της Μαρίας Απατζίδη -Βουλεύτρια Α΄ Ανατολικής Αττικής με το ΜέΡΑ25
Η κυβέρνηση πέρασε πρόσφατα από την Βουλή μία κωδικοποίηση των νόμων περί του μεταναστευτικού και προσφυγικού, η οποία επιχειρεί να συνοψίσει όλα τα αντιδραστικά νομοθετήματα που έχει φέρει το μνημονιακό τόξο τα τελευταία χρόνια. Η κωδικοποίηση αυτή υποτίθεται ότι ενσωματώνει ευρωπαϊκές οδηγίες. Στην πραγματικότητα, όμως, τις μεταφέρει στις συνθήκες που επικρατούν αυτήν την στιγμή στην Ελλάδα με τις παράνομες επαναπροωθήσεις. Το νομοσχέδιο περιέχει διατάξεις στα όρια της ευρωπαϊκής νομιμότητας, οι οποίες κλείνουν το μάτι σε παράνομες πρακτικές.
Λόγου χάρη, για το Συμβούλιο της Ευρώπης, η διοικητική κράτηση κανονικά αποτελεί ένα μέτρο για εξαιρετικά έκτακτες περιστάσεις. Όμως το νομοσχέδιο κανονικοποιεί τις κρατήσεις μέχρι και 3 χρόνια. Τις θεωρεί σαν να είναι κάτι απολύτως κανονικό και όχι κάτι εντελώς έκτακτο. Ο Έβρος έχει καταστεί μία περιοχή όπου δεν τηρούνται όσα επιτάσσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όταν έχουμε να κάνουμε με πρόσφυγες και μετανάστες, οι οποίοι μένουν αβοήθητοι στις νησίδες του Έβρου για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Εξάλλου, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία η αναστολή της εξέτασης αιτημάτων ασύλου θεωρείται «παράνομη», γεγονός που πρέπει επίσης να μας προβληματίσει. Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι το νομοσχέδιο τέθηκε με υπερβολική ταχύτητα προς ψήφιση, χωρίς να γίνει η απαραίτητη διαβούλευση. Αυτό δείχνει ότι η κυβέρνηση απωθεί με ένοχο τρόπο μία σοβαρή συζήτηση για το προσφυγικό και το μεταναστευτικό, η οποία, όμως, πρέπει κάποτε να γίνει.
Η λογική του νομοσχεδίου δεν είναι η ένταξη των προσφύγων και μεταναστών στις τοπικές κοινωνίες, αλλά η τοποθέτησή τους έξω από τα αστικά κέντρα, σε κλειστά γκέτο. Στην ουσία έχουμε να κάνουμε με μια τραγική τριπλή εργαλειοποίηση των κατατρεγμένων αυτών ανθρώπων: α) Η Ευρωπαϊκή Ένωση θέλει να κάνει τα νησιά της Ελλάδας «αποθήκες ψυχών», για να μην προχωρήσουν οι πρόσφυγες και μετανάστες στις χώρες της Βόρειας και Δυτικής Ευρώπης. β) Ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν θέλει για γεωπολιτικούς λόγους να μαζευτούν πολλοί πρόσφυγες στην Ελλάδα και ιδίως στα νησιά, τα οποία θέλει να «γκριζάρει». γ) Από τη μεριά της, η Νέα Δημοκρατία χρησιμοποιεί μία πολιτική απολύτως σαδιστική προς τους πρόσφυγες, προκειμένου να συσπειρώσει το ακροδεξιό κοινό στο οποίο απευθύνεται. Ο τρόπος με τον οποίο «διαφημίζεται» εμμέσως πλην σαφώς η ταλαιπωρία των προσφύγων/μεταναστών και η βία, που τους ασκείται, δεν έχει μόνο ως αποδέκτη τους αλλοδαπούς, για να τους αποτρέψει από την προσπάθεια εισόδου στην Ελλάδα, αλλά έχει και ως σκοπό την επαναπροσέλκυση στη ΝΔ ενός ακροδεξιού ακροατηρίου, στο οποίο οξύνει τα ρατσιστικά αντανακλαστικά. Η λύση είναι να γίνει ακριβώς το αντίθετο, ώστε να αποφύγουμε τον τριπλό φαύλο κύκλο. Χρειάζεται οι πρόσφυγες και μετανάστες να διασπαρούν αρμονικά σε όλην την Ελλάδα και να ενσωματωθούν δημοκρατικά στις τοπικές κοινωνίες.
Κύριος σκοπός του νομοσχεδίου, όμως, είναι να γίνεται μια πολύ γρήγορη fast track προσχηματική εξέταση των αιτήσεων ασύλου, ώστε οι αιτούντες άσυλο να απορρίπτονται και να μπορούν να διωχθούν. Ενώ από την άλλη, υπάρχουν μέτρα που λάμπουν διά της απουσίας τους, καθώς δεν υπάρχει επαρκής μέριμνα για περίθαλψη και εκπαίδευση των προσφύγων και μεταναστών, δηλαδή για ενσωμάτωση.
