«Η δολοφονία της Αμπού Ακλέχ συνιστά ακόμη μία σοβαρή επίθεση κατά της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης και της ελευθερίας της έκφρασης, εν μέσω της κλιμάκωσης της βίας στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη» σημειώνει ο ΟΗΕ. Η ανακοίνωση αποτελεί μια σπάνια περίπτωση ενότητας του Συμβουλίου Ασφαλείας σε ένα θέμα που σχετίζεται με το Ισραήλ.

Σύμφωνα με διπλωμάτες που μίλησαν στο πρακτορείο ειδήσεων AFP υπό τον όρο της ανωνυμίας, οι διαπραγματεύσεις στο Συμβούλιο Ασφαλείας την Παρασκευή ήταν ιδιαίτερα επίπονες.

Οι πηγές είπαν στο Γαλλικό Πρακτορείο ότι η Κίνα ώθησε τις Ηνωμένες Πολιτείες να αφαιρέσουν παραγράφους που καταδικάζουν τις καταχρήσεις που διαπράχθηκαν κατά των μέσων ενημέρωσης σε όλο τον κόσμο.

Ωστόσο, υψηλόβαθμος Κινέζος αξιωματούχος δήλωσε στο Al Jazeera ότι το Πεκίνο ήταν ένα από τα μέλη που πίεσαν για την ανακοίνωση για τη δολοφονία, και όταν το αρχικό προσχέδιο δεν ανέφερε το Ισραήλ επέμενε να συμπεριλάβει ότι πραγματοποιήθηκε «από τις δυνάμεις ασφαλείας του Ισραήλ».

Ο αξιωματούχος είπε ότι η Κίνα είχε ζητήσει τη διαγραφή ορισμένων παραγράφων από το προσχέδιο για να παραμείνει το κείμενο εστιασμένο στη συγκεκριμένη δολοφονία.

«Απαιτούμε την άμεση, ανεξάρτητη, αμερόληπτη, αποτελεσματική, ενδελεχή και διαφανή διερεύνηση της δολοφονίας της Σιρίν Αμπού Ακλέχ σε πλήρη συμμόρφωση με το αναθεωρημένο εγχειρίδιο των Ηνωμένων Εθνών για την αποτελεσματική πρόληψη και διερεύνηση των εξώδικων, αυθαίρετων και συνοπτικών εκτελέσεων (το Πρωτόκολλο της Μινεσότα για τη διερεύνηση πιθανών παράνομων θανάτων). Καλούμε τις ισραηλινές και παλαιστινιακές αρχές και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς να συνεργαστούν με μια τέτοια έρευνα» υπογραμμίζει η ανακοίνωση του ΟΗΕ.

Υπενθυμίζουμε ότι η δημοσιογράφος πυροβολήθηκε στις 11 Μαΐου κοντά στην είσοδο του προσφυγικού καταυλισμού της Τζενίν, κατά τη διάρκεια ρεπορτάζ σχετικά με μια επιχείρηση σύλληψης που διεξήγαγαν οι ισραηλινές δυνάμεις. Όπως και οι υπόλοιποι δημοσιογράφοι που δραστηριοποιούνται στο πεδίο, η Αμπού Ακλέχ φορούσε προστατευτικό εξοπλισμό που επιτρέπει στους δημοσιογράφους να αναγνωρίζονται με σαφήνεια ως εργαζόμενοι σε μέσα ενημέρωσης.