Ρεπορτάζ της Νεκταρίας Ψαράκη
Ο 28χρονος Bassel βίωσε την απόλυτη κόλαση. Η καταγωγή του είναι από τη Συρία. Στη Συρία είχε σπουδάσει Μηχατρονική και είχε δημιουργήσει τη δική του οικογένεια. Μιλάει καλά αγγλικά, αλλά καλύτερα φαρσί. Ο πόλεμος ήρθε να διαλύσει όσα είχε χτίσει μέχρι στιγμής. «Φύγαμε πριν από 6 χρόνια με τη γυναίκα μου και περάσαμε στην Τουρκία. Το μόνο που αναζητάμε είναι μία ειρηνική πατρίδα, μία ήρεμη ζωή. Στην Τουρκία αυτό δεν το βρήκαμε. Αν είσαι Σύριος παρενοχλείσαι παντού, τόσο από τις αρχές, όσο και από τους ρατσιστές ντόπιους. Στο λεωφορείο, στο δρόμο, μέχρι και στο σπίτι σου την ώρα που κοιμάσαι. Δεν είναι ασφαλής χώρα. Είμαι πρόσφυγας πολέμου, θέλω διεθνή προστασία. Να πάρω το άσυλό μου και να πάρω τη γυναίκα μου και τη μοναχοκόρη μου και να πάμε στην Ολλανδία», εξηγεί.
Τους τελευταίους μήνες στην Τουρκία τα πράγματα έχουν αγριέψει. «Ακούμε συνεχώς για απελάσεις μεταναστών. Οι αρχές επιστρέφουν στη Συρία συμπατριώτες μου οι οποίοι πληρούν τα κριτήρια για διεθνή προστασία. Προσωπικά θεωρώ ότι επειδή οι φήμες για εκλογές φουντώνουν ολοένα και περισσότερο οι δικές μας οι απελάσεις εργαλειοποιούνται για πολιτικά οφέλη. Πουλάει να διαφημίζεις ότι στέλνεις τους μετανάστες από εκεί που ήρθαν. Φοβηθήκαμε. Έπρεπε να βρούμε έναν τρόπο να φύγουμε», αναφέρει.
Ο Bassel βρήκε έναν διακινητή μέσω των social media. Επικοινώνησε μαζί του και συμφώνησαν στο ποσό των 150 ευρώ. Η τιμή περιλάμβανε οδική μεταφορά από την Κωνσταντινούπολη ως τις όχθες του Έβρου στην Αδριανούπολη, αλλά και το πέρασμα με βάρκα στην ελληνική πλευρά. Στις 5 Ιουλίου, ο Bassel επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο που θα τον μετέφερε. Μόλις έφτασαν όμως στο ποτάμι, έπεσαν πάνω στις τουρκικές αρχές. «Είναι απέναντι οι Έλληνες, είπαν οι Τούρκοι στον διακινητή μου. Περιμένετε εδώ και πέρασέ τους απέναντι το πρωί, του είπαν και απλώς έφυγαν. Και έτσι κάναμε. Στις 6 Ιουλίου το πρωί περάσαμε απέναντι. Ήταν σχετικά εύκολη και ήσυχη διαδικασία. Διασχίσαμε το ποτάμι και φτάσαμε στην ελληνική πλευρά, αν δεν κάνω λάθος πολύ κοντά στα Λάβαρα», περιγράφει.