Χρειάζεται να διαγνώσουμε τι δεν είναι και τι είναι το προσφυγικό. Πρόκειται για ένα πρόβλημα που δεν είναι ελληνοτουρκικό, αλλά πανευρωπαϊκό. Δεν είναι θέμα καταστολής και προστασίας/ εθνικής άμυνας, αλλά θέμα πολιτικής δημοκρατικής ενσωμάτωσης βάσει του διεθνούς δικαίου. Το μνημονιακό τόξο κάνει ό,τι μπορεί για να θεωρηθεί το πανευρωπαϊκό ή και παγκόσμιο αυτό ζήτημα ως ένα τοπικό θέμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η πολιτική της κυβέρνησης είναι αδιέξοδη, ακριβώς επειδή θεωρεί το προσφυγικό ως ζήτημα «φύλαξης των συνόρων» από την «εισβολή ενός εχθρού». Η κυβέρνηση κάνει τον νταή στους αδύναμους πρόσφυγες, την ίδια στιγμή που είναι δουλική προς τους ισχυρούς της Ευρώπης. Πρέπει να γίνει το αντίστροφο: Να είμαστε γενναίοι με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και με κατανόηση για τα προβλήματα των κατατρεγμένων ανθρώπων. Αυτό που χρειάζεται είναι η μέγιστη δυνατή πίεση στην Ευρωπαϊκή Ένωση για ανάληψη της ευθύνης που της αναλογεί, ακόμη και με βέτο σε αποφάσεις της.
Παρωχημένη η διάκριση προσφύγων και μεταναστών
Η Δύση χρησιμοποιεί το διεθνές δίκαιο, ώστε να διαχωρίζει ανάμεσα αφενός σε εκλεκτούς «πρόσφυγες», λόγου χάρη τα θύματα του πολέμου στην Ουκρανία που όντως πρέπει να βοηθήσουμε, και, αφετέρου, στους μη εκλεκτούς «μετανάστες», λόγου χάρη θύματα πολέμων στη Μέση Ανατολή και την Αφρική.
Όμως, οφείλουμε να θυμηθούμε ότι λ.χ. οι Αφρικανοί είναι θύματα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που εφαρμόστηκαν με τα Προγράμματα Δομικής Προσαρμογής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου σε χώρες όπως η Γκάνα και η Νιγηρία, και ως προς αυτό μοιάζουν εντυπωσιακά με τους Έλληνες της μνημονιακής περιόδου που αναγκάζονται να μεταναστεύσουν. Σήμερα, αυτές οι απάνθρωπες καταστάσεις εντείνονται ακόμα περισσότερο με την κλιματική αλλαγή, οπότε έχουμε ηθική υποχρέωση προς τους κλιματικούς πρόσφυγες. Όταν τα παιδιά της κρίσης των μνημονίων φεύγουν σε ξένες χώρες για να επιβιώσουν, είναι υποκρισία να μην αναγνωρίζουμε ένα παρόμοιο δικαίωμα σε ανθρώπους που βρέθηκαν στην ίδια ή σε χειρότερη μοίρα με εμάς λόγω των ίδιων νεοφιλελεύθερων πολιτικών του ΔΝΤ.
Βραχυπρόθεσμα, αυτό που χρειάζεται να γίνει είναι να προωθηθούν άμεσα οι πρόσφυγες στην ενδοχώρα, να δημιουργηθούν πολλές μικρές ανθρώπινες υποδομές σε όλη την επικράτεια. Με τη συμμετοχή των δήμων αλλά και τη δυνατότητα των τοπικών αρχών να προσκαλούν για συγκεκριμένο χρόνο οικογένειες μεταναστών που είναι διατεθειμένες να ενταχθούν παραγωγικά στον τόπο μετά από συνέντευξη. Μακροπρόθεσμα, χρειάζεται να δοθεί μόνιμη άδεια εργασίας και παραμονής σε όποιον έχει κλείσει διετία στη χώρα ως εργαζόμενος και σε όποιον έχει κλείσει δεκαετία χωρίς να εργάζεται, καθώς και σε όλα τα παιδιά που έχουν γεννηθεί στη χώρα μας. Και να αρχίζει εντός διετίας η διαδικασία παροχής υπηκοότητας για όσους έχουν μόνιμη άδεια εργασίας/παραμονής. Επίσης, να παρασχεθεί δικαίωμα σε όσους έχουν λάβει μόνιμη άδεια εργασίας ή παραμονής να φέρουν στη χώρα την οικογένειά τους, εφόσον έχουν συμφωνήσει με συγκεκριμένο δήμο ή κοινότητα για την εγκατάστασή τους.
Παρόμοια αρχικά μέτρα είναι μια αρχή, ώστε να δούμε και πάλι το προσφυγικό- μεταναστευτικό ως ένα ζήτημα ανθρωπισμού, διεθνούς αλληλεγγύης και πανανθρώπινων δικαιωμάτων αντί για ζήτημα ασφάλειας και δημόσιας τάξης, όπως είναι η λογική της κυβέρνησης με τα σχετικά νομοσχέδια που ψηφίζει.