των Javiera Manzi και Karina Nohales* για το περιοδικό Roar

Την Κυριακή 19 Δεκεμβρίου του 2021, ο Γκαμπριέλ Μπόριτς Φοντ εξελέγη Πρόεδρος της Χιλής. Σε μια εκλογή με ανεπανάληπτα ποσοστά συμμετοχής, ο υποψήφιος που αντιπροσώπευε τον αριστερό συνασπισμό Apruebo Dignidad («Εγκρίνω την Αξιοπρέπεια») νίκησε τον υποψήφιο της ακροδεξιάς Χοσέ Αντόνιο Καστ, με διαφορά σχεδόν δώδεκα μονάδων. Με αυτή τη νίκη, ο Μπόριτς έγινε ο νεότερος πρόεδρος στην ιστορία της χώρας, διεκδικώντας έναν ιστορικό αριθμό ψήφων. Στις 11 Μαρτίου του 2022, ο Πρόεδρος Σεμπαστιάν Πινιέρα παρέδωσε την εξουσία σε έναν πρώην ηγέτη του φοιτητικού κινήματος που κινητοποιήθηκε για τη δημόσια παιδεία στις αρχές της δεκαετίας του 2010.

Ο εκλογικός κύκλος της Επανάστασης

Η μάχη για την προεδρεία ήταν η τελευταία από μια σειρά εκλογών που έχουν λάβει χώρα στη Χιλή από όταν οι διαμαρτυρίες μαθητών γυμνασίου στο Σαντιάγο για την αύξηση της τιμής των εισιτηρίων των δημοσίων συγκοινωνιών εξελίχθηκαν σε εξέγερση σύσσωμης της χώρας, το 2019, ανοίγοντας ένα νέο κόσμο πολιτικών πιθανοτήτων. Έκτοτε, οι Χιλιανοί ψήφισαν σε δημοψήφισμα για τη συγκρότηση νέου συντάγματος και, όταν αυτό πέρασε, ψήφισαν ξανά για να εκλέξουν τους αντιπροσώπους τους στη Συνταγματική Συνέλευση. Μεταξύ του 2020 και του 2021, διεξήχθησαν εκλογές για πρακτικά όλα τα κυβερνητικά αξιώματα – δήμαρχοι, κυβερνήτες, γερουσιαστές, δημοτικοί σύμβουλοι- που ολοκληρώθηκαν με τις προεδρικές εκλογές του Δεκεμβρίου του 2021. Τώρα, αυτό που μένει είναι το δημοψήφισμα του 2022 για την επικύρωση της νέας μάγκνα κάρτα. Εν μέσω τέτοιας πληθώρας εκλογών, ήταν αναπόφευκτο ότι οι κάλπες θα έπαιζαν κεντρικό ρόλο αυτή τη νέα περίοδο αγώνων. 

Την τελευταία δεκαετία, τα χαμηλά επίπεδα συμμετοχής των ψηφοφόρων έχουν παίξει ρόλο-κλειδί στην κατανόηση της εγχώριας πολιτικής συμπεριφοράς. Από την κατάργηση της υποχρεωτικότητας της ψήφου, το 2012, η συμμετοχή στις κάλπες παρουσίαζε σταθερή μείωση, μια τάση που ανετράπη για πρώτη φορά στο δημοψήφισμα του Οκτωβρίου του 2020 για το νέο σύνταγμα. Τα επίπεδα εκλογικής συμμετοχής είναι ασταθή από τότε.

Όλα παραπέμπουν στο γεγονός ότι οι πολιτικοποιημένες εργατικές τάξεις έχουν υπάρξει επιλεκτικές όσον αφορά τις εκλογές. Ορισμένες φορές, η χαμηλή εκλογική συμμετοχή έχει ωφελήσει τις συντηρητικές δυνάμεις – ειδικά κατά τη διάρκεια βουλευτικών εκλογών. Το 2020 έγινε ξεκάθαρο, παρόλα αυτά, ότι ο λαός είχε επιλέξει την προεδρική αναμέτρηση ως άξια διεκδίκησης, και η επακόλουθη υψηλή εκλογική συμμετοχή καθόρισε το αποτέλεσμά της.

Οι εκλογικές εκστρατείες των τελευταίων δύο χρόνων και τα αντίστοιχα επίπεδα λαϊκής συμμετοχής έχουν καθοδηγηθεί από τους ίδιους δύο στόχους που επίσης χαρακτήρισαν τη λαϊκή εξέγερση: η αντιμετώπιση του νεοφιλελευθερισμού και των ταγών του από τη μία, και την κληρονομιά της δικτατορίας του Πινοσέτ από την άλλη. Αυτό ήταν εμφανές στο δημοψήφισμα του 2020 για το νέο σύνταγμα, όπως επίσης και στην προεδρική εκλογή του περασμένου Δεκεμβρίου. Η τελευταία πήρε και αυτή το χαρακτήρα δημοψηφίσματος, με τον Μπόριτς να αντιπροσωπεύει ένα μονοπάτι προς τα αιτήματα της εξέγερσης και τον Καστ να αντιπροσωπεύει τη νοσταλγία για τη δικτατορία.

Μέσα σε λίγες εβδομάδες, οι μαζικές κινητοποιήσεις του 2019 άνοιξαν την πόρτα για ένα οριστικό τέλος στο σύνταγμα του Πινοσέτ – κάτι που κανένα από τα πολιτικά κόμματα της δημοκρατικής μετάβασης δεν κατάφερε στα 30 χρόνια που κυβερνούσαν. Ως αποτέλεσμα, κατά τη διάρκεια της προεδρικής αναμέτρησης, ο δρόμος ήταν κλειστός για κάθε υποψήφιο που επιθυμούσε την αναβίωση της κληρονομιάς της δικτατορίας, διασφαλίζοντας έτσι τη Συνταγματική Συνέλευση – το θεσμό που σχεδιάστηκε για την αποσυναρμολόγηση της ίδιας κληρονομιάς.