«Η ενέδρα»
Πλέον αρχίζει η προσπάθεια να μην γίνουν αντιληπτοί από τις ελληνικές αρχές και επαναπροωθηθούν. Είχαν ακούσει πολλές ιστορίες. «Πήραμε το ορεινό μονοπάτι. Έπρεπε να φτάσουμε σε ένα σημείο όπου πλέον θα ήμασταν ασφαλείς. Μέσα σε τέσσερις ώρες κατορθώσαμε να απομακρυνθούμε από τη συνοριογραμμή – όπου δραστηριοποιείται και ο ελληνικός στρατός- και να περάσουμε στο απέναντι χωριό μέσα από τα βουνά και τα δάση. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Περπατούσαμε σε ακραίες θερμοκρασίες, φορτωμένοι μέσα στον ήλιο. Όταν φτάσαμε στην κορυφή του βουνού είχαμε πιει όλο το πόσιμο νερό. Καθίσαμε στη σκιά των δέντρων για να ξεκουραστούμε και περιμέναμε να δύσει ο ήλιος. Μετά το ηλιοβασίλεμα, περίπου στις 7 μ.μ. ξεκίνησε ο εφιάλτης της κατάβασης. Ήταν πολύ απόκρημνο το έδαφος. Πολύ επικίνδυνη διαδρομή. Περίπου στις 9 μ.μ. βρήκαμε έναν βάλτο με νερό. Γνωρίζαμε ότι δεν έπρεπε να το πιούμε αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά. Καθίσαμε λίγο να ξεκουραστούμε και εγώ προσευχήθηκα. Πήρα τηλέφωνο τη μαμά μου και τη γυναίκα μου και τους είπα ότι το στάδιο του κινδύνου έχει περάσει. Ότι είμαι στα δάση και θα πετύχω το στόχο μου», διηγείται.
Στην τοποθεσία αυτή, στη βουνίσια περιοχή κοντά στο χωριό Ορφέας Έβρου, παρέμειναν για περίπου μία ώρα. Στις 10 μ.μ. αποφάσισαν να μετακινηθούν ξανά. Μόλις όμως περπάτησαν μερικά μέτρα ξαφνικά εμφανίστηκαν μπροστά τους οι ελληνικές αρχές. «Ενέδρα», το ονομάζει ο Bassel. «Ξεπετάχτηκαν μέσα από το δάσος. Οπλισμένοι με ράβδους. Μας φώναζαν “ΠΕΣΤΕ ΚΑΤΩ ΟΛΟΙ! ΤΩΡΑ! ΚΑΤΩ!”. Μας έκλεψαν τα παπούτσια και μας ξάπλωσαν στο έδαφος. Φαντάζομαι για να μη μπορούμε να διαφύγουμε μέσα στο δάσος. Μας ζήτησαν να μείνουμε ήρεμοι και μας είπαν ότι εκείνοι ενδιαφέρονται για ένα γκρουπ Αφγανών και ότι αφού είμαστε Σύριοι δεν θα μας πειράξουν. Έπειτα από περίπου 10 λεπτά κρύφτηκαν ξανά και ξαφνικά είδαμε μία άλλη ομάδα με περίπου 15 Σύριους μετανάστες να πλησιάζει. Εμφανίστηκαν μπροστά τους με ακριβώς τον ίδιο τρόπο, τους ξάπλωσαν στο έδαφος και τους πήραν τα παπούτσια. Μετά, μας έκλεψαν και τα κινητά τηλέφωνα. Ήλεγξαν αρκετές φορές για το αν εξακολουθούμε να έχουμε κάποια συσκευή πάνω μας και όταν βεβαιώθηκαν άρχισε η κόλαση. Μας χτύπησαν τόσο άγρια, που οι ράβδοι τους έσπαγαν στα κορμιά μας», καταγγέλλει.
The bad – smelling prison
Μετά τον άγριο ξυλοδαρμό, όπως διηγείται ο Bassel, ένας εκ των αστυνομικών μίλησε στο τηλέφωνο και ζήτησε όχημα ώστε να τους μεταφέρουν σε κάποιο αστυνομικό τμήμα. Το υπηρεσιακό όχημα οδήγησε για περίπου 20 λεπτά. «Μόλις φτάσαμε στο αστυνομικό τμήμα μας έγδυσαν, μας έδειραν γυμνούς και μας έκλεψαν τα χρήματα. Μετά μας έδωσαν να φορέσουμε άλλα ρούχα και μας πήγαν στην “κακή φυλακή”. Οι μετανάστες που όπως κατάλαβα γνώριζαν πιο πολλά από μένα την έλεγαν “the bad – smelling prison” (σ.σ. η φυλακή που μυρίζει άσχημα). Αυτή η “φυλακή” ήταν μέσα στο κτίριο του αστυνομικού τμήματος το οποίο αποτελείτο από έναν μόνο όροφο και ένα μεγάλο παρκινγκ στο εξωτερικό του. Ήταν ένα δωμάτιο 35 τ.μ. που δεν είχε μέσα ούτε τουαλέτα ούτε το παραμικρό σημείο για να μπορέσεις να καθίσεις», περιγράφει.
