Βρήκα τη δήλωσή του έξω από τις φυλακές εξοργιστική. Αναρωτιόμουν μετά πώς να είναι, να βγαίνεις από τη φυλακή και να σε περιμένουν όχι ο κόσμος που σε πίστεψε και κάποια δικά σου αγαπημένα πρόσωπα για να σε πάρουν, αλλά ο Αλέξης Κούγιας. Ένας δικηγόρος που το βασικό του ταλέντο είναι να χώνει τη μύτη του σε όλες τις γνωστές υποθέσεις, όπου το ριζικά και απόλυτα κακό έχει κάνει την εμφάνιση του, και να επιδεικνύει την αναλγησία με την οποία μπορεί να αντιστρέφει την πραγματικότητα, προσβάλλοντας τα θύματα και εκθειάζοντας τους θύτες.

Αυτό το μείγμα ανηθικότητας και πλούτου που συνδυάζει η εκτός πραγματικότητας δήλωση αθωότητας με την Πόρσε, αποτελεί τη σφραγίδα του Λιγνάδη. 

Το γεγονός ότι ο καταδικασμένος βιαστής ανηλίκων δεν έμεινε στη φυλακή έγινε αντιληπτό ως μία ήττα των ανθρώπων που τόλμησαν να μιλήσουν και να τα βάλουν μαζί του, αλλά και του κόσμου που τους στήριξε ελπίζοντας ότι η φωνή των θυμάτων θα μπορέσει να διαπεράσει το πέπλο της συγκάλυψης που είχε παράσχει από την αρχή η κυβέρνηση.

Συμμερίζομαι την απογοήτευση και τον θυμό γι’ αυτή την εξέλιξη. Νομίζω ότι είναι άδικο όμως να παραβλέψουμε τελείως το γεγονός ότι ο Λιγνάδης κρίθηκε από το δικαστήριο ένοχος.

Ακούω φίλους που ρωτούν επίμονα τι νόημα έχει να περιμένουμε κάτι από τη δικαιοσύνη, όταν ξέρουμε πολύ καλά ότι η μόνη περίπτωση να καταδικαστεί αγαπημένο παιδί του συστήματος είναι να υπάρχει το φάντασμα του Δεκέμβρη του ’08, δηλαδή να καίγεται η πόλη ζητώντας δικαιοσύνη. 

Κανείς δεν μας ζητάει να παραιτηθούμε από την κινηματική πίεση προκειμένου να ποντάρουμε αποκλειστικά στη δικαιοσύνη. Εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι το πρώτο και κύριο που χρειάζεται να κάνουμε είναι να ασκούμε πίεση με όλα τα δυνατά μέσα προκειμένου να αποδοθεί δικαιοσύνη. Αν κανείς πιστεύει στα λαϊκά δικαστήρια που θα επιβάλλουν και θα εκτελούν ποινές, μπορώ να αντιληφθώ το επιχείρημα, αλλά διαφωνώ. Όποιος δεν πιστεύει ότι πρέπει να αρπάξουμε τα κουμπούρια και να επιβάλουμε εμείς ποινές στον δρόμο, θα χρειαστεί να συμφιλιωθεί, όπως κάνουν τόσοι κινηματικοί και πολιτικοποιημένοι δικηγόροι, με την ιδέα ότι πορευόμαστε με ό,τι έχουμε, αγωνιζόμενοι για να μην είναι πάντα οι συσχετισμοί τόσο κατάφωρα εναντίον μας. Αγωνιζόμαστε θα πει ότι δεν παραδινόμαστε μοιρολατρικά στην ιδέα πώς αυτό που συμβαίνει τώρα θα συμβαίνει για πάντα, αλλά λαμβάνουμε υπόψη μας την πραγματικότητα.

Σε μία φωτογραφία από παράσταση του Μάκβεθ που είχε ανεβάσει στον τοίχο του ο Δημήτρης Λιγνάδης είχε επιλέξει τον στίχο:

«Καλύτερα ποιος είμαι να μην ξέρω / παρά να ξέρω πως είμαι ό,τι έκανα».

