Ποιος ορίζει όμως τι είναι και τι δεν είναι εκτός θέματος; Φυσικά, η τηλεόραση. Όσο πικρό και αν ακούγεται, η τηλεόραση έχει τη δύναμη να αποφασίζει, ακόμα και σήμερα, αν έχουμε ή δεν έχουμε πόλεμο, αν υπάρχει ή δεν υπάρχει πανδημία, αν έχουμε ή δεν έχουμε οικονομική κρίση.
Θα έλεγε κανείς ότι η οικονομία έχει άμεσες συνέπειες στη ζωή των ανθρώπων, οπότε τι σημασία έχει τι μεταφέρει η επίσημη ενημέρωση, αν το ζουν στο πετσί τους οι άνθρωποι; Αυτό ακριβώς πρέπει να καταλάβουμε: Τίποτα δεν έχει συμβεί, αν δεν το έχει πει η τηλεόραση. Αυτό θα προσπαθήσω να εξηγήσω. Δεν είναι φουσκωμένος ο λογαριασμός της ΔΕΗ, αν δεν το πει ο Γιώργος Αυτιάς. Δεν υπάρχει πόλεμος, αν δεν μας μαλώσει στα άρθρα του ο Πρετεντέρης. Δεν υπάρχουν νεκροί της πανδημίας, αν δεν κλάψει ο σύμβουλος του πρωθυπουργού.
Αυτή είναι η σοκαριστική αλήθεια της ενημέρωσης. Ισχυρίζομαι μάλιστα ότι αυτό ισχύει και για τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, τα social media, όπου νιώθουμε ότι υπάρχει απόλυτη ελευθερία, αλλά στη ζωή όλα είναι σχετικά, ακόμη και ο θάνατος ή οι λογαριασμοί της ΔΕΗ.
Πώς γίνεται να μην έχει πολιτικοποιηθεί η συζήτηση για 30.000 (!) θανάτους, με επιστημονικά διαπιστωμένες παραλείψεις εκ μέρους του κράτους; Γίνεται, απ’ ό,τι φαίνεται. Ο επίσημος λόγος μπορεί να δεξιωθεί περιστασιακά το συνομωσιολογικό επιχείρημα ότι δεν οφείλονται ακριβώς σε κόβιντ όλοι αυτοί οι θάνατοι ή πολύ απλά να αγνοήσει το γεγονός. Να κάνει σαν να μη συμβαίνει.
Γι’ αυτό επιμένω ότι κανείς συγγενής σας δεν έχει πεθάνει από κόβιντ, αν δεν ξαναγυρίσει σε καθημερινή ενημέρωση ο Τσιόδρας.
Όσο για τον πόλεμο, αυτό γίνεται ακόμη πιο κραυγαλέο.
Από την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία, και όσο η τηλεόραση εγκαλούσε μία μερίδα πολιτών κατηγορώντας τους ότι δεν είναι αρκετά ευαίσθητοι, καταλάβαινα πολύ καλά ότι η ευαισθησία της τηλεόρασης θα κρατήσει μόνο για όσο βολεύει, διότι αν αυτοί οι άνθρωποι είχαν καρδιά για να λυπηθούν πρόσφυγες, δεν θα μας έλεγαν μέχρι χθες ότι οι επαναπροωθήσεις δεν συνέβησαν ποτέ, εκτός αν συνέβησαν οπότε καλά κάναμε!
Η πιο δύσκολη διαπίστωση της χρονιάς που πέρασε είναι ότι ο κόσμος των social media ακολουθεί πιστά τις προτεραιότητες και τις ιεραρχήσεις που επιλέγει ο κεντρικός προπαγανδιστικός μηχανισμός του κράτους που λέγεται Λίστα Πέτσα και πρακτικά έχει ως καρδιά του την κυβέρνηση και εκτελεστικούς βραχίονες αργυρώνητους τηλεοπτικούς δημοσιογράφους.
Οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κόσμος του διαδικτύου κατόρθωσε να επιβάλει θέματα στην κεντρική ατζέντα, αφορούσε θέματα πολύ σοβαρά μεν, αλλά όχι κεντρικής πολιτικής.
Πέρσι, το τροχαίο έξω από τη Βουλή, το σκάνδαλο της τηλεκατάρτισης, η αστυνομική βία στη Νέα Σμύρνη, ήταν θέματα πολύ σοβαρά, τα οποία ορθώς και δικαίως ανέδειξε η ανεξάρτητη ενημέρωση και ο κόσμος των social media. Θα υπάρχουν προφανώς και άλλα που ξεχνάω.
Όμως μου φαίνεται πιο απαιτητικό και συνάμα πιο σημαντικό να απαντήσουμε στο ερώτημα αν αυτός ο κόσμος έχει την δυνατότητα να φωνάξει ότι 60 και 70 νεκροί την ημέρα δεν είναι τέλος της πανδημίας, δηλαδή αν μπορεί να (επανα)φέρει στη συζήτηση ένα θέμα κεντρικής πολιτικής, το οποίο η συστημική προπαγάνδα θάβει.
Προσοχή: δεν επιδιώκω σε καμία περίπτωση να κατηγορήσω τον κόσμο γιατί δεν συμπεριφέρεται λίγο περισσότερο όπως θα μου άρεσε εμένα.
