Η υπογραφή της γενικευμένης ρήτρας διαφυγής από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) πραγματοποιήθηκε στις αρχές της πανδημίας το 2020 από τα κράτη-μέλη της ΕΕ προκειμένου να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της πανδημίας στη χώρα τους το καθένα και να χειριστούν κατά το δοκούν τα δημοσιονομικά εργαλεία που διαθέτουν. Η επαναφορά του ΣΣΑ και η αναθεώρηση του ήταν προγραμματισμένη να συμβεί μες στο 2022 και πολλοί εκτιμούσαν ότι οι διαδικασίες και οι διαπραγματεύσεις θα ξεκινούσαν μετά τις επικείμενες γαλλικές εθνικές εκλογές τον Απρίλιο. Η επαναφορά των δημοσιονομικών κανόνων και της οικονομικής σύγκλισης εντός της ΕΕ, και ειδικότερα της ευρωζώνης, θεωρείται αναγκαία προϋπόθεση που κράταει το οικοδόμημα της ΕΕ ενωμένο.
Ωστόσο, ο πόλεμος που ξέσπασε στην Ουκρανία πριν τρεις μέρες επιδεινώνει την κατάσταση και τις οικονομίες των κρατών-μελών της ΕΕ. Σε αυτό το σκηνικό προστίθεται και το φλέγον ζήτημα της ενεργειακής επάρκειας της ΕΕ αλλά και το περιβόητο πρόγραμμα του Ταμείου Ανάκαμψης για δίκαιη ενεργειακή μετάβαση και πράσινη ανάπτυξη.
Σε αυτό το πλαίσιο ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόφσκις, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να μην απενεργοποιηθεί η ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας το 2023. Η μη επαναφορά των κανόνων του ΣΣΑ θα σημάνουν τη συνέχιση της ποσοτικής χαλάρωσης από την ΕΚΤ, και θα αναβάλουν για το μέλλον την επιβολή νέων αυστηρότερων κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας και λιτότητας.
Επί του παρόντος, είπε ο κ. Ντομπρόβσκις, η γενική ρήτρα διαφυγής, που αναστέλλει τη λειτουργία των δημοσιονομικών κανόνων της Ε.Ε., προβλέπεται να καταργηθεί στο τέλος του 2022, αλλά τα όργανα της ΕΕ παρακολουθούν τις εξελίξεις και τα οικονομικά δεδομένα και είναι έτοιμα για αναπροσαρμογή. Ο ίδιος ανέφερε ότι είναι «πρόωρο» να εκτιμηθεί η επίδραση της ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Αναφερόμενος στο ζήτημα της ενεργειακής ασφάλειας της Ε.Ε. είπε ότι ακόμα και αν η Ρωσία διακόψει πλήρως την παροχή, η Ε.Ε. θα μπορέσει να αντεπεξέλθει, «έστω με προβλήματα». Η ενεργειακή αρχιτεκτονική της Ε.Ε. δεν μπορεί να αλλάξει «σε μία μέρα», αλλά πρέπει «να διδαχθούμε» από την τρέχουσα κρίση, τόνισε, υπενθυμίζοντας τις προτάσεις της Κομισιόν για κοινή προμήθεια αερίου και για τη δημιουργία κοινού στρατηγικού αποθέματος.
Από την πλευρά της, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο προσαρμογής της πολιτικής της ΕΚΤ για τη συνέχιση της στήριξης της οικονομίας της Ευρωζώνης σε περίπτωση που αυτό κριθεί απαραίτητο. «Θα αναλάβουμε οποιεσδήποτε ενέργειες χρειαστεί για να διασφαλίσουμε τη σταθερότητα των τιμών και τη χρηματοοικονομική σταθερότητα» στην Ευρωζώνη, ανέφερε χαρακτηριστικά. Οι δύο μεγαλύτερες απειλές για την ευρωπαϊκή οικονομία, υπογράμμισε, είναι οι τιμές της ενέργειας (και οι πληθωριστικές πιέσεις που δημιουργούν) και η αβεβαιότητα, που θα επηρεάσει αρνητικά την κατανάλωση και τις επενδύσεις.
Η κ. Λαγκάρντ είπε ότι οι νέες εκτιμήσεις της ΕΚΤ θα δημοσιευθούν στις 10 Μαρτίου, ημέρα της επόμενης συνάντησης νομισματικής πολιτικής του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας. Ενώ, ο πρόεδρος του Eurogroup Πασκάλ Ντόνοχιου ενημέρωσε ότι τo σώμα θα συναντηθεί εκ νέου σε τρεις εβδομάδες στις Βρυξέλλες και θα συζητήσει το ζήτημα της δημοσιονομικής πολιτικής για το 2023.