Διαδικασίες κοινωνικού συντονισμού και κινητοποίησης διατηρήθηκαν ενεργές κατά τη διάρκεια της πανδημίας και δημιούργησαν ένα νέο κύκλο μαζικής πολιτικοποίησης. Μεγάλα τμήματα του πληθυσμού έχουν καταλάβει τη σχέση των διαδηλώσεων του πεζοδρομίου με τις εκλογικές διαδικασίες, και δε τα βλέπουν πλέον ως μεμονωμένες οδούς. Συνειδητοποιούν πως, σε ορισμένες συγκυρίες, η εγκατάλειψη του ενός μπορεί να έχει αρνητική επιρροή στο άλλο. Σε μια χρονική στιγμή όπου οι εκλογές χαρακτηρίζονται από χαμηλή συμμετοχή και η αντιεξουσιαστική αριστερά εξασκεί αυξημένη επιρροή, βλέπουμε ένα σημείο καμπής για την επανασύνθεση των δυνάμεων που είναι ικανές να επιφέρουν ουσιαστική αλλαγή. 

Οι προκριματικές προεδρικές εκλογές

Στις 18 Ιουλίου του 2020, διεξήχθησαν προεδρικές προκριματικές εκλογές ώστε να αποφασιστεί, μέσω της λαϊκής ψήφου, ποιοί θα ήταν οι προεδρικοί υποψήφιοι του δεξιού συνασπισμού Chile Vamos (Πάμε Χιλή) και του αριστερού και κεντρο-αριστερού συνασπισμού Apruebo Dignidad. Ο Γκαμπριέλ Μπόριτς κέρδισε την προκριματική εκλογή του τελεταίου συνασπισμού συγκεντρώνοντας συνολικά 1.7 εκατομμύρια ψήφους, νικώντας τον υποψήφιο του Κομμουνιστικού Κόμματος [Ντανιέλ Χαδουε]. Ο Σεμπαστιάν Σιτσέλ, ένας ανεξάρτητος υποψήφιος με την υποστήριξη του ακροδεξιού κόμματος UDI, εξελέγη ως ο υποψήφιος του συνασπισμού Chile Vamos. Ένα σύνολο τριών εκατομμυρίων πολιτών ψήφισαν στις προκριματικές εκλογές: περισσότεροι από κάθε προηγούμενη φορά.

Τέσσερις μήνες αργότερα, κατά τη διάρκεια του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών, στις 21 Νοεμβρίου, ο Μπόριτς κέρδισε 1.8 εκατομμύρια ψήφους, επεκτείνοντας τη βάση του μόνο κατά 100.000 ψήφους σε σχέση με τις προκριματικές εκλογές. Ενώ ο Μπόριτς κατάφερε να υπερνικήσει πολυάριθμους υποψήφιους από άλλους πολιτικούς τομείς, ο Χοσέ Αντόνιο Καστ, που δεν συμμετείχε στις προκριματικές εκλογές, προκρίθηκε στην πρώτη θέση της αναμέτρησης. Η σχετικά χαμηλή συμμετοχή σε αυτή την εκλογή – μεταξύ άλλων παραγόντων – έφερε τον αριστερό υποψήφιο σε μια θέση που θα απαιτούσε την αναστροφή ιστορικών εκλογικών τάσεων.

Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών ήταν το γεγονός ότι οι κύριοι πολιτικοί συνασπισμοί που κυβερνούσαν τη Χιλή μετά τη δικτατορία – τα αυτοαποκαλούμενα «κέντρα» της αριστεράς και της δεξιάς – έχασαν την ιστορική τους ηγεμονία και δε μπόρεσαν να προκριθούν στον επόμενο γύρο. Για πρώτη φορά, συνασπισμοί όπως ο Apruebo Dignidad και ο Frente Social Cristiano («Χριστιανικό Κοινωνικό Μέτωπο» ένας ακροδεξιός συνασπισμός), που είχαν ιδρυθεί και οι δύο στο πλαίσιο της μετα-επαναστατικής έριδας, προχώρησαν στο δεύτερο γύρο.

Ακόμα μία αξιοσημείωτη διάσταση του πρώτου γύρου των εκλογών ήταν η επιτυχία του Φράνκο Παρίσι (Franco Parisi) και του κόμματός του Partido de la Gente («Κόμμα του Λαού»), που ήρθε τρίτο με σχεδόν ένα εκατομμύριο ψήφους. Ξεκίνησε ως το αουτσάιντερ του πρώτου γύρου με μια ιστορία που αναζωογόννησε τη νεοφιλελεύθερη υπόσχεση της επιτυχίας μέσω της ατομικής προσπάθειας, υποτίθεται καταδικάζοντας την ελίτ και τις καταχρήσεις. Σε αντίθεση με τα κόμματα των συνασπισμών του συστήματος των τελευταίων τριάντα χρόνων, τα οποία περισσότερο ή λιγότερο απρόθυμα στοιχήθηκαν πίσω από το Μπόριτς και τον Καστ, ο Parisi αρχικά δεν τάχθηκε υπέρ κάποιου υποψηφίου, αφήνοντας το ένα εκατομμύριο ψήφων που εκπροσωπούσε διαθέσιμες στην αναμέτρηση.

Μετά τον πρώτο γύρο, το κόμμα του συνδέθηκε με μια πολιτική πατριαρχικής παλινόρθωσης, που είχε εκφραστεί στην εκστρατεία, μέσω της ανδροκρατούμενης εκλογικής του βάσης, και από τον ίδιο τον υποψήφιο, που χρωστάει χιλιάδες δολάρια για τη διατροφή των παιδιών του. Το ζήτημα πολιτικοποιήθηκε με ανεπανάληπτο τρόπο, ανοίγοντας ένα δημόσιο διάλογο στον οποίο ο Μπόριτς και ο Καστ αναγκάστηκαν να συμμετάσχουν λαμβάνοντας υπόψη το πώς οι θέσεις τους θα επηρέαζαν τη γνώμη των γυναικών στις προεκλογικές εκστρατείες. Ενώ ο Μπόριτς διεκδίκησε τη γυναικεία ψήφο, ο Καστ υποβίβασε την οικονομική βία και συντάχθηκε με τον πατέρα-ρεμάλι.

