομοφυλόφιλο διπλωμάτη της Ελλάδας που υπηρετούσε στην Άγκυρα και γι’ αυτό θεωρούνταν επικίνδυνος για την εθνική ασφάλεια. Θεωρούσαν ότι «το πάθος του», όπως αναφερόταν εκείνη την εποχή των μεγάλων «ντουλαπιών», υπονόμευε, αν όχι κατέστρεφε, την ακεραιότητά του. Το ελλαδικό κρατίδιο ακολουθούσε ακόμη μια φορά τις ΗΠΑ, με κάτι δεκαετίες καθυστέρηση, αν και, τουλάχιστον, όχι σε νομοθετικό επίπεδο.
«Ένας ομοφυλόφιλος αρκεί για να μολύνει όλη την κυβέρνηση» Επιτροπή Χιούι της Αμερικάνικης Γερουσίας, 1950
Στις ΗΠΑ, οι ομοφυλόφιλοι υπάλληλοι μυστικών υπηρεσιών υποχρεώνονταν να κρύβονται. Ειδικά μετά το 1960, όταν η αμερικάνικη NSA ξεκίνησε τις «εκκαθαρίσεις» των «παρεκκλινόντων» (sex deviates, κατά το μακαρθικό Κογκρέσο), θεωρώντας τους εξ αρχής ως επικίνδυνους, compromised. Οι διώξεις και οι «εκκαθαρίσεις» οδήγησαν δύο αναλυτές της υπηρεσίας, τους Ουίλιαμ Χάμιλτον Μάρτιν και Μπέρνον Μίτσελ, όχι μόνο να την εγκαταλείψουν, αλλά και να καταφύγουν στην ΕΣΣΔ, το Σεπτέμβριο του 1960. Οι διώξεις γενικεύτηκαν όταν ο υπουργός δικαιοσύνης των ΗΠΑ, Ουίλιαμ Ρότζερς, παραδιδόμενος στην υστερία, δήλωσε πως οι Σοβιετικοί είχαν ολόκληρη λίστα όλων των ομοφυλόφιλων εργαζόμενων στις αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες (κάτι λογικά αδύνατον). Η γνωστή τρέλλα των μυστικών υπηρεσιών ξαναχτύπησε: οι αμερικάνοι άρχισαν να βλέπουν παντού «ολόκληρο δίκτυο ομοφυλόφιλων προδοτών» σε όλες τις μυστικές υους υπηρεσίες και η σεξουαλική ζωή όλων των υπαλλήλων της πέρασε από κόσκινο, ώστε οι «παρεκκλίνοντες» να μη «βάζουν σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια».
Ήταν η δεύτερη «δόση» τέτοιας τρέλας. Η πρώτη έγινε γνωστή ως Ο Κίνδυνος της Λεβάντας (Lavender Scare), προϊόν του Κόκκινου Κινδύνου (Red Scare). Τη δεκαετία του ’50, οι ομοφυλόφιλοι θεωρούνταν από τους μακαρθιστές «επικίνδυνοι για τη δημόσια ασφάλεια» και «φίλοι των κομμουνιστικών ιδεών», που έπρεπε πάσει θυσία να μείνουν εκτός δημοσίων υπηρεσιών, πολλώ δε μάλλον μυστικών υπηρεσιών. Τότε η δίωξη των ομοφυλοφίλων και οι εις βάρος τους διακρίσεις, η ομοφοβία, γίνονται νόμος και καθεστώς στις ΗΠΑ. Ο γερουσιαστής Άλαν Γκίμπσον έχει κάνει λόγο για «κυνήγι μαγισσών εις βάρος των ομοφυλοφίλων, από το Μακάρθι». Ένα κυνήγι που είχε ξεκινήσει το 1947, με το «Πρόγραμμα Εξαφάνισης Σεξουαλικών Διαστροφών» και το 1948 με το νόμο που ψήφισε το Κογκρέσο «για την θεραπεία των σεξουαλικών