Όλες αυτές οι ετερόκλητες πηγές συνθέτουν ένα εθνογραφικό κολάζ, το οποίο καταρρίπτει τους λογοτεχνικούς μύθους και τις στερεοτυπικές αναπαραστάσεις του «ναυτικού», που συνδέονται με τον κοσμοπολιτισμό, τους μεγάλους μισθούς, τον ανδρισμό, την αλητεία και τις περιπέτειες στα λιμάνια. Μέσα απ’ τη σύνθεση επίσημων και ανεπίσημων πηγών καταδεικνύει τις επισφαλείς και σκληρές συνθήκες δουλειάς των ναυτεργατών, στην εποχή της «κοντεϊνεροποίησης», των νέων τεχνολογιών, της εντατικοποίησης της φόρτωσης και εκφόρτωσης και των αυξημένων ελέγχων και επιθεωρήσεων, κυρίως μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Οι εργάτες της θάλασσας, «έγκλειστοι συγκάτοικοι στο ταξίδι», αντιμετωπίζουν καθημερινά την εργασιακή ανασφάλεια, την ιεραρχία, τον εγκλεισμό, τον πόνο του αποχωρισμού, τη μοναξιά, την ανύπαρκτη διαπολιτισμική επαφή με τους αλλοδαπούς μέλη των πληρωμάτων, τη «λαμαρινίαση», όπως οι ίδιοι αποκαλούν το κάλεσμα της θάλασσας. Έχουν να αντιμετωπίσουν επίσης όχι μόνο τις δικές τους ματαιώσεις αλλά και των οικογενειών τους και να μάθουν να ζουν με την αλμύρα της θάλασσας που τόσο αγαπούν, που άλλοτε γιατρεύει και άλλοτε ξύνει τις πληγές στα σώματα και τις ψυχές τους.
Στο βιβλίο εκτός από τις συνομιλίες με ναυτικούς, περιλαμβάνονται πολλές συνομιλίες με γυναίκες – συντρόφους ναυτικών, που πραγματοποιήθηκαν τόσο από τον ίδιο το συγγραφέα όσο και από την ανθρωπολόγο Κατερίνα Δουκαρέλλη η οποία ενήργησε από ένα σημείο και μετά ως βοηθός έρευνας. Ακολουθεί η παρέμβασή της στην παρουσίαση του βιβλίου που έγινε στις 2 Ιουνίου στον κήπο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων.
«Ξεκίνησα να συνεργάζομαι με το Γιώργο τον Τσιμουρή σε ένα προχωρημένο στάδιο της έρευνάς του, όταν μου πρότεινε να τον βοηθήσω με την απομαγνητοφώνηση των δεκάδων συνεντεύξεων που είχε πραγματοποιήσει προκειμένου να συγκεντρώσει το εθνογραφικό του υλικό. Κατά τις απομαγνητοφωνήσεις των συνεντεύξεων δεν μπόρεσα να ξεφύγω από τον πειρασμόνα «διαβάζω» με ανθρωπολογική ματιά τα κείμενα που προέκυπταν από αυτές και να καταγράφω σκέψεις, παρατηρήσεις και σχόλια, ενώ ένιωθα ότι με ένα τρόπο αυτές οι χωρίς πρόσωπο, από-μαγνητοφωνημένες παρουσίες με μυούσαν στον κόσμο της ναυτοσύνης επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα την εμβάπτισή μου στο πεδίο της ανθρωπολογικής έρευνας.