Η αναμέτρηση και τα αποτελέσματά της 

Η προεκλογική αναμέτρηση πήρε το χαρακτήρα επικού δημοψηφίσματος. Λιγότερο από ένα χρόνο αφού το δημοψήφισμα άνοιξε την πόρτα στη Συνταγματική Συνέλευση, η Χιλή καλούνταν ξανά να αποφασίσει ανάμεσα στην πιθανότητα της συνέχειας του κύκλου αλλαγής που ήδη λάμβανε χώρα και την απειλή του πιο σημαντικού της εμποδίου. Αυτό εκφράστηκε όχι μόνο στην εκστρατεία, αλλά επίσης στο τελικό αποτέλεσμα, που επανέλαβε τα εκλογικά ποσοστά του δημοψηφίσματος του 1988 όταν η χώρα αποφάσιζε αν θέλει ο Πινοσέτ να παραμείνει στην εξουσία ή όχι. Τότε, το «Όχι» κέρδισε με 56%. Όπως θα έλεγε ο Μαρκ Φίσερ, περισσότερο από 30 χρόνια αργότερα, αντιμετωπίζουμε τα φαντάσματα που πολιορκούν τη δημοκρατία με την επανασύνθεση των ιστορικών της διαχωρισμών και της πολιτικής συσχέτισης. 

Από την εφαρμογή του εκλογικού συστήματος της αναμέτρησης, ο υποψήφιος που ξεκινούσε το δεύτερο γύρο με το μεγαλύτερο προβάδισμα πάντα κέρδιζε τη Χιλιανή προεδρεία. Το 2021, αυτή η ιστορική τάση ανετράπη χάρη σε έναν καθοριστικό παράγοντα: το 8% των ψηφοφόρων που έμειναν σπίτι τον πρώτο γύρο αποφάσισαν τελικά να πάνε στις κάλπες, ξεπερνώντας έτσι κάθε προηγούμενο εκλογικής συμμετοχής στην πρόσφατη ιστορία με ένα σύνολο του 55.6% του πληθυσμού, συγκεντρώνοντας περίπου 1.2 εκατομμύρια περισσότερες ψήφους από τον πρώτο γύρο.

Αυτή η αυξημένη συμμετοχή κυριολεκτικά έφερε τα πάνω κάτω στις εκλογές, ενώ το Νοέμβριο ο Καστ προηγούταν με τα ίδια ποσοστά, συγκεντρώνοντας παραπάνω από το 60% των ψήφων στο ένα τέταρτο των περιοχών από το βορρά στο νότο. Από που ήρθαν αυτά τα 1.2 εκατομμύρια καινούριων ψηφοφόρων και τι τους κινητοποίησε να ψηφίσουν;

Γυναίκες και φεμινισμός: ο καθοριστικός παράγοντας

Καθώς ανακοινώνονταν τα αποτελέσματα του πρώτου προεδρικού γύρου, δόθηκε σήμα από τις λαϊκές οργανώσεις. Πάντα φαινόταν πιθανό ότι ο Χοσέ Αντόνιο Καστ θα προκρινόταν στο δεύτερο γύρο, αλλά μεταξύ των λαϊκών οργανώσεων και μέσα στο ίδιο το Apruebo Dignidad, κανείς δε φαινόταν να έχει αναλογιστεί το ενδεχόμενο να βγει πρώτος. Παρά την πρόβλεψη ορισμένων δημοσκοπήσεων ότι θα μπορούσε αυτό να συνέβαινε, η αξιοπιστία τους είχε υποβαθμιστεί από καιρό και, επιπλέον, ένα τέτοιο αποτέλεσμα φαινόταν παράλογο. Πως μπορούσε να θριαμβεύσει ένας υποψήφιος της ακροδεξιάς σε μια χώρα που είχε μόλις βιώσει μια μαζική λαϊκή εξέγερση ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό και την κρατική βία;

Παρότι ο συνασπισμός Apruebo Dignidad είχε βελτιώσει τα ποσοστά του με κάθε εκλογή, αναλαμβάνοντας έτσι το ρόλο της πιο βιώσιμης εναλλακτικής για την αντιμετώπιση του Καστ, αφού αυτός είχε αναδειχθεί ως πραγματικός ανταγωνιστής, ένα μεγάλο τμήμα των κοινωνικών κινημάτων και των λαϊκών οργανώσεων δεν υποστήριξαν δημόσια oύτε διεξήγαν καμπάνιες για τους υποψηφίους του. Ήταν εμφανές ότι πολλοί από αυτούς που συμμετείχαν σε τέτοια κινήματα σκόπευαν να ψηφίσουν τον Μπόριτς, αλλά οποιαδήποτε συλλογική διαβούλευση ή δημόσια τοποθέτηση απλά δεν έλαβε χώρα.

Η σύγχυση που ακολούθησε το βράδυ της 21ης Νοεμβρίου όταν τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου ανακοινώθηκαν, γρήγορα αντικαταστάθηκε από μια σειρά πρωτοβουλιών και δράσεων, με ατομικότητες και συλλογικότητες να καλούν για μια καμπάνια πολιτών σε υποστήριξη του Apruebo Dignidad. Σε μερικές ώρες, ένα αίσθημα επείγουσας ανάγκης απλώθηκε στο ευρύ φάσμα των οργανωμένων κοινωνικών κινημάτων της χώρας, που, αντί να οδηγήσει σε φόβο και παράλυση, έφερε τις πρώτες αντιδράσεις όσων πρoηγουμένως απείχαν από τις εκλογικές διαδικασίες.

Το ίδιο βράδυ, η Φεμινιστική Συντονιστική Επιτροπή 8ης Μαρτίου (CF8M) κάλεσε έκτακτη συνέλευση για τη συζήτηση των αποτελεσμάτων και των θέσεων που θα υιοθετούσαν. Συμφωνήθηκε η δημόσια διακήρυξη υπό το σύνθημα, «Σήμερα και όχι Αύριο» σε υποστήριξη του υποψηφίου Γκαμπριέλ Μπόριτς, καθώς και ένα ανοιχτό κάλεσμα για μια Φεμινιστική Αντιφασιστική Συνέλευση. Αυτή η συνέλευση ήταν η πρώτη από τις πολλές εκδηλώσεις-ορόσημο που έλαβαν χώρα αμέσως, τις τρεις ημέρες που ακολούθησαν τον πρώτο γύρο και συγκέντρωσε σχεδόν 2.000 άτομα, δια ζώσης στο Πανεπιστήμιο του Σαντιάγο της Χιλής (USACH) αλλά και μέσω παράλληλης διαδικτυακής συνέλευσης. Και στις δύο συνελεύσεις, σχόλια, κριτικές, και προτάσεις έγιναν από ακτιβιστές που αντιπροσώπευαν ένα ευρύ φάσμα μαθητικών, εργατικών, φεμινιστικών, αντιρατσιστικών, ΛΟΑΤΚΙ+ και υπερ της άμβλωσης οργανώσεων, μεταξύ άλλων, καθώς και αρκετές λαϊκές συνελεύσεις. Όλες αυτές οι οργανώσεις, πολλές από τις οποίες δεν είχαν συμμετάσχει ξανά στην εκλογική πολιτική ούτε πίστευαν πως αυτό το μονοπάτι μπορεί να επιφέρει αλλαγή, αναγνώρισαν την ανάγκη να συμμετέχουν σε ένα διαθεματικό και εμφατικό κάλεσμα με στόχο όχι μόνο να ψηφιστεί ο Γκαμπριέλ Μπόριτς, αλλά και την επιτακτική επέκταση της εκλογικής συμμετοχής