Αντιμετωπίζω αυτή την κατάσταση με την ψυχρότητα του ανατόμου, όπως θα έλεγε ο Τσέχωφ, δηλαδή με την επιθυμία να δω και να μάθω, όχι να ηθικολογήσω.
Η επικαιρότητα τη χρονιά που πέρασε ήταν τόσο ρευστή και εναλλασσόμενη, που κανένα θέμα δεν απασχόλησε συνεχόμενα τα σόσιαλ για μέρες.
Ακόμα και τα μεγάλα θέματα της χρονιάς, όπως το ουκρανικό ή η ΔΕΗ και τα καύσιμα, η εκτίναξη του πληθωρισμού, ενώ νομίζουμε ότι συζητούνται συνεχώς, η λεπτομερέστερη παρατήρηση δείχνει ότι αυτό διακόπτεται από μικροθέματα του κόσμου της επίσημης ενημέρωσης και μετά του διαδικτύου, όπως ένα βίαιο έγκλημα ή ακόμα και μια απαράδεκτη δήλωση κάποιου προσώπου της επικαιρότητας, που απασχολούν εμμονικά και μονοθεματικά το διαδίκτυο για λίγες ώρες ή μέρες.
Είναι μια συνήθεια που συνιστά σημαντικό δώρο για τη συστημική προπαγάνδα. Το διαδίκτυο είναι από κατασκευής, προγραμματικά, ο κόσμος της διάσπασης προσοχής. Όπως λέει ο Καρ, η διάσπαση προσοχής είναι το business model της Google. Κερδίζει όσο κλικάρουμε δυναμικά, δηλαδή όσο μας απασχολούν τα πάντα και τίποτα.
Η κανονικότητα της διαδικτυακής επικοινωνίας είναι να έχουμε το μυαλό μας σε σελίδες που ειδικεύονται στην ξυλουργική, τις συνταγές, τον χορό και τα διεθνή, σκρολάροντας αενάως. Αυτή η ποικιλία, που νομίζαμε ότι συμβαίνει ήδη στην τηλεόραση, -έτσι παρατηρούσαν οι πρώτοι που τη μελέτησαν- εκτινάσσεται τώρα σε ύψη αδιανόητα. Όλη η δημόσια συζήτηση είναι καλειδοσκόπιο σε γρήγορη κίνηση.
Ο Neil Postman έγραφε το 1985 ότι η διάσπαση προσοχής είναι η ασθένεια της εποχής μας, μιλώντας για την τηλεόραση στο κλασικό βιβλίο «Διασκέδαση μέχρι θανάτου: ο δημόσιος λόγος στην εποχή του θεάματος».
Έφερνε το παράδειγμα της δημόσιας αντιπαράθεσης μεταξύ Λίνκολν και Ντάγκλας στις αμερικανικές εκλογές, ο οποίος είχε διαρκέσει επτά ώρες. Αναρωτιόταν αν μπορούμε να διανοηθούμε σήμερα ένα κοινό που να μπορεί να αντέξει να παρακολουθήσει μία συζήτηση που διαρκεί 7 ώρες.
Οποιαδήποτε ενσώματη εμπειρία σήμερα διαμεσολαβείται από το αντανακλαστικό ανέβασμα ενός story ή μιας live αναμετάδοσης, όπου βεβαίως μετρά κάνεις αμέσως μετά τα σχόλια και τις αντιδράσεις. Τα σχόλια και οι αντιδράσεις αποτελούν συνειδητό και οργανωμένο μηχανισμό για να παράγεται εθισμός στη διαδικτυακή πλευρά της ζωής.
Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν υπάρχει καμία εμπειρία που να μην προσβάλλεται σιγά-σιγά από τη διάσπαση προσοχής. Από το διάβασμα μέχρι το σεξ, δεν υπάρχει τίποτα που να μην το διαπερνά η φρενίτιδα των ρυθμών του διαδικτύου.
Ξαναλέω ότι δεν έχω καθόλου την πρόθεση να ηθικολογήσω, ζητώντας από τους ανθρώπους να επιστρέψουν σε κάποιο παραδείσιο προτεχνολογικό παρελθόν. Έχω όμως την εντύπωση ότι δεν κάνω λάθος σε αυτά που παρατηρώ και ότι δεν θα μας βγουν σε καλό.
Δεν βρέχει, δεν χιονίζει, δεν έχει καύσωνα ή παγωνιά, αν δεν το πουν οι ειδήσεις. Αυτό εξακολουθεί να συμβαίνει, ακόμη και σήμερα, που όλοι νιώθουν ότι διαθέτουν ατομική φωνή, ένα διαδικτυακό προφίλ στο οποίο γράφουν “ό,τι θέλουν”. Αυτό που θέλουν, μοιάζει πολύ με τη σκηνή από τη Ζωή του Μπράιαν, όπου όλοι μαζί φωνάζουν εν χορώ ότι είναι μοναδικοί.
Είμαστε συντονισμένοι σε μια παραζάλη χωρίς κέντρο, όπου πιστεύουμε ότι διαμορφώνουμε έστω μικρόκοσμους που αντανακλούν τις ευαισθησίες μας, ενώ ακόμη και αυτό κατακυριεύεται από τη μία και μόνη σταθερά της εποχής: τη διάσπαση προσοχής.