του Κωνσταντίνου Πουλή
Η εισαγγελική πρόταση δεν υιοθέτησε καμία από τις λογικές και νομικές ακροβασίες της υπεράσπισης σε σχέση με την εύθραυστη υποτίθεται υγεία του Ζακ ή την απίθανη θεωρία που υποστήριξε η υπεράσπιση, ότι το ισχαιμικό επεισόδιο είχε ήδη ξεκινήσει τέσσερις ώρες νωρίτερα (!).
Υπάρχουν ωστόσο δύο σημεία στα οποία θα πρέπει να επιμείνουμε, με βάση όχι τον χαμηλό πήχη που έχουμε μάθει να θέτουμε όταν ζητούμε την τιμωρία αστυνομικών, αλλά αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως δίκαιο. Δίκαιο στην προκειμένη περίπτωση είναι αυτό που θα επέτρεπε σε ανθρώπους που δεν κυκλοφορούν με κουστούμι, γραβάτα ή μπράβους να περπατούν στο δρόμο νιώθοντας την ασφάλεια ότι δεν θα πεθάνουν στα χέρια νοικοκυραίων και αστυνομικών. Ότι αν αυτό συμβεί, οι υπαίτιοι θα λογοδοτήσουν για να μην υπάρξουν και επόμενοι.
Ενώ η εισαγγελική πρόταση δέχεται ότι υπήρξε τιμωρητικό μένος και εκδικητικότητα εκ μέρους των πρώτων δύο κατηγορουμένων και δέχεται και ότι χτυπούσαν τον Ζακ επανειλημμένα και μάλιστα σε ευάλωτο σημείο, στο κεφάλι, δεν δέχτηκε την αναβάθμιση της κατηγορίας σε ανθρωποκτονία. Η κατηγορία παρέμεινε η θανατηφόρος σωματική βλάβη κατά συναυτουργία.
Ένα από τα πράγματα που έχω συγκρατήσει από την παρακολούθηση αυτής της δίκης είναι η απόλυτη έλλειψη οποιουδήποτε ίχνους τύψεων στα λόγια του μεσίτη και του κοσμηματοπώλη. Φυσικά άνοιξαν και έκλεισαν την ομιλία τους εκφράζοντας τα συλλυπητήριά τους στην οικογένεια του θύματος, αλλά δεν φαινόταν πουθενά και ποτέ το ελάχιστο ίχνος συντριβής μπροστά στο γεγονός ότι ένας άνθρωπος έχασε τη ζωή του αφού τον χτυπούσαν. Ο ένας μιλούσε μονίμως για το “κατάστημα” και ο άλλος θεωρούσε φυσιολογικό ότι διέκοψε το φαγητό του για να ξυλοκοπήσει έναν άγνωστο και προσπαθούσε να μας συγκινήσει με τις βρισιές που δέχεται στο τουίτερ.
Εις ό,τι αφορά την αστυνομία, ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε το σκεπτικό του εισαγγελέα. Δέχτηκε ότι ο Ζακ πέθανε από ισχαιμικού τύπου αλλοιώσεις, οι οποίες, όπως έλεγε το ιατροδικαστικό πόρισμα, συνδέονται αιτιωδώς με τα χτυπήματα που είχε δεχτεί νωρίτερα. Ο Ζακ δηλαδή πέθανε γιατί η καρδιά του δεν άντεξε την ένταση και την αγωνία για το ότι όταν ζήτησε βοήθεια, βρέθηκε μπροστά του ένα τσούρμο ανθρώπων που τον χτυπούσε ανελέητα, μέχρι θανάτου.
Με άλλα λόγια, κανένα χτύπημα από μόνο του δεν ήταν φονικό, αλλά όλα συνεισέφεραν στο να μην αντέξει η καρδιά του. Όμως γιατί αυτό ισχύει για τα χτυπήματα των δύο πρώτων, αλλά δεν ισχύει για τα χτυπήματα των αστυνομικών; Διότι δεν αποδείχτηκε από τις ιατροδικαστικές εκθέσεις ότι οι αστυνομικοί προκάλεσαν τραύματα που συνδέονται αιτιωδώς με τον θάνατο, απαντά ο εισαγγελέας. Αν τα χτυπήματα δεν έχουν αποτυπωθεί στο σώμα του, αν δεν καταγράφονται ιατροδικαστικά, δεν συνδέονται. Βασίζεται ως προς αυτό και στις καταθέσεις των ιατροδικαστών (στο σημείο αυτό το κείμενο από το παρατηρητήριο της δίκης):
Ο μάρτυρας Νικόλας Καλογρηάς, ιατροδικαστής, στην ένορκη κατάθεση του ενώπιόν μας ανέφερε ότι : «αν δεν έχουν αποτυπωθεί στο σώμα δεν έχουν συντελέσει με κανένα τρόπο στο ισχαιμικό επεισόδιο. Αν δεν περιγράφονται, δεν συνδέονται».