Υπήρχε μια συλλογική και άμεση ανάγκη να νικηθεί το εγχείρημα πατριαρχικής, νεοφιλελεύθερης και απολυταρχικής παλινόρθωσης που ελλόχευε. Σε αυτό το πλαίσιο, η εμπειρία των φεμινιστριών στη Βραζιλία στην αναμέτρηση που οδήγησε στην άνοδο του Jair Bolsonaro στην εξουσία ήταν στην πρώτη γραμμή των συζητήσεων εκείνης της ημέρας: το σύνθημα «όχι αυτός» (Ele Não) δεν είχε υπάρξει αρκετό για την αλλαγή του αποτελέσματος εκείνης της εκλογής. Η ανεξάρτητη καμπάνια έπρεπε να επικοινωνήσει ξεκάθαρα τις θέσεις και τις απαιτήσεις της εξαρχής. Όπως είπαν οι οργανώσεις, διακυβεύονταν πολύ περισσότερα από προηγούμενες εκλογές. Το ζήτημα ήταν η διαφύλαξη κερδισμένων με κόπο δικαιωμάτων αλλά και οι ζωές των γυναικών, κοριτσιών και άλλων περιθωριοποιημένων ταυτοτήτων φύλου και σεξουαλικών προσανατολισμών. Όλοι οι παρευρισκόμενοι γνώριζαν πως ήταν απαραίτητο να ηττηθεί ο Καστ και πως αυτή η ήττα έπρεπε να είναι συντριπτική. Και ήταν.

Όταν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του Καστ (ένα ακροδεξιό και Πινοσετιστικό κόμμα, που ιδρύθηκε στα μέσα του 2019) αμφισβήτησε τα γυναικεία δικαιώματα στην ψήφο, την αυτοδιάθεση και την άμβλωση, έκανε διακρίσεις εναντίον ανύπαντρων μητέρων, και χρειάστηκε να εκδόσει δημόσια απολογία για την αρχική του προεκλογική δέσμευση να εξαλείψει το Υπουργείο Γυναικών και Ισότητας Φύλων, το φεμινιστικό και ΛΟΑΤΚΙ+ κίνημα έκανε μια κίνηση-κλειδί ώστε να γίνει ακουστό. Ήταν οι ίδιες δεξιές παρατάξεις που πάντα έλεγαν ότι οι καθημερινές μας ζωές δεν ήταν πραγματικό πολιτικό ζήτημα που έβαλαν τις ζωές μας, τις επιθυμίες μας και τα δικαιώματά μας στο επίκεντρο του προγράμματός τους.

Ένα καθοριστικό επίτευγμα αυτού του διαθεματικού και ενωμένου καλέσματος από το φεμινιστικό κίνημα ήταν η εκδήλωση με τίτλο «Η επείγουσα ανάγκη μας να νικήσουμε» («Nuestra urgencia por vencer»), που έλαβε χώρα τις τελευταίες ημέρες της εκστρατείας. Η εκδήλωση συγκέντρωσε τη συμμετοχή των φεμινιστριών των οποίων η γενιά είχε αντισταθεί στη δικτατορία της δεκαετίας του 1980, ιστορικών μελών της ομάδας Γυναίκες για τη Ζωή (Mujeres por la Vida), καθώς και καλλιτεχνών, ακτιβιστών και μελών διαφόρων οργανώσεων, ακόμα και μελών του Apruebo Dignidad. Η ποικιλομορφία και ενότητα αυτής της στιγμής έθεσε ένα σημαντικό προηγούμενο δημιουργώντας μια νέα συγκέντρωση δυνάμεων που τελικά οδήγησε τον Μπόριτς στη νίκη.

Η συμμετοχή στην καμπάνια εναντίον αυτών των δεξιών παρατάξεων επίσης σήμαινε, αναγκαστικά, την αξίωση μιας ηθικής τρυφερότητας και φροντίδας ως απάντηση στην επικοινωνιακή τους στρατηγική που βασιζόταν στο μίσος και τις ψευδείς ειδήσεις. Σε προσωπικό επίπεδο, πολλοί από εμάς ψηφίσαμε ως πράξη αυτοφροντίδας και ανησυχίας για φίλους, συγγενείς και γνωστούς που θα βρίσκονταν σε κίνδυνο αν ο Καστ κέρδιζε την προεδρία. Αυτή η απόφαση, που δεν ήταν ψήφος εμπιστοσύνης στον Μπόριτς, απαιτούσε τη διεξαγωγή ανοιχτής καμπάνιας χωρίς ημίμετρα.

Καθώς περνούσαν οι μέρες, όλο και περισσότερες οργανωμένες παρατάξεις καλούσαν τις βάσεις τους να ψηφίσουν τον Γκαμπριέλ Μπόριτς, κάποιες στο όνομα του αντιφασισμού, άλλες αναφερόμενες σε ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που ανταποκρινόταν στις προσδοκίες ιστορικών αγώνων, και άλλες αναγνωρίζοντας ότι η νίκη του Μπόριτς ήταν απαραίτητη συνθήκη για τη διατήρηση της δυνατότητάς τους να χτίσουν και να διασφαλίσουν τη δική τους πολιτική εναλλακτική. 

Μαζί με τις φεμινιστικές οργανώσεις, εμπορικές ενώσεις, εργατικοί σύνδεσμοι, κοινωνικό-περιβαλλοντικές οργανώσεις, αριστερές ομάδες και ακόμη και οργανώσεις της Ευαγγελικής Εκκλησίας ήταν στην πρώτη γραμμή. Σημαντικές φυσιογνωμίες της εξέγερσης επίσης εξέφρασαν δημόσια την υποστήριξή τους, όπως ο Gustavo Gatica και η νεοεκλεχθείσα γερουσιάστρια Fabiola Campillai – και οι δυο εκ των οποίων τυφλώθηκαν από αστυνομικά πυρά – και μαθητές ακτιβιστές όπως ο Víctor Chanfreau, πρώην εκπρόσωπος της Συντονιστικής Συνέλευσης Μαθητών Γυμνασίου, μιας οργάνωσης γνωστής για την αντίθεσή της προς την πολιτική των εκλογών. 