Τα όσα διηγείται στη συνέχεια ο Bassel, προκαλούν φρίκη: «Ήμασταν περίπου 300 άτομα στοιβαγμένα σε ένα πολύ μικρό χώρο. Γυναίκες και άντρες μαζί. Η μυρωδιά θύμιζε θάνατο. Ήμασταν ο ένας πάνω στον άλλο. Δεν πίστευα ότι υπάρχει τέτοιου είδους κρατητήριο σε ευρωπαϊκό κράτος. Δεν θα μπορούσε αυτό να είναι νόμιμο. Με το ζόρι μπορούσαμε να αναπνεύσουμε. Υπήρχε μόλις ένα μικρό παραθυράκι από όπου έμπαινε λίγο το φως του ηλίου, γιατί κατά τα άλλα ήταν εντελώς σκοτεινά. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι γραφές στα Αραβικά από όσους ήταν εκεί πριν από εμάς. Είχε επίσης πάρα πολλά σκοτωμένα ζωύφια και κουνούπια. Τα ίχνη τους είναι ακόμα στα σώματά μας. Ζητούσαμε νερό και μας έδερναν. Μας έλεγαν “ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΝΕΡΟ ΕΔΩ!”. Το πρόσωπο του ενός ήταν κολλητά με το πρόσωπο του άλλου».
«Αυτό είναι!»
Το The Press Project προχώρησε σε έρευνα προκειμένου να εντοπίσει την τοποθεσία του κρατητηρίου – κολαστηρίου. Συγκεκριμένα, προχωρήσαμε σε μία «χαρτογράφηση» των τμημάτων συνοριακής φύλαξης που βρίσκονταν σε απόσταση από 15 έως 20 λεπτά οδικώς από το στίγμα που υπέδειξε ο Bassel ως την τοποθεσία «ενέδρας». Στη συνέχεια, παρουσιάσαμε στον Bassel εικόνες από τα αστυνομικά τμήματα -με όποιο τρόπο ήταν αυτό εφικτό, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν εικόνες με υψηλή ευκρίνεια που να απεικονίζουν ξεκάθαρα τα Τμήματα Συνοριακής Φύλαξης- τόσο προσόψεις όσο και κατόψεις αλλά και την μορφολογία των γύρω περιοχών. «Αυτό είναι. Η ομοιότητα είναι απίστευτη. Κατά 90% είναι αυτό!» είπε ο Bassel μόλις του υποδείξαμε το Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης Ισαακίου.
«Το χωριό ήταν ακριβώς έτσι τριγύρω. Το πάρκινγκ ήταν έτσι ακριβώς. Πολύ μεγάλο και είχε πολλά αυτοκίνητα. Περισσότερο σίγουρος είμαι όμως για τα μικρά παράθυρα. Στο κελί ήταν ίδια τα παράθυρα. Έτσι, μικρά, μακρόστενα, ψηλά και έβλεπαν στο πάρκινγκ. Επίσης το κτίριο δεν είχε πολλά πατώματα. Ήταν όπως αυτό. Είχε μόνο έναν όροφο και το κρατητήριο ήταν στον ίδιο όροφο με την είσοδο. Αυτό είναι!», περιγράφει.
«Ταιριάζει και η τοποθεσία. Εμένα με έπιασαν εδώ ακριβώς (σ.σ. ο Bassel επιδεικνύει το στίγμα της «ενέδρας»). Το ξέρω γιατί έστειλα στίγμα στη γυναίκα μου μέσω whatsapp για να γνωρίζει πού είμαι και ότι είμαι καλά. Μετά που μας έπιασαν οδηγήσαμε περίπου 15-20 λεπτά, αν δεν κάνω λάθος», εξηγεί.
