Διάλογος με το Όταν όλα κρέμονται από μια κλωστή του Γιάννη Κιουρτσάκη
Στο τελευταίο βιβλίο του με τον επίκαιρο πλέον τίτλο Όταν όλα κρέμονται από μια κλωστή: Εσαεί ατελείωτο ψηφιδωτό (Πατάκης, 2021), ο Γιάννης Κιουρτσάκης περιγράφει τον σημερινό κόσμο τον οποίο παρομοιάζει με ένα παγκόσμιο χωριό δίχως πια διάκριση κέντρου και περιφέρειας. Σε μια φλανερί στα σύγχρονα αστικά κέντρα παρατηρεί τις μεταμοντέρνες αναδυναμεύσεις των άλλοτε χρηστικών αντικειμένων: Τα φουγάρα των κλειστών εργοστασίων της ολοένα και πιο αποβιομηχανοποιημένης Δύσης πλαισιώνουν χώρους τέχνης και λούνα παρκ, τα τζιν είναι σκισμένα σε έναν επιτήδειο ακκισμό αντί για φανέρωση φτώχειας, ενώ πλέον οι γονείς μαθαίνουν στα παιδιά τους τον χειρισμό του υπολογιστή αντί για το αλφαβητάρι, με αποτέλεσμα τα παιδιά ως πιο νέα να μαθαίνουν αυτά στους γονείς τους στη συνέχεια την πρωτοπορία της ψηφιακής τεχνολογίας. Στη Γαλλία, παρατηρεί ο Κιουρτσάκης, τα χρηστά ήθη προσβάλλονται όχι από τη γυμνότητα του γυναικείου σώματος, αλλά, αντιστρόφως, από την κάλυψή του, όπως από μουσουλμάνες που πηγαίνουν στην παραλία με το περιβόητο «μπουρκίνι», αυτό το γκροτέσκο υβρίδιο από μπούρκα και μπικίνι με το οποίο τους επιτρέπεται από την υβριδική πατριαρχική τους κοινότητα να κολυμπήσουν.
Ως κύριο χαρακτηριστικό της εποχής μας ο Κιουρτσάκης θεωρεί το ζάπινγκ και το σερφάρισμα, δηλαδή την επιφανειακή και συχνά ψυχαναγκαστική περιήγηση σε έναν μεγάλο όγκο πληροφοριών, δίχως εμβάθυνση στα υποκείμενα νοήματα. Οι άνθρωποι επίσης εθίζονται στο multitasking ή το «πολλαχῶς ἐνεργεῖν», για να θυμηθούμε έναν φιλοσοφικό όρο της Ύστερης Αρχαιότητας, ήτοι την υποχρέωση να ανταποκρίνονται ταυτοχρόνως σε πληθώρα καθηκόντων, χωρίς να μπορούν να αφοσιωθούν συναισθηματικά και να εμπλακούν σε καμία από αυτές. Ένα ακόμη δίπολο που αποδομείται είναι αυτό ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό με την πρακτική του oversharing, δηλαδή του καθ’ υπερβολήν εξομολογητικού μοιράσματος, είτε εκουσίως, όπως λ.χ. στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είτε και ακουσίως, όπως όταν κάποιος περπατά στον δρόμο και αναφέρει λεπτομέρειες της ερωτικής του ζωής, ενώ τον ακούν οι περαστικοί.
Ο Κιουρτσάκης, διατηρώντας τη φιλελεύθερη πολιτική του ταυτότητα, σπεύδει να επαινέσει χαρακτηριστικά της εποχής μας, όπως η προϊούσα ισότητα των δύο φύλων, που ανοίγει τον δρόμο για μια βαθύτερη αμοιβαία ενσυναίσθηση, η σταδιακή υπέρβαση του ρατσισμού, αλλά σε υλικό επίπεδο και της ακραίας φτώχειας. Διερωτάται, όμως, τι συμβαίνει με την άγρια ετερότητα, η οποία μετατρέπεται σε εξημερωμένη διαφορά μέσα στην πολυπολιτισμικότητα της εποχής μας. Παλαιότερα, παρατηρεί ο Κιουρτσάκης, οι λαοί πολεμούσαν μεταξύ τους, αλλά ήταν ταυτόχρονα ανοικτοί σε ωσμώσεις που σέβονταν την εκατέρωθεν ετερότητα. Σήμερα οδηγούμαστε σε μία ενιαία ομογενοποιημένη ανθρωπότητα μέσα από τη σύγχυση των ταυτοτήτων, της οποίας απωθημένη άγρια εξαίρεση είναι κυρίως η θρυαλλίδα της τρομοκρατικής έκρηξης. Το γεγονός ότι ο βασικός εχθρός του δυτικού κόσμου είναι ο εντός των τειχών υπονομευτικός τρομοκράτης αποτελεί μεν ένα σύμπτωμα αποτυχίας του διαλόγου μεταξύ των πολιτισμών, αλλά και ένα σύμπτωμα της παγκοσμιοποίησης. Όταν ο δυτικός πολιτισμός έχει κατακλύσει τα πάντα και ο διάλογος έχει αποτύχει λόγω της κατάκτησης, τότε οι πολιτισμοί που έχουν τη μεγαλύτερη δυσκολία να αφομοιωθούν «εκδικούνται» μέσω ξεσπασμάτων τυφλής βίας που λαμβάνουν χώρα εν ειρήνη και εντός του κοινού βίου των πολιτών.