Αυτή η ενωμένη δύναμη κλιμακώθηκε από τη διαθεματική υποστήριξη που έλαβε η υποψηφιότητα του Μπόριτς από τους αντιπροσώπους της Συνταγματικής Συνέλευσης που εκπροσωπούσαν τις διάφορες ανεξάρτητες συμμαχίες και τις θέσεις που κρατούνται από Ιθαγενείς αντιπροσώπους. Όλες αυτές οι οργανώσεις και τα άτομα, που δεν είχαν τοποθετηθεί δημόσια πριν τον πρώτο γύρο, έκαναν δηλώσεις, οργάνωσαν δράσεις και διεξήγαγαν καμπάνιες κατά τη διάρκεια του δεύτερου γύρου.

Τα προπύργια του β΄γύρου

Η συμμετοχή στις εκλογές αυξήθηκε κατά μέσο όρο 8% σε όλη τη χώρα, με μια ιστορική αύξηση 11% στη Μητροπολιτική Περιφέρεια του Σαντιάγο, που αντιπροσωπεύει το 40% των εκλογικών καταλόγων. Αυτές οι καινούριες ψήφοι προήλθαν κυρίως από περιθωριοποιημένες και εργατικές γειτονιές αυτής της μεγάλης αστικής περιοχής. Από τις 52 περιφέρειες που συγκροτούν την πρωτεύουσα, ήταν οι φτωχότερες, οι οποίες στο παρελθόν είχαν συσχετιστεί με τη χαμηλότερη εκλογική συμμετοχή, που έδωσαν μαζικά το παρόν για να ψηφίσουν τον Μπόριτς – με ποσοστό σε κάποιες περιφέρειες μεγαλύτερο του 70%. 

Όλα αυτά συνέβησαν παρά την προφανή κυβερνητική παρεμβολή στις δημόσιες συγκοινωνίες, που εμπόδισε την πρόσβαση στις κάλπες στις πιο απομονωμένες αστικές περιοχές. Την ημέρα των εκλογών, αποστάσεις 15 λεπτών διασχίζονταν σε δύο ώρες. Ο σκοπός ήταν ξεκάθαρα να επηρεάσουν την εκλογική συμμετοχή των εργατικών και φτωχών περιοχών, που μπορεί να ψήφιζαν τον Μπόριτς.

Η αγροτική περιφέρεια του Πάιν αξίζει ειδική αναφορά, καθώς αποτελεί σχεδόν τσιφλίκι και βάση της οικογένειας Καστ. Σε μια πλήρη αναστροφή των αποτελεσμάτων του πρώτου γύρου, ο Μπόριτς κέρδισε στο Πάιν (Paine) με το 54.6% των ψήφων, κερδίζοντας τον Καστ στο γήπεδό του. Εν τω μεταξύ, με λίγες εξαιρέσεις, τα μόνα μέρη όπου ο Καστ συγκέντρωσε το 70% των ψήφων ήταν οι τρεις περιφέρειες που κατοικούνται από το πλουσιότερο 1% της χώρας – οι ίδιες τρεις περιφέρειες που ψήφισαν εναντίον της συγκρότησης νέου συντάγματος στο δημοψήφισμα του 2020.

Άλλες περιφέρειες-κλειδιά όπου ο Μπόριτς συγκέντρωσε υπερπλειοψηφία βρίσκονταν σε περιοχές που έχουν επηρεαστεί από την κοινωνικό-περιβαλλοντική καταστροφή και σημαδευτεί από τις εξορύξεις στο βωμό των οποίων έχουν θυσιαστεί. Petorca, Puchuncaví, Huasco, και Freirina — όλες τους περιοχές μακροχρόνιων περιβαλλοντικών αγώνων – έδωσαν το παρόν για να σταματήσουν την επέλαση του Καστ και των πολιτικών κλιματικής άρνησής του. 

Η γυναικεία ψήφος αναδείχθηκε σε τρίτο προπύργιο ενάντια στον Καστ. Τα επίσημα δημογραφικά δεδομένα σχετικά με την ηλικία και το φύλο των ψηφοφόρων δεν έχουν εκδοθεί ακόμα, αλλά σύμφωνα με εκτιμήσεις που έχει δημοσιεύσει το Decide Chile (που ανήκει στην εταιρεία «Μεγάλων Δεδομένων» Unlhoster), «οι γυναίκες κάτω των 50 ήταν η κινητήριος δύναμη της νίκης του Μπόριτς» τονίζοντας πως η συμμετοχή τους εκτινάχθηκε στην αναμέτρηση, όπου υποστήριξαν τον υποψήφιο του Apruebo Dignidad σε επίπεδα υψηλότερα του εθνικού μέσου όρου. Ενώ στον πρώτο γύρο το 55.5% των γυναικών κάτω των 50 έδωσαν το παρόν, στην αναμέτρηση η συμμετοχή αυξήθηκε στο 65%, μετατρέποντας αυτόν τον τομέα σε σημαντικό πλεονέκτημα. Στο τέλος, ο Μπόριτς κέρδισε το 63% των ψήφων των γυναικών κάτω των 50. 