Η διαδρομή από το στίγμα της «ενέδρας» ως την τοποθεσία Ισαάκιο
Η αποκαλυπτική έρευνα του Der Spiegel μας βοηθά να βεβαιωθούμε. Τα Τμήματα Συνοριακής Φύλαξης στο Τυχερό, στο Νέο Χειμώνιο και στο Ισαάκιο έχουν καταγγελθεί από τους ίδιους τους αιτούντες άσυλο ως τα αστυνομικά τμήματα στα οποία προσάγονται, κρατούνται και στη συνέχεια εξαναγκάζονται από τους αστυνομικούς να πραγματοποιούν τη βρώόμικη δουλειά: την παράνομη επαναπροώθηση άλλων προσφύγων και μεταναστών με αντάλλαγμα τη διεθνή προστασία που δικαιούνται. Πρόκειται για μία πρακτική λίγο πολύ γνωστή τόσο στην τοπική κοινωνία, αφού μαρτυρίες ψαράδων επιβεβαιώνουν ότι αρκετές φορές έχουν δει φουσκωτές λέμβους με «μετανάστες – συνεργάτες» της αστυνομίας να μεταφέρουν άλλους μετανάστες προς την τουρκική όχθη, αλλά πλέον και μεταξύ των ίδιων των μεταναστών, αφού εκατοντάδες θύματα επαναπροώθησης διηγούνται πλέον την ίδια ιστορία στους ομοεθνείς τους. Η Der Spiegel, αναφέρεται στους εν λόγω μετανάστες με τον χαρακτηρισμό «σκλάβοι». O Bassel, προτιμά τον όρο «μισθοφόροι» και αναφέρεται αναλυτικά σε εκείνους.
«Στο κρατητήριο – κολαστήριο παραμείναμε όρθιοι, σε αποπνικτικές συνθήκες, χωρίς νερό και φαγητό για 12 ώρες. Περίπου στις 11 π.μ. της 7ης Ιουλίου έφτασε ένα στρατιωτικό όχημα», όπως το προσδιορίζει ο Bassel, «μας χώρισαν σε ομάδες και κατευθυνθήκαμε ξανά πίσω, προς τον ποταμό. Εκεί βρίσκονταν αστυνομικοί και στρατιώτες -τους διέκρινα από τις διαφορετικές στολές τους, ο ένας είχε και ένα περιβραχιόνιο με την Παναγία-, άνδρες με πολιτικά ρούχα που μιλούσαν και ελληνικά και τουρκικά -δεν μπόρεσα να συμπεράνω αν ήταν ένστολοι, ίσως ήταν και πολίτες από τα γύρω χωριά- αλλά και συμπολίτες μου. Οι συμπολίτες μου όμως δεν ήταν με το μέρος μας. Ήταν Σύριοι μισθοφόροι. Συνεργάζονταν με την αστυνομία και τον στρατό. Αυτοί έκαναν την πιο βρώμικη δουλειά γιατί μας χτύπησαν και με τις υποδείξεις της αστυνομίας έκαναν την επαναπροώθηση. Στις όχθες του Έβρου μας έψαξαν για τέταρτη ή πέμπτη φορά – έχασα το μέτρημα. Μας χτύπησαν άγρια και μας προσέβαλαν. Ταπεινωτικοί χαρακτηρισμοί. Μετά πλησίασε ένας Έλληνας αστυνομικός και μας είπε στα αγγλικά: “Γεια σας φίλοι. Εκεί είναι η Τουρκία. Είναι όμορφη. Και καλή για εσάς. Εδώ είναι Ελλάδα. Είναι κακή για εσάς. Να μην ξανάρθετε εδώ”».
Οι μισθοφόροι με την «γνωστή προφορά» και ο Mike
Το απίστευτο της ιστορίας για τον Bassel είναι ότι την επαναπροώθηση την έκαναν οι «Σύριοι μισθοφόροι». Τον σοκάρει το γεγονός ότι επρόκειτο για συμπολίτες του, με τις ίδιες ανάγκες με τον ίδιο. «Είμαι σίγουρος ότι ήταν Κούρδοι Σύριοι και συγκεκριμένα από τη Δαμασκό. Τους αναγνώρισα από την προφορά τους», διηγείται. Όπως περιγράφει, κράτησαν κρυμμένους και τους 300 έως ότου φύγει η περίπολος από την τουρκική πλευρά και στη συνέχεια τους χώρισαν πάλι σε ομάδες και τους έβαλαν σε φουσκωτές βάρκες για να τους περάσουν απέναντι. Οδηγοί, ήταν οι Σύριοι. «Ξέρω πολύ καλά πώς λειτουργούν. Είχαμε ακούσει ιστορίες, ότι κάποιος Σύριος με γερμανική ταυτότητα φέρνει σε επαφή Σύριους μετανάστες με τις ελληνικές αρχές και τους στρατολογούν. Το αντάλλαγμά τους είναι τα χαρτιά. Το άσυλο. Τώρα το είδα και στην πράξη», αναφέρει. «Το έψαξα παραπάνω όταν με γύρισαν πίσω. Όλοι πια μιλούν για έναν Mike. Δεν τον λένε έτσι, ψευδώνυμο είναι».
Τα λεγόμενα του Bassel επιβεβαιώνονται και από την αποκάλυψη του Der Spiegel. Ο σταθμός στο Νέο Χειμώνιο, ένας εκ των τριών που καταγγέλλονται από τους αιτούντες ασύλου και βρίσκεται λίγα μόλις χιλιόμετρα μακριά από τον ποταμό Έβρο, είναι ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ των προσφύγων. Εκεί ένας Σύριος που αυτοαποκαλείται «Μάικ» είναι υπεύθυνος για τη στρατολόγηση νέων «μισθοφόρων». Πηγές της γερμανικής εφημερίδας αναφέρουν ότι ο “Mike” είχε εμπλακεί σε λαθρεμπόριο και διακίνηση ναρκωτικών στην πόλη του, τη Χομς. Τώρα, σύμφωνα με τρεις πηγές που εργάζονταν υπό τον ίδιο στο Νέο Χειμώνιο, στρατολογεί αιτούντες άσυλο για να πραγματοποιούν επαναπροωθήσεις. Όλοι οι «στρατολογημένοι μισθοφόροι» ισχυρίζονται ότι πλήρωσαν περίπου 5.000 ευρώ σε έναν μεσάζοντα στην Κωνσταντινούπολη και ότι, ως αντάλλαγμα, έλαβαν την υπόσχεση ότι θα κρατηθούν μόνο για λίγο σε κάποιο ελληνικό αστυνομικό τμήμα. Μόνο ένας από τους τρεις μετανάστες γνώριζε εκ των προτέρων ότι επρόκειτο να πραγματοποιήσει παράνομες επαναπροωθήσεις.
Ο Μάικ, όπως υποστηρίζουν οι πρόσφυγες, έμενε μαζί τους δίπλα στο αστυνομικό τμήμα σε δύο λευκά κοντέινερ. Οι κάτοικοι της περιοχής το επιβεβαιώνουν. Φωτογραφίες που έλαβε η γερμανική εφημερίδα τον δείχνουν να κάθεται μπροστά σε ένα από τα κοντέινερ. Διακρίνεται με τα μαλλιά του κομμένα κοντά και φορώντας στολή παραλλαγής. Τον θυμάται και ένας ντόπιος. Ο Μάικ αρνήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις της ομάδας των δημοσιογράφων της Der Spiegel.
«Όλα αυτά είναι μία πραγματικότητα. Το πρόσωπό του έχει διαρρεύσει και σε εμάς. Σελίδες στα social media με χιλιάδες ακόλουθους που ασχολούνται με ζητήματα μετανάστευσης και των δικαιωμάτων μας έχουν δημοσιεύσει φωτογραφίες του. Πλέον, γνωρίζουν όλοι ποιος είναι αλλά δεν γίνεται τίποτα», αναφέρει ο Bassel.
Ταξί για επαναπροωθημένους
Oι Σύριοι «μισθοφόροι» πέρασαν τους μετανάστες στην τουρκική πλευρά ανενόχλητοι, αφού πλέον είχε φύγει η τουρκική περίπολος: «Φυσικά, το να περάσουμε στην τουρκική πλευρά ήταν μία άλλη μορφή διακίνησης», σχολιάζει. Μόλις έφτασαν στην τουρκική πλευρά, έπρεπε να βιαστούν. «Αν δεν κάναμε γρήγορα θα μας έπιαναν οι τουρκικές αρχές και θα τραβούσαμε ακριβώς τα ίδια. Θα μας έπιαναν, θα μας χτυπούσαν και θα μας γύριζαν στην Ελλάδα. Και μετά πάλι από την αρχή. Επομένως μόλις φτάσαμε, αρχίσαμε να τρέχουμε», περιγράφει.