Η μάρτυρας Σουλτάνα Μαριαννού, ιατροδικαστής, στην κατάθεσή της ενώπιον του ακροατηρίου, σε ερώτηση ανέφερε ότι:
-Κυρία μάρτυρα, αυτά που σας ρώτησε προηγουμένως ο συνάδελφος μου, για τις επαφές που είχαν γίνει πάνω στο σώμα του Ζαχαρία Κωστόπουλου, δεν αποτυπώθηκαν, συνεπώς αυτές οι επαφές δεν μπορούν να έχουν συντελέσει στο ισχαιμικό επεισόδιο και στη στρεσογόνα κατάσταση;
-Κατά τη γνώμη μου, όχι.
Δεν μπορώ να είμαι βέβαιος γι’ αυτό, διότι δεν είμαι ούτε ιατροδικαστής ούτε νομικός, αλλά εκτιμώ ότι αυτές οι επαφές μπορεί να μην αφήνουν σημάδια που να αποτυπώνονται στην ιατροδικαστική έκθεση, αλλά δεν βλέπω πώς δεν συνεισφέρουν στο ιατρικό στρες που οδήγησε στον θάνατο. Η αστυνομία αντί να προστατεύσει τον Ζακ από το (αποδεκτό και από την εισαγγελική πρόταση) εκδικητρικό μένος των δύο πρώτων, συνέχισε την κακοποίησή του.
Η συμπεριφορά των αστυνομικών κρίθηκε απολύτως σύννομη, με το σκεπτικό ότι εφόσον ο Ζακ σηκώθηκε κρατώντας ένα τζάμι «έκριναν ορθά ότι αποτελούσε απειλή» και θα έπρεπε να τον ακινητοποιήσουν, όπως και έπραξαν.
Η παρακολούθηση της δίκης είναι μία άσκηση στην προσπάθεια να μάθουμε να ακούμε και να αντικρούουμε τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων. Δεν αμφιβάλλω ότι αυτό το δικαίωμα είναι ιερό. Θεωρώ όμως ότι τώρα που η διαδικασία αυτή βαίνει προς την ολοκλήρωση, χρειάζεται να ξανασκεφτούμε τι είδαμε στο βίντεο και τι γίνεται στη δίκη. Οι αστυνομικοί λαμβάνουν μεν σήμα για ληστεία αλλά ένας εκ των κατηγορουμένων δηλώνει στο δικαστήριο αυτό που όλοι αντιλαμβανόμαστε με τη λογική, δηλαδή πως όταν έφτασαν εκεί, ο μόνος ο άνθρωπος που αποτελούσε φανερά θύμα επίθεσης ήταν ο Ζακ, τον οποίον χτυπούσαν όλοι μαζί. Και για να προσπαθήσουμε να επαναφέρουμε λίγο άρωμα πραγματικότητας μέσα στη ρητορεία της υπεράσπισης, αυτός ο τόσο επικίνδυνος άνθρωπος που χρειαζόντουσαν δύο πολίτες σε επιθετικό αμόκ και έντεκα αστυνομικοί για να τον κάνουν καλά, δεν γρατζούνισε άνθρωπο. Κανείς δεν έπαθε τίποτε από τον Ζακ.
Και ο εισαγγελέας στην αγόρευση του δέχθηκε ότι ο Ζακ στη χειρότερη περίπτωση είχε ίσως διαπράξει τα αδικήματα της διατάραξης οικιακής ειρήνης και της φθοράς ξένης περιουσίας, αλλά δεν απείλησε τον κοσμηματοπώλη ή πολύ περισσότερο τον περαστικό, επισκέπτη και αυτόκλητο τιμωρό, μεσίτη. Αυτά για τις αθλιότητες που ακούστηκαν από την πλευρά των συνηγόρων, ότι ο Ζακ θα δικαζόταν για κακουργήματα αν είχε ζήσει.
Μαζί με την εισαγγελική πρόταση, την ίδια μέρα νωρίτερα είχε καταθέσει και ο τελευταίος από τους κατηγορούμενους αστυνομικούς. Ερωτήθηκε και αυτός από την Πρόεδρο αν θα έκανε κάτι διαφορετικά και απάντησε πως όχι, θα έκανε ακριβώς το ίδιο.
Δεν υποβαθμίζω το γεγονός ότι εμείς κρίνουμε αυτή τη στιγμή εκ των υστέρων και με γνωστό το αποτέλεσμα. Όμως τη δικαιοσύνη και τις φυλακές τις έχουμε για να υπηρετούν τους σκοπούς της ειδικής και της γενικής πρόληψης, όπως λένε οι νομικοί. Πάει να πει, για να μην το ξανακάνει ο ίδιος και για να μην το κάνουν άλλοι. Στην προκειμένη περίπτωση, όλοι οι κατηγορούμενοι έχουν παρελάσει από το δικαστήριο λέγοντας ότι θα ξαναέκαναν ακριβώς το ίδιο. Απαντούν όλοι σταθερά πως δεν θα άλλαζαν τίποτα στη συμπεριφορά τους αν γύριζε ο χρόνος πίσω, παρά το ότι έχασε τη ζωή του ένας αθώος, ένας άνθρωπος που δεν έβλαψε κανέναν.
Το θεωρώ αδιανόητο ότι το δικαστήριο μπορεί να επιβραβεύσει αυτή τη στάση. Το να συνδυάσουμε τις εικόνες που είδαμε με μία αθωωτική απόφαση για τους αστυνομικούς θα σημαίνει, για ακόμη μία φορά, ότι η στολή είναι κάποιου είδους ηθικό και νομικό «free pass».
Δυστυχώς δεν είναι κάτι που το μαθαίνουμε τώρα. Το ξέρει πολύ καλά η οικογένεια του Γρηγορόπουλου και το ξέρει, ή έστω το μαθαίνει τώρα, πολύ καλά η οικογένεια του Νίκου Σαμπάνη. Αν το δικαστήριο ευθυγραμμιστεί με την εισαγγελική πρόταση, οι αστυνομικοί θα φύγουν με ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη την ώρα που έχει χαθεί μια ανθρώπινη ζωή μέσα στα χέρια τους.
Θα δικαιωθεί το ανέμελο ύφος με το οποίο ήρθαν να απολογηθούν στο δικαστήριο, γιατί γνώριζαν πολύ καλά ότι το παιχνίδι είναι στημένο. Ότι δηλαδή το κράτος δεν αφήνει ποτέ τα όργανα επιβολής της βούλησής του στην κοινωνία, τους αστυνομικούς, ακάλυπτα. Είναι λεπτομέρεια ότι την υπεράσπιση δεν έχει πια ο ίδιος ο Θάνος Πλεύρης. Αυτό που συμβόλιζε η παρουσία του στο δικαστήριο εξακολουθεί να ισχύει.
Πριν κλείσω όμως θέλω να μιλήσω για μία άλλη πλευρά, αυτή που συμβολίζει η παρουσία των τριών μανάδων που βρέθηκαν στο δικαστήριο. Της Άννας Ψαράκου, -μητέρας της Γαρυφαλλιάς, της Ελένης Κρεμαστιώτη -μητέρας της Ερατώς, και της Μάγδας Φύσσα. Δεν θα μετέφερα βέβαια σε άρθρο όσα ξέκλεψα ως ωτακουστής δίπλα σε αυτόν τον πυρηνικό αντιδραστήρα ανθρώπινου πόνου.
Η παρουσία τους στο δικαστήριο δείχνει ότι υπάρχει ένα νήμα που συνδέει αυτές τις υποθέσεις και η δική μας υποχρέωση είναι, παρότι ποτέ δεν θα καταφέρουμε ποτέ να διανοηθούμε τον πόνο τους, να αντιληφθούμε ποιο είναι αυτό το κρυφό νήμα που τις συνδέει.
Στην καφετέρια που καθίσαμε μετά την εισαγγελική αγόρευση, υπήρχε ανοιχτή τηλεόραση η οποία μοιραία θα έδειχνε, τι άλλο;, τις διαρκείς, ατελείωτες “εξελίξεις” στην υπόθεση Πισπιρίγκου. Είναι η υπόθεση στην οποία τα θύματα είναι απολύτως αθώα και η κατηγορούμενη το απόλυτο τέρας. Εξ ου και οι ανερυθρίαστες ιαχές για λυντσάρισμα και κρεμάλες, που ενώνουν υποτίθεται όλη την κοινωνία. Μας ενδιαφέρουν όμως εμάς οι γυναικοκτονίες, μας ενδιαφέρει η Χρυσή Αυγή και το τάγμα εφόδου της Νίκαιας, μας ενδιαφέρει η δολοφονία του Ζακ, όχι γιατί κάποιος, κάπου διέπραξε ένα έγκλημα, αλλά γιατί νιώθουμε ότι υπάρχει ένα πέπλο προκλητικής “κατανόησης” προς αυτούς τους δράστες και μαζί σπίλωσης των θυμάτων, που απηχεί τις νοσηρές αξίες ενός σημαντικού κομματιού της κοινωνίας το οποίο αποδέχεται και επικροτεί αυτή τη βαρβαρότητα κραυγάζοντας “καλά να πάθουν”. Αυτό πρέπει να το πολεμήσουμε μιλώντας, γράφοντας και διαδηλώνοντας, μέχρι που οι δράστες αυτών των εγκλημάτων να μη νιώθουν τόσο προστατευμένοι από την κοινωνία και τη δικαιοσύνη και τα θύματα τόσο απροστάτευτα. Λίγο πολύ, αυτό διακυβεύεται και στη δίκη των δολοφόνων του Ζακ.