Τα 1,2 εκατομμύρια ψήφων που αποφάσισαν τη νίκη του Μπόριτς προήλθαν από αυτο-οργάνωση, από τις φτωχές γειτονιές που όρθωσαν το ανάστημά τους και κινητοποιήθηκαν, από τις περιοχές που έχουν καταστραφεί από τις εξορύξεις, από νέους και γυναίκες της εργατικής τάξης, δηλαδή από τους τομείς που αποφάσισαν να αναλάβουν δράση και να σταματήσουν τη δύναμη που απειλούσε τις ζωές τους. Η ανοιχτή ερώτηση που παραμένει είναι, τις επόμενες ημέρες και χρόνια, που θα βασιστεί ο Μπόριτς για υποστήριξη και ποιούς θα κυβερνήσει τελικά;

Χωρίς ψευδαισθήσεις

Δε μπορούμε να προβλέψουμε το μέλλον, αλλά μπορούμε να αναδιασκευάσουμε τα βήματα που μας έχουν οδηγήσει στις παρούσες συνθήκες. Οι περισσότεροι από τους κοινωνικούς τομείς που επέλεξαν να διακόψουν την πρακτική της εκλογικής αποχής τους – κάνοντας έτσι τη νίκη του Μπόριτς δυνατή – πρώτα απ’ όλα κινητοποιήθηκαν με βάση τη βεβαιότητά τους ότι ο Καστ έπρεπε να ηττηθεί στις κάλπες και όχι λόγω κάποιου είδους εμπιστοσύνης ή πίστης στον νεοεκλεχθέντα πρόεδρο. Πολυάριθμες κοινωνικές οργανώσεις διεξήγαγαν καμπάνιες με ξεκάθαρο μήνυμα ανεξαρτησίας από το συνασπισμό Apruebo Dignidad. Ο ρόλος της μνήμης παραμένει ένας σημαντικός παράγοντας στις πολιτικές δυναμικές του σήμερα – όχι μόνο οι ιστορικές μνήμες που έλεγαν «όχι ξανά» στον Πινοσέτ και την κληρονομιά του αλλά επίσης οι πολύ πιο πρόσφατες αναμνήσεις που σφυρηλατήθηκαν στη θέρμη της εξέγερσης. 

Στις 15 Νοεμβρίου του 2019, ενώ συνέβαινε η εξέγερση, ο Γκαμπριέλ Μπόριτς υπέγραψε τη Συμφωνία για Κοινωνική Ειρήνη και το Νέο Σύνταγμα που άνοιγε το μονοπάτι στη συνταγματική διαδικασία. Επεμβαίνοντας καταυτόν τον τρόπο, βασίστηκε στις αναδυόμενες προσπάθειες απλών πολιτών να χτίσουν μια πραγματικά δημοκρατική συνταγματική διαδικασία από τα κάτω προς τα πάνω. Ανέλαβε δράση ανεξάρτητα και πίσω από τις πλάτες της βάσης του και, μαζί με τους όρους της συμφωνίας της ίδιας, δέχθηκε κριτική από εύρος κοινωνικών τομέων. Το πνεύμα της εξέγερσης ήταν αντίθετο σε θεσμικές λύσεις και οι πράξεις του Μπόριτς αντιμετωπίστηκαν περισσότερο ως μια προσπάθεια να καθαρίσουν οι δρόμοι παρά ως μια πραγματική απάντηση στα αιτήματα του λαού. Η «λύση» που πρότεινε για την κρίση αντιμετωπίστηκε ως συνθηκολόγηση με την κυβέρνηση του Πινιέρα (Piñera) που ερχόταν σε αντίθεση με το μαζικό αίτημα στους δρόμους να ανακληθεί ο πρόεδρος για συστηματικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. 

Αυτό προκάλεσε ρήξη και την έξοδο μελών από το συνασπισμό του Μπόριτς, καθώς και ερωτήσεις από αρκετά κινήματα και κινητοποιημένους τομείς. Στη συνέχεια, η απόφαση του Μπόριτς – και αρκετών βουλευτών – να εγκρίνουν ένα νομοσχέδιο που εξουσιοδοτούσε αυστηρές ποινές για διάφορες μορφές διαμαρτυρίας εν μέσω της εξέγερσης προκάλεσε ακόμα περισσότερο τη δημόσια κατακραυγή. Ο Μπόριτς και οι συνάδελφοί του απολογήθηκαν για την απόφασή τους, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να αναστρέψει την έλλειψη εμπιστοσύνης που είχαν προκαλέσει οι πράξεις τους. 

Δεν είναι σύμπτωση το γεγονός ότι το αίτημα απελευθέρωσης των πολιτικών κρατουμένων αυτών που περιμένουν τις δίκες τους υπό κατ οίκον περιορισμό και αυτών που έχουν ήδη καταδικαστεί για τις υποτιθέμενες πράξεις τους κατά τη διάρκεια της εξέγερσης ήταν στη σκέψη πολλών τη νύχτα της 19ης Δεκεμβρίου του 2021, όταν, αφού η νίκη του ανακοινώθηκε, ο Μπόριτς έβγαλε τον πρώτο του λόγο ως νεοεκλεγείς πρόεδρος. Μεταξύ του πλήθους που ξεπέρασε τα 100.000 άτομα και συγκεντρώθηκε στο κέντρο του Σαντιάγο για να γιορτάσει την ιστορική στιγμή, το σύνθημα «ελευθερώστε τους πολιτικούς κρατούμενους» ξέσπασε ξανά και ξανά. Σε απάντηση, ο Μπόριτς διέκοψε την ομιλία του για να πει: «Είμαστε ήδη σε επικοινωνία με τις οικογένειές τους.». Την επόμενη μέρα, το πρώτο επίσημο μέτρο που ανακοινώθηκε από τον Μπόριτς ήταν η απόσυρση όλων των κατηγοριών εναντίον των πολιτικών κρατουμένων της εξέγερσης που συνελήφθησαν σύμφωνα με το Νόμο Κρατικής Ασφάλειας. Παρά το γεγονός ότι αυτή η πράξη ήταν περισσότερο συμβολική παρά πρακτική δεν είχαν κατηγορηθεί όλοι οι κρατούμενοι χρησιμοποιώντας το συγκεκριμένο νόμο, και όσοι έχουν αντιμετωπίζουν και άλλες κατηγορίες ήταν αναμφίβολα ένα καλό σημάδι. 

Ένα μήνα νωρίτερα, αφού είχαν ανακοινωθεί τα αποτελέσματα του πρώτου προεδρικού γύρου, το Apruebo Dignidad επιχείρησε να έρθει γρήγορα πιο κοντά στα αριστερά κόμματα που είχαν συσχετιστεί με τον πρώην συνασπισμό Concertación του οποίου οι υποψήφιοι ήταν στην εξουσία από την επιστροφή της δημοκρατίας το 1990 μέχρι την πρώτη εκλογή του Sebastián Piñera το 2010. Η αρχική προσπάθεια της εκστρατείας επικεντρώθηκε στην εξασφάλιση των ψήφων του «κέντρου». Όμως, καθώς περνούσαν οι μέρες, ο αντίκτυπος της καμπάνιας που αναδεικνυόταν από τα κοινωνικά κινήματα άρχισε να γίνεται αισθητός, συγκεντρώνοντας πλήθη για τις εκδηλώσεις σε πόλεις και κωμοπόλεις καθώς ο προεδρικός υποψήφιος περιόδευε στη χώρα. Χιλιάδες μηνύματα δημόσιας στήριξης και συμπάθειας για τον Μπόριτς έγιναν viral στα κοινωνικά δίκτυα στον τύπο, δίνοντας στην εκστρατεία ένα δημιουργικό και δημοφιλή χαρακτήρα που δεν είχε πριν. Αντίθετα, ο Καστ ποτέ δεν κατάφερε να συγκεντρώσει μεγάλα πλήθη και, φοβόμενος την εκλογική του βάση, συγκέντρωσε το ενδιαφέρον λόγω της αποφυγής της επαφής του με τους υποστηρικτές του.