Ο Λιγνάδης έχει την ιδιαιτερότητα ότι ζει μία καταδίκη για ένα από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα που μπορούμε να διανοηθούμε, τον βιασμό νεαρών αγοριών πολλαπλά ευάλωτων, αλλά εξακολουθεί να τη ζει ως μέλος μιας ελίτ. Με διασυνδέσεις, χρήματα και υπερβολικά φιλική αντιμετώπιση από τα κανάλια.

Πολύς κόσμος χρησιμοποιεί το σχήμα της Ύβρεως θεωρώντας ότι η τραγωδία θέλει να ακολουθείται η ύβρις από την τιμωρία.

Η εξορία των ποιητών στον Πλάτωνα όμως οφείλεται ακριβώς στο ότι στην τραγωδία μπορούν να συνεχίζουν τη ζωή τους αμέριμνοι άνθρωποι ηθικά βορβορώδεις ή να τιμωρούνται αθώοι. Αυτό είναι το παράπονο του Πλάτωνος απέναντι στους ποιητές στην Πολιτεία, ότι η ευτυχία είναι ανεξάρτητη της δικαιοσύνης.

Ο Σαίξπηρ συμμεριζόταν αυτόν τον πεσιμισμό: δεν τιμωρούνται πάντα οι κακοί. Μπορεί να εγκαταλείψουν τη φυλακή με πολυτελές αυτοκίνητο. Κι αν δεν έχουν την αγάπη ενός πλήθους που να τους περιμένει για να τους αγκαλιάσει και να τους πει ότι επιτέλους αθωώθηκαν από τη σκευωρία, μπορεί να έχει έναν γαλανομάτη Δρακουμέλ που είναι έτοιμος να τσακίσει θύματα βιασμού για να βγάλει λάδι τον πελάτη του.

Διαβάζοντας στη σελίδα του Λιγνάδη το μότο που έχει χρησιμοποιήσει στη φωτογραφία από τον Μάκβεθ, τον στίχο: «Καλύτερα να μην ήξερα ποιος είμαι / παρά να ξέρω ότι είμαι αυτό που έχω κάνει», σκέφτομαι ότι, φευ, είμαστε ακριβώς αυτό που έχουμε κάνει, γι’ αυτό προτιμώ να πάμε λίγο πιο πίσω στο ίδιο έργο, για να βρούμε τους στίχους: 

«Τι χέρια είναι αυτά; Μου ξεσκίζουν τα μάτια! Θα μπορέσει ο ωκεανός όλος του Ποσειδώνα να νίψει τούτα τα αίματα από τα χέρια μου; Όχι! Τούτα τα χέρια μου, μάλλον, θα βάψουν τις απέραντες θάλασσες, και θα κάνουν το πράσινο, άλικο να γίνει!» (μτφρ. Κ. Καρθαίου).

Από τις ανοησίες που έχουν ακουστεί για την ταύτιση του Λιγνάδη με θεατρικούς ήρωες, κρατώ μόνο ότι ο Λιγνάδης είναι καταδικασμένος βιαστής ανηλίκων – εκτός σκηνής. Κι αυτό το έγκλημα δεν το ξεπλένει ολόκληρος ωκεανός, όχι οι προσπάθειες των καναλιών και του δικηγόρου του να παρουσιάσουν εικόνα τέλους με την έξοδο από τις φυλακές.

Στον Σαίξπηρ, όπως μας έλεγε ο Τόμας ντε Κουίνσεϋ, οι θύτες έχουν απείρως περισσότερο ενδιαφέρον από τα θύματα, γιατί τα θύματα θέλουν απλώς να επιβιώσουν. Αυτά όμως ισχύουν στο θέατρο, όπου θρηνούμε χωρίς να πληγωνόμαστε. Αν το έγκλημα είναι «ενδιαφέρον» για το θέατρο, για την πραγματική ζωή είναι απλώς έγκλημα και πρέπει να τιμωρείται.

Δεν μπορούμε να ξέρουμε καν αν όλα αυτά προκαλούν κάποια ταραχή στη συνείδηση του Λιγνάδη. