Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις των τελευταίων δύο εβδομάδων, ο Μακρόν παρουσιάζεται να προηγείται σταθερά έναντι της Λεπέν, διατηρώντας ένα προβάδισμα το οποίο ξεκινά από τις έξι μονάδες (53% – 47%) και φτάνει ως τις 15 μονάδες (57,5% – 42,5%). Υπενθυμίζεται πως στις προηγούμενες προεδρικές του 2017, ο Μακρόν είχε επικρατήσει έναντι της Λεπέν με περίπου 66% έναντι 34%.
Στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των δημοσκοπήσεων, ο Μακρόν κερδίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών στα ζητήματα της αντιμετώπισης της πανδημίας, της εξωτερικής πολιτικής και του περιβάλλοντος, με τη Λεπέν να πετυχαίνει καλύτερα ποσοστά στα ζητήματα της ασφάλειας, της μετανάστευσης και των συντάξεων. Το κοινό παραμένει αμήχανο να επιλέξει όταν στο τραπέζι τίθενται τα ζητήματα της κοινωνικής ανισότητας, της τρομοκρατίας και της κατάστασης του συστήματος υγείας.
Στις ηλικιακές κατηγορίες, το στοίχημα και των δύο υποψηφίων έγκειται στην εισχώρηση στο νεανικό κοινό, που στον πρώτο γύρο είχε επιλέξει κατά κόρον τον Μελανσόν.
Χθες, σε κοινό τους άρθρο στη Le Monde, ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς και οι πρωθυπουργοί της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, Πέδρο Σάντσες και Αντόνιο Κόστα έστειλαν μήνυμα υπέρ του Μακρόν.
«Είναι η επιλογή μεταξύ ενός δημοκρατικού υποψηφίου, ο οποίος γνωρίζει ότι η δύναμη της Γαλλίας αυξάνεται σε μια ισχυρή και ανεξάρτητη Ευρωπαϊκή Ένωση και μιας υποψήφιας της ακροδεξιάς, η οποία στέκεται ανοιχτά αλληλέγγυα με όσους επιτίθενται στην ελευθερία και στη δημοκρατία μας», γράφουν οι τρεις ηγέτες.
Παρόμοια ο υπουργός Εξωτερικών του Λουξεμβούργου, Ζαν ‘Ασελμπορν, σε δηλώσεις του στον ραδιοσταθμό WDR, «βλέπει» τη Γαλλία σε ενός είδους «πολιτικό εμφύλιο πόλεμο» και προειδοποιεί ότι ενδεχόμενη εκλογική νίκη της Λεπέν θα οδηγούσε σε ανεπανόρθωτη ζημιά για την ουσία του σχεδίου ειρήνης και αξιών της ΕΕ. «Μετά τον Τραμπ και το Brexit, η Λεπέν θα ήταν θανατηφόρα» για την ΕΕ, δηλώνει.