Εκείνο το καλοκαίρι γνώρισα σε ένα νησί των κυκλάδων την Ευτέρπη, κόρη και χήρα ναυτικού. Όταν είπα στο Γιώργο για αυτή μου τη γνωριμία με προέτρεψε να της ζητήσω να μου μιλήσει για την εμπειρία του βιώματος μιας ζωής συνδεμένης με άντρες ναυτικούς, δίνοντάς μου το εισιτήριο για το πρώτο ανθρωπολογικό μου μπάρκο. Η συνομιλία μου με την Ευτέρπη ήταν ένα ταξίδι σε «βαθιά νερά» και θα εξηγήσω παρακάτω τι εννοώ με αυτό. Ακολούθησαν μερικές ακόμα συνεντεύξεις, με γυναίκες ναυτικών τις οποίες ωστόσο τύχαινε να γνωρίζω κάπως ή να μας συνδέουν κοινοί γνωστοί και μια με τον Γιάννη έναν εν ενεργεία ναυτικό στον οποίο ανήκει η φωτογραφία της χιονανθρωπίνας που υπάρχει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
Βίωσα την εθνογραφική εμπειρία της συνομιλίας μου με τις γυναίκες ναυτικών, με τις «σημαντικές άλλες» της ζωής τους, ως μια ενσώματη έμφυλη, ιδεολογικά και ιστορικά προσδιορισμένη αλληλεπίδραση που απαιτούσε όμως ένα κλίμα οικειότητας και μια αμφίπλευρη συναισθηματική έκθεση. Για αυτό όπως ισχυρίστηκα πριν η συνομιλία με την Ευτέρπη ήταν ένα ταξίδι σε «βαθιά νερά». Η έλλειψη οικειότητας σε πρώτο χρόνο μαζί της είχε ως αποτέλεσμα μια μάλλον στείρα και αμήχανη επικοινωνία που ανέδειξε αυτό το «κενό» στο οποίο αναφέρεται ο συγγραφέας στο βιβλίο. Μιλάω για το κενό μεταξύ του βιώματος και της αφήγησης όταν αυτή μετατοπίζεται σε επίσημα κανάλια ή όταν διεκδικεί μια κοινωνικά αποδεκτή ταυτότητα. Με άλλα λόγια η συνομιλήτριά μου, μου είπε αρχικά αυτά που πίστευε ότι αρμόζει να πει ή αυτά που θεωρούσε ότι αναμένω να ακούσω.
Έπειτα από ένα χρόνο και αφού είχα αναπτύξει μια περισσότερο φιλική σχέση με τη γυναίκα αυτή, επιχείρησα εκ νέου μία συνομιλία μαζί της και αυτή τη φορά οδηγήθηκα στην «ανακάλυψη» μιας καθηλωτικής εμπειρίας ζωής.
Οι συζητήσεις μου με τις γυναίκες ναυτικών ακολούθησαν τις προτεραιότητες των συνομιλητριών μου, με την αφήγηση να παίρνει κυρίως τη μορφή εξομολόγησης γυναίκας σε γυναίκα. Τα αποσπασματικά επιχειρήματα αναμετρήθηκαν με τη μοναξιά, την συζυγική πίστη και την σεξουαλικότητα καταλήγοντας συχνά να καταρρίπτουν τις στερεοτυπικές αντιλήψεις για μια σύντροφο σε κατάσταση μελαγχολικής αναμονής.
Αποκαλύπτοντας τα πολλαπλά πρόσωπα και τους ρόλους που καλούνται να επιτελέσουν μου μίλησαν για την αποξένωση από το σύντροφό τους, αλλά και για τη λαχτάρα και την προσμονή του αγαπημένου τους, για τις δυσκολίες αλλά και τις χαρές στην ανατροφή των παιδιών, τις επείγουσες αποφάσεις που πρέπει να πάρουν και τις οικογενειακές ευθύνες που καλούνται να διαχειριστούν, αναπτύσσοντας διαφορετικές κατά περίπτωση μορφές αντίστασης. «Πρέπει να φοράς παντελόνια, και να μιλάς αντρίκια» μου είπαν όλες τους.
Οι ζωές τους συνεχώς σε κατάσταση «αμφισημίας και εκκρεμότητας», σε μια θέση «ανάμεσα», συνέθεταν τις ιδιαίτερες συνθήκες συγκρότησης της υποκειμενικότητάς τους, ενώ η ερωτική και σεξουαλική στέρηση επανήλθε ξανά και ξανά στις συζητήσεις μας ως μια ανυπόφορη ματαίωση κατά τη διάρκεια μιας μακράς αναμονής. Όπως ισχυρίστηκε η Λίλα με μεγάλη ειλικρίνεια «αισθάνομαι μόνη χωρίς να μπορώ να συμπεριφερθώ ως μόνη».
Οι θραυσματικές μνήμες και οι ρωγμές στην αφήγησή τους συχνά κατέληξαν σε σιωπές που συνδέθηκαν με το τραύμα της απουσίας και μίας «ζωής χωριστά», μίας ζωής σε «διαρκή εκκρεμότητα» ως προς τη σχέση τους με τους απόντες/παρόντες αγαπημένους τους. Κάποιες φορές ξέσπασαν σε γέλια, μοιράστηκαν μαζί μου αστεία, πειράγματα και μνήμες από ευτυχισμένες στιγμές της συζυγικής αλλά και της «μοναχικής» τους ζωής, καταδεικνύοντας ενσώματα την αντίστασή τους σε μια κοινωνικά δοσμένη μελαγχολική ταυτότητα και προβάλλοντας μια δυναμική, αισιόδοξη χειραφετητική στάση ζωής. Η εμπειρία μου από τις συνομιλίες μου με τις γυναίκες που έχουν συνδέσει τη ζωή τους με άντρες ναυτικούς μετασχηματίστηκε σε δεύτερο επίπεδο σε μια συγκριτική διαδικασία του «κόσμου» τους με αυτόν των γυναικών οι οποίες συνδέονται με στεριανούς άντρες. Αν και σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται ότι μιλάμε για δύο ξεχωριστές συνθήκες με διαφορετικό σημείο εκκίνησης, πιστεύω ότι διατηρούν μεταξύ τους εκλεκτικές συνάφειες. Για τις οικογένειες των ναυτικών η απουσία του συντρόφου συνομιλεί έντονα με μια αδήριτη παρουσία, συνθήκη που συχνά συναντάμε αντίστροφα σε στεριανές οικογένειες όταν οι παρόντες σημαντικοί άλλοι είναι κραυγαλέα απόντες.
Η έρευνα έδειξε ότι οι γυναίκες των ναυτικών δεν είναι δεμένες στα λιμάνια. Είναι δυναμικά παρούσες στις φουρτούνες της θάλασσας τόσο τις πραγματικές όσο και αυτές που αφορούν τις σχέσεις με τους ανθρώπους τους. Οι τελευταίες «φουρτούνες» αναδείχτηκαν πιο σημαντικές απ’ τις πραγματικές. Είναι και οι ίδιες μέρος του ταξιδιού. Τη στιγμή που στέκονται στο λιμάνι και κουνούν το μαντήλι στους αγαπημένους τους, ξεκινά και το δικό τους ταξίδι. Ένα ταξίδι στο χώρια και στο μαζί, που βιώνουν με θάρρος, δύναμη αλλά και ανείπωτες ματαιώσεις και δυσχέρειες.
Με το βιβλίο αυτό ο Γιώργος Τσιμουρής καταφέρνει την αποεξωτικοποίηση του ναυτικού επαγγέλματος αποκαλύπτοντας τη σημαντική και σε μεγάλο βαθμό αποσιωπημένη συνεισφορά των ναυτεργατών και των οικογενειών τους στην πρόκληση του «θαύματος της ελληνικής ναυτιλίας», καθώς στις σχετικές προσεγγίσεις κυρίως απ’ την πλευρά του εφοπλιστικού κόσμου, ο μόχθος των ναυτικών παρέμεινε αόρατος».

 

Εμείς οι ναυτικοί, μπαρκαρισμένοι και ξέμπαρκοι. Μια ανθρωπολογική προσέγγιση

Γιώργος Τσιμουρής
Αθήνα
Εκδόσεις Da Vinci, 2021
σ. 300