Έναν ολόκληρο χρόνο, μαζί με την Νέλλη, κάναμε κοπάνα από τον «Ηράκλειτο», κορίτσια του νεόκοπου λυκείου, για να πάμε κάπου στα Εξάρχεια ή στην Σόλωνος, να ακούσουμε στο τρατζιστοράκι τις περιπέτειες των αγαπημένων μας ηρώων. Φοιτήτριες, στο θρυλικό «σπίτι των κτηνιάτρων», Πατρών και Αναλήψεως, με την συγκάτοικο Γεωργία και την κολλητή Μαίμη, ανεβάζαμε παραστάσεις, ολόκληρα σκετς, ακούγαμε τραγούδια και επεισόδια σε βινύλιο, θαυμάζαμε τη Μαίμη να αλλάζει μεταξύ Πιπινέζας και παπαγάλου με ταλέντο γκραν θεατρίνας… Δεν ήμασταν Ζουλού, δεν ήμασταν Παπούα, ήμασταν η άγρια φυλή των Λιλιπούα.
Κι ύστερα, παραστήσαμε πως μεγαλώσαμε για να έρθει η σειρά μας να παίξουμε την Παπουαλίλη, και αναθρέψαμε με τις ίδιες ιστορίες μια ακόμη γενιά. Τη νανουρίσαμε με τη Ρόζα Ροζαλία και την κολυμβήτρια την Κινέζα, τη ντύσαμε τις απόκριες Δρ. Δρακατώρ, βινύλια και cd πια μας δίναν το δικαίωμα να μοιραστούμε πάλι ρόλους, αν και τώρα του Μπιξ Μπιξ και της Μπομπίλας, γιατί έπρεπε να ξαναμικρύνουμε ευτυχείς. Και κάπως έτσι χτίσαμε δεσμούς τραγουδιστούς και πολύχρωμους που κρατάνε ακόμη.
Δεσμούς που υπόγεια συντήρησαν και γιγάντωσαν την Λιλιπούπολη, την μετέτρεψαν από εποχιακό σε διαχρονικό φαινόμενο, αλλά, ως τώρα, δεν είχαν γίνει αληθινή έρευνα, καταγραφή των ντοκουμέντων μιας εποχής και πολλών νεοτήτων, μια γερή, θεμελιωμένη δουλειά πάνω στην Λιλιπούπολή μας. Κι ύστερα ήρθε ο Γιώργος Ι. Αλλαμανής, ένα ακόμη από τα τρομερά παιδιά του «ΗΧΟΣ και Hi- Fi», κι ανασήκωσε τα μανίκια, δουλεύοντας σκληρά πέντε χρόνια. Για να μας παραδώσει ένα από τα πιο όμορφα ντοκουμέντα μιας ολόκληρης εποχής, που σε κάνει α σιγοτραγουδάς, να χαμογελάς, να τσαντίζεσαι. Που διαβάζεται σαν ταινία.
Όταν δει κανείς τον τόμο καταλαβαίνει γιατί χρειάστηκε πέντε χρόνια αυτή η πολύτιμη δουλειά και γιατί, και δικαίως, χαρακτηρίστηκε χάρτινο ντοκυμανταίρ. Όμως, η πρώτη απορία μου είναι, πώς ξεκίνησε, πώς συνέχισε και πώς έφτασε σε αυτό το αποτέλεσμα; Tι το γέννησε και πώς το ανέθρεψες πέντε ολόκληρα χρόνια;
Ξεκίνησε όταν ο ΣΥΡΙΖΑ διατυμπάνιζε πως αρκεί ένας νόμος του ενός άρθρου για να μπει φρένο στην κατηφόρα. Τότε θυμήθηκα ότι υπάρχουν (και) προσωπικές λύσεις, έστω σαν ομπρελίτσα σε μια γωνιά της πραγματικότητας. Συνέχισε ως συνυποψήφιο θέμα για έρευνα δίπλα σε άλλα δύο: τη βιογραφία του Άκη Πάνου και τη διερεύνηση του (ακόμη) αναπάντητου ερωτήματος «τι ακριβώς έκανε ο Μάνος Χατζιδάκις έξι χρόνια στην Αμερική;».
Τα μεν παιδικά και νεανικά χρόνια του Πάνου ήταν βαθιά χωμένα στη λήθη, χωρίς ζώντες συνοδοιπόρους για να αναζητήσω τη μνήμη τους όπως έχω καλομάθει να κάνω στις έρευνές μου (με όρους oral history πορεύτηκα και στη βιογραφία του Νικόλα Άσιμου, που εκδόθηκε το 2000). Η δε αμερικανική περίοδος του Χατζιδάκι απαιτούσε να βρω χρηματοδότη της έρευνας, γιατί δεν έμεινε καρφωμένος στη Νέα Υόρκη αλλά ταξίδεψε στην Καλιφόρνια, στο Λονδίνο και στο Παρίσι, πήγε ακόμη και στην Τεχεράνη. Κι εγώ με δυσκολία έβαζα βενζίνη για να πάω μέχρι το Λεωνίδιο. Το λέω γιατί είχα θέσει ως προσωπικό όρο να ξεκινήσω το επόμενο βιβλίο μόλις θα έκανα κατοικήσιμο ένα μισογκρεμισμένο σπιτάκι που είχα αγοράσει σε μια πλαγιά του νότιου Πάρνωνα. Τον Αύγουστο του 2016 έγινε κι αυτό – με τσιμέντο για πάτωμα, παλέτες για κρεβάτι και αγριολούλουδα στο χωράφι -, τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς άνοιξα στον υπολογιστή μου τα πρώτα folder για τη Λιλιπούπολη.
Έτσι γεννήθηκε, ως ανάγκη προσωπικής διαφυγής. Το ανέθρεψα με …στερήσεις. Δεν γκρινιάζω, απλά εννοώ ότι καταναλώνεις πολύ χρόνο και φαιά ουσία, ότι χρησιμοποιείς στο μάξιμουμ τα επαγγελματικά σου εργαλεία. Έχει όμως μια άγρια χαρά αυτό. Δεν έστηνα άλλη μία «Ανασκόπηση της χρονιάς» στο Βήμα, όπου επί 17 χρόνια εργάστηκα ως αρχισυντάκτης στο Τμήμα Διεθνών Ειδήσεων (και πέρασα θαυμάσια λόγω του συγκεκριμένου…ακατανόητου στους πολλούς ρεπορτάζ – ξέρεις εσύ -, δεν έκανα σέρβις σε ντόπιους σωτήρες), επιτέλους δούλευα για τον εαυτό μου.
– Είχα την τύχη να διαβάζω το βιβλίο νωρίτερα τον Ιούνιο, όταν το διαδίκτυο γέμισε Χατζιδάκι. Έναν από τους βασικούς ήρωές σου, σε αυτή την έρευνα, μη πω και θεμέλιο λίθο της. Δίνεις την εικόνα του διευθυντή Χατζιδάκι, που παραμένει ωστόσο ο δημιουργός Χατζιδάκις, με τρόπο που εμένα τουλάχιστον με συγκίνησε. Πόσο σπάνια συνδυάζονται αυτά τα δύο, και ποιες αρετές του τα κατάφεραν;
Έχεις δίκιο, ο Χατζιδάκις είναι ο θεμέλιος λίθος όχι μόνο της εκπομπής «Εδώ Λιλιπούπολη» αλλά του αληθινού θαύματος, του Τρίτου Προγράμματος επί των ημερών του (1975-1982). Ως δημιουργός δεν πάτησε το pause ούτε στιγμή. Παράλληλα με την πολιτιστική διαχείριση του ραδιοφωνικού φαινομένου, στον «αέρα» των FM αλλά και στις αποκεντρωμένες συναυλίες και εκδηλώσεις στην Εθνική Πινακοθήκη, στα Ανώγεια, στο Ηράκλειο, στην Κέρκυρα και αλλού, συνέθετε και εξέδιδε δίσκους υψηλότατου επιπέδου όπως η «Αθανασία», «Τα παράλογα» και «Η εποχή της Μελισσάνθης» – ο τελευταίος είναι η Κιβωτός των δικών του πέτρινων χρόνων (Κατοχή-Δεκεμβριανά-προανάκρουσμα Εμφυλίου).
Ο διευθυντής Χατζιδάκις και ο καλλιτέχνης Μάνος συνυπήρχαν αρμονικά. Με βαρύ προσωπικό τίμημα ίσως, αν σκεφτούμε ότι η «υπαλληλική περίοδός» του κλονίστηκε από δύο εμφράγματα: ένα τον Νοέμβριο του 1975 κι ένα τον Δεκέμβριο του 1980.
Βασική αρετή του ήταν η επιλογή σπουδαίων συνεργατών. «Νέοι, μορφωμένοι, ταλαντούχοι, με λύσσα για δουλειά» όπως έλεγε ένας από τους επιφανέστερους, ο βαρύτονος και ιδρυτής της Χορωδίας του Τρίτου, Αντώνης Κοντογεωργίου.
Εμπιστευόταν το ένστικτό του, ακόμη κι αν κάποιοι – λίγοι – δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες του ή τον πολέμησαν όπως ο μουσικοκριτικός Γιώργος Λεωτσάκος. Επίσης προσελάμβανε …παρέες, τους πρόσφερε όλα τα μέσα για να κάνουν τη δουλειά τους (μηχανήματα, τεχνικούς, μουσικούς κ.λπ) και υλοποιούσε 10 σχέδια ενώ είχε ανακοινώσει…50 (απ’ τα οποία τα 40 έμεναν στα χαρτιά) και σκεφτόταν άλλα…100. «Καλό είναι αυτό;» θα αναρωτηθεί εύλογα κάποιος. Ολίγον χαοτικό, αλλά καλό – νομίζω. Διότι ποτέ δεν έμενε άπρακτος και ό,τι βγήκε στον αέρα ήταν «από ένα επίπεδο και πάνω» που λένε.
Βέβαια ήταν οξύθυμος και μπορούσε να αδικήσει συνεργάτες του (εξόρισε για λίγους μήνες τον Γιώργο Παπαστεφάνου στο …Λογιστήριο της ΕΡΤ και, αργότερα, τη Ρηνιώ Παπανικόλα από το Τρίτο) ενώ πολέμαγε να διοικήσει μία δημόσια ραδιοφωνική συχνότητα σαν να ήταν ιδιωτικό (του) Πολιτιστικό Ίδρυμα.
– Δεν ξέρω ποιος έγραψε στο δελτίο Τύπου «δεν είναι παιδικό βιβλίο, δε νοσταλγεί», αλλά να του πεις πως κατάφερε να έχει μαζί πολύ δίκιο και μπόλικο άδικο. Είναι περίτεχνος ο τρόπος που μπλέκονται οι μνήμες κι η αγάπη όλων μας – η νοσταλγία- με την ιστορία, στο βιβλίο σου, και ειδικά για όσους φτύσαμε αίμα να διασώσουμε την παιδικότητά μας (δύσκολη δουλειά). Δεν είναι παιδικό βιβλίο αλλά αποτελεί έναν ύμνο στην παιδικότητα, δεν νοσταλγεί αλλά χτίζει την εικόνα του νέου κλασσικού, που είναι η Λιλιπούπολη, λέω. Εσύ τι λες; Είναι πια κλασσική η Λιλιπούπολη; Και γιατί μας άφησε τέτοιο στίγμα;
Μνήμες και νοσταλγία, χωρίς τεκμηριωμένα γεγονότα και αναστοχασμό, μου μοιάζουν υλικά κατεδαφίσεων για «παλιούς καλούς καιρούς» που «δεν θα ξαναγυρίσουν». Προσωπικά τα αποφεύγω, αντλώντας από το παρελθόν διδαχές, αφηγήσεις και έργα τέχνης που συγκινούν (ακόμη) σήμερα.
Πολύ ωραία η έκφραση «νέο κλασικό» που χρησιμοποιείς. Το βιβλίο μου, όπως και η Λιλιπούπολη στην ακμή της (1979) δεν είναι «παιδικό» γιατί δεν απευθύνεται σε παιδιά-αναγνώστες. Αλλά ναι, στοχεύει κατεξοχήν σε όσους έφτυσαν αίμα να διασώσουν την παιδικότητά τους. Το κάνει ακτινογραφώντας για πρώτη φορά τα 213 σωζόμενα επεισόδιά της, βάζοντάς τα δίπλα στα πασίγνωστα τραγούδια της και συνδέοντας τα αόρατα νήματα της «προϊστορικής» Μεταπολίτευσης με το ζοφερό σήμερα του «μετά την ήττα», με όσες εστίες πολιτικής και αισθητικής αντίστασης μας απέμειναν.
Νιώθω ότι είναι ζήτημα χρόνου αυτή η ολιστική θεώρηση να κάνει κλασική μια εκπομπή που άφησε τέτοιο στίγμα, απ’ τη μια φτερουγίζοντας στο όνειρο πάνω στην πλάτη του άσπρου ελέφαντα Μπέμπαντα, κι απ’ την άλλη ξεφτιλίζοντας τους Χαρχούδες και τους Πρίγκιπες της εξουσίας.
– Περνούν όλοι οι δημιουργοί, πρωταγωνιστές, δευτεραγωνιστές, μέσα από τις σελίδες σου, έχεις κάνει 51 συνεντεύξεις, έχεις φέρει στο φως άγνωστα στοιχεία, καταγράφεις ανέκδοτα, κόντρες, αγάπες, δίνοντας υλικό πέρα και από τη Λιλιπούπολη. Είναι μερικά πράγματα που τα περιμένει κανείς, και άλλα που δεν τα περιμένει και που χωράνε, χωρίς να γίνονται λεπτομέρειες. Ας πούμε, εκεί που αφιερώνεις κάποιο χώρο στη Σαπφώ Νοταρά, χωράει μέσα το τσιγάρο και ο καπνός της, όπως και η φτώχεια της που νοιάστηκαν οι φίλοι και της πρόσφεραν τη δουλειά. Χωράει ο άνθρωπος κι η εποχή (που κάπνιζες τα στούντιο!). Πώς επιλέγει κανείς όταν έχει τέτοιο, τόσο υλικό;
Μαζεύει βουλιμικά πληροφορίες και ντοκουμέντα, κρατάει κατεβατά από σημειώσεις, τακτοποιεί, χρονολογεί, γυρεύει απαντήσεις σε μια ζούγκλα από ερωτήματα που γεννούν άλλα ερωτήματα. Και…αναβάλλει διαρκώς την στιγμή της συγγραφής. Εγώ τουλάχιστον αυτό έκανα, και μάλιστα με όρους μοναχοπαιδιού, χωρίς να ανακοινώνω δεξιά αριστερά πού βρίσκομαι, πέρα από τη γυναίκα μου, την γραφίστρια και σελιδοποιό Μάγδα Διαλεκτού, και έναν στενό κύκλο φίλων.
Τα πρώτα τέσσερα από τα πέντε χρόνια της ενασχόλησής μου με το θέμα δεν έγραψα ούτε μία φράση από το βιβλίο. Είναι ο τρόπος μου για να αισθανθώ ασφαλής, ότι δεν χάθηκαν απαραίτητα κομμάτια του παζλ. Μετά, έστησα τη δομή των κεφαλαίων, την τύπωσα και την καρφίτσωσα στον τοίχο. «300 – 320 σελίδες» είπαμε με τη Μάγδα. Βγήκαν 352. Η συγκρότηση ενός «μεγάλου αφηγήματος» και η πρόθεση το βιβλίο να διαβάζεται «σαν νεράκι» παρά τον όγκο των πληροφοριών, καθόρισαν την μετα-ιντερνετική σελιδοποίηση: εικόνες και ντοκουμέντα σχεδόν παντού, σαν υπόγειο web design. Αλλά και εκλαΐκευση χωρίς εκπτώσεις, προσωπικές κρίσεις και ανάδειξη της αστείας πλευράς των γεγονότων όπου αυτή υπήρχε.
Τα υπόλοιπα τα ανέλαβε η εμπειρία, αν θες το…κοπίδι της αρχισυνταξίας. Το ακονίζω επί δεκαετίες, με αναγκαστικά γρήγορες και οριστικές αποφάσεις. Ας πούμε άφησα έξω το ότι η Μαριανίνα Κριεζή είχε σχεδιάσει στα 23 της το logo της Petrola του Γιάννη Λάτση, όπου ο πατέρας της, ο δικηγόρος Κώστας Κριεζής, εργαζόταν ως νομικός σύμβουλος. Θεώρησα όμως εξαιρετική την προσωπική ιστορία του Ιταλού ηχολήπτη Μπρούνο Σανιτά, ο οποίος τον Οκτώβριο του ’44 ενημέρωσε για τα σχέδια των Γερμανών να ανατινάξουν τους ραδιοθαλάμους του Ζαππείου, συνέβαλε στη διάσωσή τους και μετά την απελευθέρωση έμεινε στην Ελλάδα και προσελήφθη τιμής ένεκεν στο ΕΙΡ. ‘Όλα ξεκίνησαν από μία φωτογραφία του Χατζιδάκι σε στούντιο του Τρίτου, το 1975, όπου φαίνεται να μιλάει σε κάποιον «Ιταλό ηχολήπτη».