Αντίστοιχα, το Apruebo Dignidad φάνηκε να αναγνωρίζει πως το κλειδί για να κερδίσει την αναμέτρηση δεν ήταν μόνο η εξασφάλιση των ψήφων των κεντρο-αριστερών κομμάτων και πως θα χρειαζόταν να προσεγγίσει όσους προηγουμένως δε συμμετείχαν και ήξερε πως να το κάνει. Όμως, η εκστρατεία βασίστηκε επίσης στρατηγικά στην καλή φήμη της πρώην προέδρου Michelle Bachelet, η οποία έχει ακόμα πολλούς υποστηρικτές ανάμεσα στον πληθυσμό παρ ότι είναι μια από τις σημαντικές φυσιογνωμίες του πρώην συνασπισμού Concertación. Η Bachelet, τωρινή Ύπατη Αρμοστίς των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ήρθε στη Χιλή για να υποστηρίξει ξεκάθαρα τον Μπόριτς. Μέσα σε μερικές εβδομάδες, ένας ανεπανάληπτος συντονισμός επετεύχθη, που ένωσε τις δύο κύριες φυσιογνωμίες των τελευταίων 30 χρόνων από το τέλος της δικτατορίας του Πινοσέτ και όσους από εμάς είχαμε γίνει οι βασικοί επικριτές της κατά τη διάρκεια της εξέγερσης.

Το Apruebo Dignidad κέρδισε τις προεδρικές εκλογές με ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που περιλαμβάνει σημαντικά και αληθινά λαϊκά αιτήματα, ειδικά στην επέκταση των κοινωνικών δικαιωμάτων σε ιστορικά αποκλεισμένες ομάδες. Όμως, με την εξαίρεση του Κομμουνιστικού Κόμματος, δεν είναι ένας συνασπισμός που έχει ξεκάθαρη βάση δημοφιλίας. Χάρη στα διαφορετικά λαϊκά στρώματα που κινητοποιήθηκαν για να αποκτήσει την εξουσία, τώρα έχει την πιθανότητα να το αλλάξει αυτό. Μένει να φανεί, παρόλα αυτά, αν ο συνασπισμός θα κυβερνήσει εκ μέρους του λαού ή αν θα περιοριστεί στην προσφορά μια φιλικότερης εκδοχής του ίδιου σεναρίου που γράφτηκε κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου. 

Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση θα καθορίσει πόσος χώρος θα υπάρξει βραχυπρόθεσμα για την ανάπτυξη αναδυόμενων πολιτικών δυνάμεων με αντικαπιταλιστικούς προσανατολισμούς. Εξαρτάται εν μέρει από το συντονισμό λαϊκών οργανώσεων που έχουν, αυτό τον κύκλο, διαλέξει το μονοπάτι της θεσμικής διαμάχης εκτός των παραδοσιακών κομμάτων. Όσο το Apruebo Dignidad αποτυγχάνει να επιδείξει αποτελέσματα, διατηρούμε το δικαίωμα να το αμφισβητούμε.

Η ανντιπολίτευση

Πέρα από τις αρκετά κριτικές θέσεις, από τις οποίες διάφορα λαϊκά στρώματα έδωσαν την υποστήριξή τους στον Μπόριτς, είναι σίγουρο ότι ο ρόλος της αντιπολίτευσης την ερχόμενη προεδρική θητεία θα μονοπωληθεί από την ακροδεξιά. Θα είναι επίσης ένα πολύ διαφορετικό είδος αντιπολίτευσης σε σύγκριση με την προηγούμενη κυβέρνηση, αφού θα βασίζεται στη χρήση των καθεστωτικών μέσων. Αυτή η στρατηγική έχει ήδη αποδειχθεί επιτυχής καθώς διάφορα μέσα έχουν προσφέρει βήμα για την αμφισβήτηση της Συνταγματικής Συνέλευσης και την προώθηση «αντι-κομμουνιστικής» ρητορικής ως αντίδραση σε κάθε αναφορά κοινωνικής μεταρρύθμισης.

Την παραμονή των εκλογών, η Τερέσα Μαρίνοβιτς (Teresa Marinovic), αντιπρόσωπος στη Συνταγματική Συνέλευση και μέλος του ακροδεξιού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «Ο Καστ έχει ήδη κερδίσει». Αναμένοντας την εκλογική ήττα του τομέα της, δήλωσε: «Οι προεδρικές εκλογές δεν είναι μακριά, αλλά τα αποτελέσματα αυτής της αναμέτρησης είναι ήδη γνωστά: ο Καστ κέρδισε. Έχει κερδίσει ακόμα κι αν λάβει λιγότερες ψήφους από τον Γκαμπριέλ Μπόριτς, ο Κάστ κέρδισε. Έχει καταρρίψει την επικρατούσα άποψη πως οι πολιτικές του δεν είναι βιώσιμες, ότι ήταν καταδικασμένος να εκπροσωπεί ένα τμήμα του περιθωρίου». Δεν έχει άδικο: ενώ συγκέντρωσε το 7,9% των ψήφων στις προεδρικές εκλογές του 2017, ο Καστ εδραίωσε την ηγεσία του κερδίζοντας την υποστήριξη της «φιλελεύθερης» δεξιάς και κατοχυρώνοντας το σχηματισμό της δικής τους έδρας.

Όμως, αντίθετα με όσα ισχυρίζεται στην ίδια στήλη, η απόσταση μεταξύ του Τραμπ, του Μπολσονάρου και του Καστ δεν είναι θέμα χαρακτήρα. Η ακροδεξιά στη Χιλή απλώς ακολούθησε ένα διεθνές σενάριο, μια φόρμουλα, αλλά δε μπορούμε να συγκρίνουμε τις Ηνωμένες Πολιτείες το 2016 ή τη Βραζιλία το 2018 με αυτή τη χώρα της οποίας οι πολιτικοί ορίζοντες μεταμορφώθηκαν από μια λαϊκή εξέγερση. 

