Φυσικά, ένας δημόσιος εξευτελισμός ενός ηγέτη πάντα είναι αστείος, τόσο λόγω των αντιδράσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όσο κι επειδή προσφέρει μια φτηνή ομολογουμένως μορφή δικαίωσης, μια στιγμή που εμείς οι από τα κάτω, οι εξουσιαζόμενοι, μπορούμε να γελάμε και να αισθανόμαστε στιγμιαία ανώτεροι των από τα πάνω, των εξουσιαστών. Όμως, αυτή η στιγμή, που συνειρμικά μου θύμισε την προ μηνός χειραψία του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, με τον αέρα στο τέλος μιας ομιλίας του, με προβλημάτισε και με στεναχώρησε. Πρώτη φορά είδα τέτοιο πολιτικό εξευτελισμό, τέτοιο γκροτέσκο θέαμα με έναν άνθρωπο να ψελλίζει κοιτώντας ανήμπορος το auto-cue, αβοήθητος μπροστά σε ένα εξ ορισμού φιλικό, εσωκομματικό ακροατήριο, ανίκανος να ολοκληρώσει τη φράση του χωρίς μηχανικό βοήθημα (φυσικά μπορεί και να λειτουργούσε κανονικά το auto-cue κι ο ίδιος απλά να έχασε μια σειρά). Θυμήθηκα τότε που έβλεπα εκείνες τις αστείες συνεντεύξεις με τις στημένες ερωτήσεις, και έμεινα άναυδος μπροστά στο επίπεδο πολιτικής και μιντιακής σήψης που μπορεί να φέρει έναν τέτοιο άνθρωπο, έναν άνθρωπο που χάνει τα λόγια του με κάθε ευκαιρία και μπορεί να απευθυνθεί στην κοινωνία μόνο μέσω μαγνητοφωνημένων διαγγελμάτων όπου τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά, ή μέσω συνεντεύξεων με ερωτήσεις για ντολμαδάκια. Έμεινα ενεός.
Είναι η στιγμή που ακούς τα ξυλοπόδαρα να σπάνε και βλέπεις τον κλόουν να πέφτει από δυσθεώρητα ύψη, αποκαλύπτοντας ότι δεν ήταν ο επιβλητικός γίγαντας που μπορεί να τρόμαζε την παιδική σου καρδιά, αλλά απλώς αυτό: ένας κλόουν. Σίγουρα, οι πρώτες σκέψεις είναι οι γνωστές και χιλιοειπωμένες. Ποιος τον έβαλε εκεί, πώς, με ποιους σκοπούς, πόσο φταίμε που τον ανεχόμαστε (το προσφιλές στην αξιωματική αντιπολίτευση σλόγκαν «ΤΨΡΜ», το οποίο οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο βολικό αυτομαστίγωμα του «Μνημόνια/Κούλης/Μέρκελ μέχρι να σβήσει ο ήλιος»).
Σχετικά με τα ξυλοπόδαρα, μπορούν να γίνουν, και πράγματι έχουν γίνει μια σειρά από πολύ ενδιαφέρουσες και χρήσιμες συζητήσεις για τη μιντιακή χούντα που βιώνουμε, αλλά και για τον ρόλο που ακόμα διαδραματίζουν τα παραδοσιακά ΜΜΕ στη διαμόρφωση κλίματος, ψήφων, και συνειδήσεων. Αυτές οι κάποτε περιθωριακές κουβέντες απέκτησαν πιο κεντρικό χαρακτήρα με την έλευση της παρούσας κυβέρνησης, ενώ στο διάστημα που ακολούθησε όλοι ένιωσαν στο πετσί τους τη σημασία τους. Η υπαγωγή της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας (και της ΕΥΠ) ήταν η πρώτη νομοθετική μέριμνα της κυβέρνησης, δύο μέρες μετά την εκλογή της. Έδωσε έτσι το στίγμα της σχετικά με το μιντιακό τοπίο, το οποίο ήδη ήταν εν πολλοίς ελεγχόμενο από τη Νέα Δημοκρατία. Η πανδημία έδωσε το απαραίτητο πρόσχημα για τον περαιτέρω έλεγχό του, καθώς η κυβέρνηση βρήκε την ευκαιρία να θεσμοθετήσει τις Λίστες Πέτσα 1 και 2, οι οποίες λειτούργησαν για την ελεύθερη ενημέρωση περίπου όπως οι βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι για την πολεμική προσπάθεια της Ιαπωνίας το 1945.
Λέξεις όπως «ορμπανοποίηση», «πετσωμένα ΜΜΕ» και άλλες παρεμφερείς καθιερώθηκαν στον καθημερινό λόγο, καθώς η κυβέρνηση ΝΔ δεν μπορούσε να διαμορφώσει την πραγματικότητα την οποία περιγράφουν αυτοί οι όροι τόσο εύκολα όσο τα κεντρικά δελτία ειδήσεων. Περιστατικά όπως η δολοφονία Καραϊβάζ κι η μη εξιχνίασή της, αλλά και οι διαρκείς διώξεις άλλων δημοσιογράφων απλώς επιβεβαιώνουν αυτήν την κατάσταση. Η κατρακύλα της Ελλάδας στη λίστα των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα και άλλες διεθνείς λίστες περί εμπιστοσύνης των πολιτών στα ΜΜΕ είναι το θλιβερό επιστέγασμα των συνειδητών επιλογών της κυβέρνησης. Οι δε απόπειρες λασπολογίας κατά του διεθνούς αυτού οργανισμού από εγχώρια παπαγαλάκια αλλά και την ίδια την κυβέρνηση, προκαλούν θυμηδία και δημιουργούν συνειρμούς για πετεινούς και γαϊδάρους.