– Συχνά χαμογελούσα, διαβάζοντας το βιβλίο, γιατί εδώ, εκεί, σε κάποια φράση, έβλεπα πως άφηνες το πολιτικό στίγμα μιας ολόκληρης εποχής, όπως όμως το έχεις καταγράψει εσύ, όχι οι εφημερίδες. Υπάρχει, πέρα από τη Λιλιπούπολη, και μια περίληψη προσωπικών αισθημάτων λόγω γεγονότων από την ιστορία της Ελλάδας εκείνη την περίοδο. Είναι πινελιές που δεν μπήκαν από αναγκαιότητα. Όσο και αν τις ευχαριστήθηκα, θα ρωτήσω γιατί το έκανες; Ειδικά καθώς, ο νεώτερος αναγνώστης δύσκολα θα «πιάσει» όλο το νόημα και ο παλιότερος μπορεί και να «διαφωνήσει» μαζί σου.
Ορθότατη η παρατήρηση. Περιέλαβα μερικές πολιτικές μου απόψεις γιατί αναγνώρισα στον μεν εαυτό μου το δικαίωμα να τις διατυπώσει – ως ερμηνευτική πρόταση -, στον δε αναγνώστη το δικαίωμα να τις κρίνει. Δεν είμαι ιστορικός, δεν δεσμεύομαι από την επιστημονική μεθοδολογία ή την άνυδρη γλώσσα των διατριβών. Δεσμεύομαι από τον σεβασμό στα πραγματικά περιστατικά, την ευθύνη της σύνθεσης ενός αφηγήματος (για το συγκεκριμένο θέμα πρώτη φορά) και την επιλογή να σκαρώσω ένα «χάρτινο ντοκιμαντέρ» με τεκμηριωμένες πηγές και μαρτυρίες. Με voice over, ας το πω έτσι, την προφορικότητα του γραπτού μου λόγου.
Ο υποψιασμένος νεότερος αναγνώστης θα βρει τις δικές του άκρες αν ψάξει (και) πέρα από τη ρηχή ιντερνετική μας μνήμη. Με τον παλιότερο, αν δεν είναι..ξερόλας, μπορούμε να συναντηθούμε στον δημόσιο λόγο, ή καλύτερα στα καφενεία, ο Χατζιδάκις τα είχε αναγάγει σε εργαστήρια πολιτικής και πολιτιστικής ζύμωσης.
Και κάτι ακόμα: το «Στον καιρό της Λιλιπούπολης» βγήκε από τις «Εκδόσεις Τόπος», έναν εκδοτικό οίκο με προοδευτικό, ευρύτερα αριστερό πολιτικό πρόσημο. Δεν είναι τυχαίο.
– Η δική σου προσωπική σχέση με τη Λιλιπούπολη ποια είναι; Πώς την έχεις ζήσει, γιατί εν τέλει επιλέγεις αυτή για μια τέτοια μεγαλειώδη ντοκυμαντερίστικη καταγραφή;
Έχω τρεις θυγατέρες κι ένα γιο. Κοίμισα τα παιδιά μου, όταν ήταν μικρά, με επεισόδια της Λιλιπούπολης, έβαλα τα τραγούδια της στις ραδιοφωνικές εκπομπές μου, την επέλεξα γιατί την θεώρησα όχημα κατάλληλο για ταξίδι on/off road σ’ ένα τοπίο της Μεταπολίτευσης.
Η ίδια η έρευνα έφερε και μερικές ωραίες στιγμές, ασήμαντες για την…ανθρωπότητα, απολαυστικές όμως για μένα. Ας σου εξομολογηθώ δύο.