Στην κατάσταση όπου το αντίκτυπο της μαζικής κινητοποίησης και πολιτικοποίησης γίνεται αισθητό, ο Καστ έχει μέχρι στιγμής αποτύχει να αναπτύξει μια δική του κινητήριο δύναμη ή να κάνει οποιαδήποτε πρόταση για τη χώρα. Η εκστρατεία του ήταν μια προσπάθεια αποπολιτικοποίησης του διαλόγου και αφαίρεσης του προγραμματικού του βάθους. Νόμιζε ότι μπορούσε να μιλήσει στη Χιλή για το παρελθόν. Έτσι, ο Καστ μπορεί να κατανοηθεί ως ένας εκπρόσωπος της μπουρζουαζίας που μπερδεύει τις ευχές της με την πραγματικότητα και αυτό που εύχονται είναι να μην είχε γίνει ποτέ η εξέγερση.

Σήμερα, αισθανόμαστε ανακούφιση που αποτρέψαμε τον Καστ και το πρόγραμμά του κατά των γυναικών, των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, των μεταναστών και των φτωχών να πάρουν την εξουσία, που διαφυλάξαμε τη συνταγματική διαδικασία, και που διαβεβαιώσαμε ξανά πως όταν ο λαός αποφασίζει να δώσει μια μάχη, μπορεί να την κερδίσει. Αλλά ξέρουμε καλά πως η πάλη ενάντια στο νεο-φασισμό δεν ξεκινά ούτε σταματάει στην κάλπη. Αντίθετα, η δουλειά μας μόλις ξεκίνησε. Ξέρουμε επίσης ότι ήταν τα αυτοαποκαλούμενα κόμματα της αριστεράς ή κεντρο-αριστεράς που, με τις πολιτικές τους της αβεβαιότητας, έστρωσαν το δρόμο για την εμφάνιση των ακροδεξιών. 

Αν θέλουμε να νικήσουμε πραγματικά τη δεξιά, και κοινωνικά και εκλογικά, δε θα το πετύχουμε με τη συμμόρφωση πίσω από τα κόμματα του κατεστημένου από πραγματισμό ή στο όνομα του μικρότερου κακού. Σε αυτό το ιστορικό σημείο καμπής, πρέπει να συνεχίσουμε να θέτουμε ως προτεραιότητα το χτίσιμο της δικής μας λαϊκής εναλλακτικής, που θα μιλάει με ανοιχτά και με άσβεστη φωνή για την επιθυμία για ένα διαφορετικό τρόπο ζωής, κάτι που έχουμε ήδη ξεκινήσει να φανταζόμαστε.

Ενα εγχείρημα που υπερβαίνει κάθε σύνορο 

Θα θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις τελευταίες λέξεις για να στείλουμε ένα μήνυμα στους συντρόφους μας σε όλο τον κόσμο, ειδικά σε αυτούς που βρίσκονται στη Λατινική Αμερική. Στη Χιλή, γνωρίζουμε τις διεθνείς συνέπειες και των πρόσφατων εκλογών και της συνταγματικής διαδικασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη. Όλα αυτά λαμβάνουν χώρα εν μέσω μιας επιδεινούμενης παγκόσμιας κρίσης του επιθετικού νεοφιλελευθερισμού. Γνωρίζουμε ότι το μονοπάτι που άνοιξε ο λαός με την εξέγερση είναι επιφορτισμένο με λαϊκές φιλοδοξίες που διασχίζουν σύνορα και ότι δε μπορούμε να περιοριστούμε στην αμυντική θέση του «δε θα περάσουν» («no pasarán») αλλά οφείλουμε να επιδιώκουμε μια άμεση μετασχηματιστική εναλλακτική. 

Θέλουμε να γνωρίζετε ότι τουλάχιστον όσον αφορά το φεμινιστικό κίνημα στη Χιλή κάθε βήμα που έχουμε κάνει έχει συνοδευτεί από τους αγώνες και τα μαθήματα, με τις επακόλουθες ακολουθίες και λάθη, πολλών ανθρώπων. Τα φεμινιστικά κινήματα στην Πολωνία, την Ισπανία και την Αργεντινή, που ύψωσαν το ανάστημά τους με γενικές απεργίες, ο λαός της Βραζιλίας που συνεχίζει να αντιμάχεται και να αντιστέκεται στους αρνητές, στην ακροδεξιά, οι διαμαρτυρίες στον Ισημερινό, την Κολομβία, και οι εξεγέρσεις στο Χονγκ Κονγκ, το Λίβανο και το Σουδάν… είναι αδύνατο να τα αναφέρουμε όλα.

Αν προσθέσαμε επιτυχώς τον εαυτό μας σε αυτό το στερέωμα ξεσηκωμών και αν νικήσαμε τη νεο-φασιστική εναλλακτική στις κάλπες, είναι γιατί επίτηδες αποφασίσαμε να αφήσουμε τις εμπειρίες άλλων να μας καθοδηγήσουν. Η επιθυμία μας είναι ότι όπως εμείς συνεχίζουμε να παρακολουθούμε τους αγώνες σας, σήμερα μπορείτε εσείς να συνοδεύσετε εμάς και να πάρετε όσα μαθήματα μπορείτε από αυτή τη συλλογική εμπειρία που μοιραστήκαμε. Μαζί, μπορούμε να συνεχίσουμε να χτίζουμε αυτό το μονοπάτι προς τη ζωή που αξίζουμε, αψηφώντας κάθε σύνορο.

 

H Javiera Manzi και η Karina Nohales είναι αντικαπιταλίστριες, φεμινίστριες, ακτιβίστριες, και πρώην εκπρόσωποι της Φεμινιστικής Συντονιστικής Επιτροπής 8ης Μαρτίου (CF8M). Εργάζονται ως μέλη της ομάδας υποστήριξης της Alondra Carrillo, μιας φεμινίστριας αντιπροσώπου στη Συνταγματική Συνέλευση της Χιλής. 

Μετάφραση στα ελληνικά: ΕΖ, από το πρωτότυπο (αγγλικά εδώ) που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ROAR.