ψυχοπαθών» – αυτή ήταν τότε η επίσημη νομική περιγραφή της ομοφυλοφιλίας. Ο νόμος, που επέτρεπε τη σύλληψη, τον εξευτελισμό και τον εγκλεισμό σε ψυχιατρεία των «διεστραμμένων» – ήταν γνήσιο παιδί του ΜακΚάρθυ, ο οποίος είχε ξεκάθαρα συνδέσει, μιλώντας το Φλεβάρη του 1950 στη βουλή, την ομοφυλοφιλία με τον κομμουνισμό (communists and queers) καθώς «ουσιαστικά κάθε ενεργός κομμουνιστής είναι διεστραμμένος είτε πνευματικά είτε σωματικά». Ακολούθησε η εκδίωξη 91 ομοφυλόφιλων διπλωματών από το Στέητ Ντηπάρτμεντ διότι ήταν «επικίνδυνοι για την δημόσια ασφάλεια» και ο ευρύτατος μυστικός διωγμός των ομοφυλόφιλων από τις υπηρεσίες ασφαλείας (με την ειρωνική εξαίρεση του Τζέι Έντγκαρ Χούβερ, πανίσχυρου επικεφαλής του FBI, και φερόμενου ως πολυσεξουαλικού, ας μου επιτραπεί να συμπληρώσω). Πέρα, δε, από όσους «εντοπίστηκαν» ένας άγνωστος – αλλά, υπολογίζεται μεγάλος – αριθμός ομοφυλοφίλων παραιτήθηκε λόγω του φόβου της πιθανής αποκάλυψης.
Μέσα σε τρία χρόνια περίπου 5.000 ομοφυλόφιλοι έχασαν τη δουλειά τους, πλήρωσαν πρόστιμο και έχασαν κάθε πιθανότητα να βρουν δουλειά σε οποιοδήποτε τομέα του δημοσίου. Το 1952 η Αμερικάνικη Ψυχιατρική Εταιρία καταχώρησε επίσημα την ομοφυλοφιλία στις ψυχικές παθήσεις ως «κοινωνιοπαθητική διαταραχή προσωπικότητας» (sociopathic personality disturbance). Οι μυστικές υπηρεσίες είχαν προηγηθεί και μάλλον έκαναν καλά τη δουλειά τους.
Η σντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε το 1957, χάρη στον αστρονόμο της χαρτογραφικής υπηρεσίας του αμερικάνικου στρατού και πρωτοπόρο του αγώνα για την ορατότητα των γκέι, Φράνκλιν Καμένι, προσέφυγε στο Ανώτατο δικαστήριο ζητώντας την αποκατάστασή του. Όταν η προσφυγή του απορρίφθηκε, ίδρυσε στην πρωτεύουσα Ουάσιγκτον θυγατρική οργάνωση αυτής που είχε δημιουργήσει το 1950 ο Χάρρυ Χέι, τον Σύλλογο Ματαζίν (Mattachine Society), με τη συμμετοχή άλλων θυμάτων αυτών των διώξεων.
Η ματαζίν ήταν η πρωτη πανεθνική οργάνωση για τα δικαιώματα των γκέι. Κι ο ιδρυτής της ο Χάρρυ Χέι, ω της ειρωνίας, ήταν γνωστός κομμουνιστής και συνδικαλιστής.
*Οι μυστικές υπηρεσίες της Βρετανίας ιδρύθηκαν γιατί κυκλοφορούσαν φήμες περί της οργάνωσης, στη Γερμανία, κατασκοπευτικού δικτύου. Τίποτε τέτοιο δεν υπήρχε – οι Γερμανοί ακολούθησαν τους Βρετανούς, ιδρύοντας τις μυστικές τους υπηρεσίες το 1913. Στη Ρωσία ιδρύονται μετά την Επανάσταση, η Γαλλία ακολουθεί το 1935 και οι ΗΠΑ το 1947.