Ένα βράδυ μου τηλεφώνησε η Μαριανίνα Κριεζή. «Θα σου πω κάτι για το “Ρόζα Ροζαλία” που θα χάσεις πάσα ιδέα για μένα ως στιχουργό» μου είπε. «Αυτό είναι αδύνατον, αλλά σε ακούω». «Ξέρεις το ιρλανδέζικο τραγούδι “Μόλι Μαλόουν”; Αυτή πουλάει ψαρικά στους δρόμους του Δουβλίνου. Στο ένα κουπλέ είναι ζωντανή, σπρώχνει το καρότσι της και τα διαλαλεί. Στο άλλο κουπλέ έχει πεθάνει. Βλέπουν το φάντασμά της να διασχίζει τους δρόμους σπρώχνοντας πάλι το καρότσι. Ε, εγώ από εκεί έφαγα ψωμί για τη Ροζαλία…»
Πράγματι, στο πρώτο κουπλέ λέει «Στη ροδοζαχαρένια παραλία μιλούσαν όλοι για τη Ρόζα Ροζαλία» – ο ιστορικός χρόνος είναι «τότε που ζούσε». Στο δεύτερο κουπλέ όμως λέει «Μιλούν ακόμη…» για τη Ροζαλία – τη θυμούνται ενώ δεν ζει πια. Και την άνοιξη βλέπουν το φάντασμά της στον ουρανό «να βγάζει βόλτα το γουρουνάκι της το τριανταφυλλί». Αποκάλυψη. Ένα τραγούδι που ποιητικά αιωρείται στο μεταίχμιο ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο.
Και κάτι ακόμα, μια χειρονομία που κράτησε λίγα δευτερόλεπτα. Μόλις είχαμε τελειώσει τη συνέντευξη που μου έδωσε για το βιβλίο ο Γιάννης Συγλέτος. Είχε φέρει φωτογραφίες και χειρόγραφα, είχαμε ακούσει σπάνιες ηχογραφήσεις, μου εμπιστεύθηκε ιστορίες από τον κινηματογραφικό βίο του. Ένα φτωχόπαιδο από την Κρήτη που από 13χρονος λουστράκος στο Σύνταγμα έγινε ο εμβληματικός ηχολήπτης του Χατζιδάκι, το δεξί του χέρι στην κονσόλα επί 15 χρόνια. Έβαλα στην τσάντα τις σημειώσεις μου και πήγα στην τουαλέτα. ‘Όταν επέστρεψα είδα κάτι απίστευτο: ο Συγλέτος – ο Γιάννης Συγλέτος! – μου είχε μαζέψει σιωπηλά τα καλώδια του λάπτοπ μου, των εξωτερικών ηχείων και της φωτογραφικής μου μηχανής. Για εκείνον ήταν μία κίνηση ρουτίνας. Για μένα ένα μάθημα ζωής.
– Εχεις αγαπημένο ήρωα ή ηρωίδα; Υπάρχει κάποιος που τον νοιώθεις πιο κοντά σου;
Ο απαισιότατος δήμαρχος Χαρχούδας του Βασίλη Μπουγιουκλάκη σε καταγέλαστο ντουέτο με τον Πρίγκιπα του Λευτέρη Βογιατζή, όπως και ο ανυπότακτος λιμανίσιος αριστερός Δυστροπόπιγκας του Θόδωρου Μπογιατζή είναι τρεις ήρωες που δεν χορταίνω να τους ακούω. Πιο κοντά μου όμως νιώθω τον Δρακατώρ του ηθοποιού Νίκου Τσιλούνη, ορθολογιστή αλλά και ενθουσιώδη, ηγέτη στα δύσκολα αλλά και μοναχικό Δον Κιχώτη, ικανό την ίδια στιγμή για το καλύτερο και για το χειρότερο.
– Ο Παπαγάλος βρέθηκε με άδεια Πιπινέζας στο εξώφυλλο ή πάλι κάνει του κεφαλιού του;
Εγώ, Λαμπρινή, νομίζω ότι απογαλακτίστηκε και κάνει του κεφαλιού του – και καλά κάνει. Η Μάγδα πάλι, που τον ζωγράφισε σοβαρό, ώριμο, εκπέμποντας στο εξώφυλλο του βιβλίου το «σήμα» ότι είναι μία δημοσιογραφική έρευνα, όχι πάρτι σε συνοικιακό παιδότοπο, λέει ότι «είναι κοστούμι ρόλου». Από κάτω, λέει, υπάρχει ένας ηθοποιός που ντύθηκε Παπαγάλος.