Όμως, οι επόμενες σκέψεις οφείλουν να είναι πιο δομημένες και να οδηγούν σε κάποιο αποτέλεσμα. Το «τι πάθαμε» δεν βοηθά πουθενά. Όταν ξυπνάς την 8η Ιουλίου 2019 και βλέπεις ότι το σπίτι σου έχει πλημμυρίσει, πρέπει να κάνεις κάποια βήματα. Πρώτα, να βγάλεις έξω τα βουρκόνερα. Έπειτα, να εξετάσεις τις ζημιές και να τις αποκαταστήσεις. Σίγουρα, αν το σπίτι σου βρίσκεται σε μια περιοχή που μπορεί να ξαναπλημμυρίσει, να δεις τι μπορείς να κάνεις καλύτερα την επόμενη φορά.
Οι πολιτικές αναλογίες είναι οφθαλμοφανείς και δεν χρίζουν επεξήγησης. Η Γαλλία, με το παράδειγμα του Μελανσόν, δείχνει κάποιο δρόμο, ο οποίος, αν συνυπολογίσουμε την απλή αναλογική που θα ισχύει στις επόμενες εκλογές, μοιάζει μονόδρομος: κυβέρνηση λαϊκού μετώπου έκτακτης ανάγκης, με σκοπό την ανάσχεση των καταστροφικών συνεπειών των μεταρρυθμίσεων της τριετίας ΝΔ. Έπειτα, αν οι πολιτικές ενδοκυβερνητικές διαφωνίες δεν επιτρέπουν τη συμπλήρωση τετραετίας, εκ νέου εκλογές. Όλα αυτά δεν γράφονται εύκολα και αβασάνιστα, αλλά θεωρώ ότι αξίζει να καταβληθούν ειλικρινείς προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση. Άλλωστε, ούτε για τα γαλλικά πολιτικά κόμματα ήταν εύκολη η σύμπηξη αυτού του μετώπου, αλλά επικράτησε το ένστικτο της (κοινωνικής) επιβίωσης. Το βέβαιο είναι ότι αυτή η κατάσταση δεν πάει άλλο.
Αυτά φυσικά, αφορούν το ανώτατο πολιτικό επίπεδο. Με άλλα λόγια, είναι το σύστημα που μπορούν να παίξουν οι από τα πάνω. Όμως κι εμείς, οι από τα κάτω, μπορούμε (και πιστεύω ότι οφείλουμε, κυρίως ελλείψει σοβαρότητας από την αξιωματική αντιπολίτευση και άλλα κόμματα, εντός ή εκτός κοινοβουλίου) να αντιδράσουμε. Το δικό μας παιχνίδι παίζεται στους δρόμους, τις πλατείες και τις γειτονιές. Στα αμφιθέατρα και τις σχολικές αίθουσες. Στα γήπεδα και τις καταλήψεις. Το δικό μας παιχνίδι παίζεται και στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, όσο κι αν αυτό ενοχλεί ή ξυπνά μπούμερ αντανακλαστικά ακόμα κι εντός των τάξεών μας. Όλα έχουν τη χρησιμότητά τους, κι αυτό τεκμηριώνεται από τον ρόλο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην απεργία των λιμενεργατών της Cosco, των ντελιβεράδων στις μεγάλες πλατφόρμες, και αλλού, αρκεί να μην περιοριστούμε στη διαιώνιση του «ΜΤΣΤΚ ΓΜΣ» κι εκτονωθούμε έτσι, μέχρι να αποσπάσει την προσοχή μας η επόμενη Πισπιρίγκου που θα φροντίσουν τα ΜΜΕ να γραφτεί για πάντα στον σκληρό δίσκο του εγκεφάλου μας.
Το παιχνίδι το δικό μας, όμως, παίζεται και στον οικογενειακό και φιλικό μας κύκλο. Στο να μην βαριόμαστε να θίξουμε πολιτικά ζητήματα στην καθημερινότητά μας. Κι αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι κάθε καφές ή τραπέζι πρέπει να μετατρέπεται σε ατέρμονη πολιτική συζήτηση, ή, ακόμα χειρότερα, σε κατήχηση, αλλά μάλλον να μη διστάζουμε να εκφραστούμε ή να τοποθετηθούμε σχετικά με τρέχοντα περιστατικά και καταστάσεις της πολιτικής και όχι μόνο επικαιρότητας. Να μπορούμε να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία ασφαλών χώρων για καταπιεσμένες ομάδες, χώρων που θα απορρίπτουν το κυρίαρχο αφήγημα και θα είναι ανοιχτοί σε άλλες ιδέες, άλλα χρώματα δέρματος, άλλες σεξουαλικότητες, άλλες νόρμες, πάντα με συνείδηση και αλληλεγγύη.
Από τις μικρές μέχρι τις μεγάλες πράξεις και μέχρι την ψήφο μας, είναι πολλά αυτά που μπορούμε να κάνουμε. Ας διαλέξει κάθε άνθρωπος το μονοπάτι του, κι ακόμα κι αν δεν ξεκινάμε από την ίδια αφετηρία, αν πηγαίνουμε προς την ίδια κατεύθυνση, θα συναντηθούμε στον δρόμο.