Συνάντησαν ντόπιους Τούρκους, κατοίκους των γύρω χωριών. «Μας περίμεναν εκεί με τα αυτοκίνητά τους. Τα σημεία που καθημερινά οι ελληνικές αρχές στέλνουν μετανάστες είναι πάνω κάτω γνωστά σε εκείνους. Περιμένουν κι εκείνοι να φύγει η τουρκική περίπολος και γνωρίζουν περίπου τι ώρα οι Έλληνες επαναπροωθούν καθημερινά εκατοντάδες μετανάστες. Έχουν στήσει μία πολύ επιτυχημένη επιχείρηση. Παίρνουν μετανάστες που είναι ξυπόλητοι, χωρίς κινητά και χρήματα, για να τους μεταφέρουν στο εσωτερικό της Τουρκίας. Εγώ μπήκα σε ένα αυτοκίνητο μαζί με άλλους. Περίπου στη μέση της διαδρομής μας έδωσαν ένα κινητό τηλέφωνο και μας είπαν να πάρουμε τις οικογένειές μας να έχουν έτοιμα τα χρήματα. Ζήτησαν εξωφρενικά ποσά. Αλλά αυτό κάναμε, δεν είχαμε άλλη επιλογή», εξηγεί.
ΕΛ.ΑΣ: Πρόκειται για συκοφαντίες των κυκλωμάτων των διακινητών
To ΤPP επικοινώνησε με το Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης Ισαακίου προκειμένου να δοθούν σχετικές απαντήσεις. Ο Διοικητής του Τμήματος, ξεκαθάρισε ότι υπάρχει σαφής εντολή να απαντά σχετικά η Διεύθυνση Αστυνομίας Ροδόπης, οπότε μας παρέπεμψε εκεί. Κατόπιν επικοινωνίας και λεπτομερούς περιγραφής της καταγγελίας, η απάντηση που λάβαμε – σε διάστημα μίας ώρας – ήταν η εξής:
«Το περιστατικό δεν ισχύει επ’ ουδενί. Καθημερινά ερχόμαστε αντιμέτωποι με κυκλώματα διακινητών παράτυπων μεταναστών και προχωράμε σε σχετικές συλλήψεις. Η Ελληνική Αστυνομία καθημερινά επιτελεί μεγάλο έργο για την καταπολέμηση των εν λόγω κυκλωμάτων, πράγμα το οποίο ενοχλεί. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τα ίδια τα κυκλώματα να προσπαθούν να δυσφημίσουν την υπόληψη και το έργο μας διασπείροντας σχετικές συκοφαντίες. Καθημερινά σημειώνονται συλλήψεις και προσαγωγές παράνομων μεταναστών, αλλά οι καταγγελίες για βασανισμούς και βίαιες επαναπροωθήσεις δεν ευσταθούν».
Ερωτηθείς ωστόσο για το πώς είναι εφικτή η διερεύνηση και η διάψευση του εν λόγω περιστατικού σε διάστημα μόλις μίας ώρας, απάντησαν: «Έχουν γίνει και στο παρελθόν τέτοιες αναφορές και καταγγελίες και δεν έχει αποδειχθεί τίποτα», και η συζήτηση έληξε εκεί.
Ο Bassel αυτή τη στιγμή βρίσκεται στην Τουρκία μαζί με την γυναίκα του και το νήπιο παιδί του. Ονειρεύεται να βρει έναν τρόπο να φύγει από εκεί, όπου παρενοχλείται καθημερινά τόσο από πολίτες όσο και από τις τουρκικές αρχές. Ονειρεύεται να ζήσει μία ζωή ήρεμη, σε κάποιο ευρωπαϊκό κράτος. Σε ένα κράτος χωρίς πόλεμο, χωρίς βία. Ονειρεύεται μία νέα αρχή: «Οπουδήποτε είναι καλύτερα εκτός από εδώ. Θα φύγω», μας λέει.