Ο Κιουρτσάκης συνεχίζει την περιήγηση σε αποδομούμενα δίπολα με το να παρατηρεί ότι η «μαζοδημοκρατία» αποτελεί μία δημοκρατία, η οποία με το να εξαπλούται σε μάζες ανθρώπων που είναι πρωτίστως καταναλωτές και δευτερευόντως πολίτες, οδηγεί παραδόξως σε ολιγαρχία, αφού οι μαζάνθρωποι θα εμπιστευτούν εντέλει τις τύχες τους στους τεχνοκράτες και η πολιτική θα θεωρηθεί σοφιστικώς ως ζήτημα εξειδικευμένης γνώσης αντί για άθλημα καθολικής πολιτικής ευθύνης. Παρομοίως, το θόλωμα των ορίων μεταξύ κέντρου και περιφέρειας αντί να παραγάγει έναν γόνιμο κοσμοπολιτισμό, οδηγεί σε έναν παγκόσμιο επαρχιωτισμό. Το χαμένο κέντρο, για να θυμηθούμε και τον όρο του Ζήσιμου Λορεντζάτου, σημαίνει πλέον ένα έλλειμμα εσωτερικότητας, η οποία θα μπορούσε να μπολιαστεί με τα ετερογενή στοιχεία τα οποία θα εγκεντρίζονταν σε έναν πυρήνα νοήματος. Αλλά και κάθε ηθικό δίλημμα κρύβει μια πολυφωνία ενστάσεων: Οικολογικές ρυθμίσεις, όπως αυτές που πρότεινε ο Εμανυέλ Μακρόν, είχαν ταξικά χαρακτηριστικά που οδήγησαν στην αντίδραση των «κίτρινων γιλέκων», τα οποία έδωσαν φωνή σε ανθρώπους που δεν μπορούσαν να φτάσουν στο τέλος του μήνα μην έχοντας την πολυτέλεια να συλλογίζονται για το τέλος του κόσμου.
Υπάρχουν λύσεις; Είναι η εύλογη απορία. Φαίνεται ότι αυτές δεν ανήκουν στο επίπεδο της ηθικής, αλλά της ίδιας της ανθρωπολογίας, εφόσον αυτό που χρειάζεται, για να σωθεί ο πλανήτης, είναι το τέλος της ιδεώδους της αέναης ανάπτυξης, καθώς και ο ανθρωπότυπος που αυτό συνεπάγεται. Ο Γιάννης Κιουρτσάκης δεν διστάζει να παραδεχτεί ότι βρίσκει ελπίδα στο κορίτσι που λέγεται Γκρέτα Τούνμπεργκ, καθώς υποδεικνύει ένα χαμένο ανθρωπολογικό θεμέλιο που υπόκειται στον σημερινό αυτονομημένο αυτοσκοπό της οικονομίας. Παραφράζοντας τον Τ.Σ. Έλιοτ, o Κιουρτσάκης θα ρωτούσε: Πού είναι ο πολίτης που χάσαμε στον καταναλωτή; Πού είναι ο ταξιδιώτης που χάσαμε στον τουρίστα; Πού είναι ο κοσμοπολίτης που χάσαμε στον νεοεπαρχιώτη;
H σκέψη του Κιουρτσάκη κινείται προς δύο απόντες, που ωστόσο είναι παρόντες με έναν εναλλακτικό παράδοξο τρόπο: Αφενός προς τους νεκρούς, και εδώ εννοούνται κυρίως οι πρωτοπόροι της γενιάς του 1930, όπως ο Γιώργος Σεφέρης, που είχαν επιτύχει μια γνήσια σύνθεση. Και αφετέρου προς έναν νεαρό αναγνώστη που έρχεται από το μέλλον να επικρίνει ενδεχομένως την καθήλωση του συγγραφέα στο παρελθόν και να διαλεχθεί μαζί του πολυφωνικώς, καθώς θα έλεγε και ο Μιχαήλ Μπαχτίν. Με αυτήν την έννοια ο Κιουρτσάκης επιλέγει να είναι παιδί της παρελθούσης Ελλάδας ως ένα από τα «παιδιά της που την απαρνήθηκαν», κατά την έκφραση του Αλμπέρ Καμύ. Ο Κιουρτσάκης επιζητεί μια αφομοίωση της σοφίας του λαϊκού ελληνικού πολιτισμού που έχει ρίζες (όχι φυλετικές, αλλά γλωσσικές και τοπιακές) ως τον Ησίοδο, προκειμένου, όμως, να εντρυφήσουμε σε έναν θησαυρό εν όψει των ανθρωπομηνιών που μας περιμένουν. Την ελληνική αυτή σοφία την ανιχνεύει ο Κιουρτσάκης στην πεποίθηση για την ενύπαρξη του Θεού στη φύση και στο τοπίο του κύματος, της αρμύρας και του βράχου, στην αιδήμονα αποφυγή της ύβρεως, στην ιερότητα που έχει το μοίρασμα της τροφής. Συντονίζεται με τον Καμύ που διακήρυσσε ότι είχε μια καρδιά ελληνική σε έναν κόσμο χριστιανικό, καθώς αναζητεί τον Θεό μέσα στην ιερότητα της φύσης και της ανθρώπινης ύπαρξης. Εντέλει, ο Κιουρτσάκης φιλοδοξεί να κάνει ένα εκκρεμές βήμα, το οποίο θα συμπληρώσει ο αναγνώστης, κατά τη ρήση του Λάκη Προγκίδη «δημιουργείς, άρα υπάρχω».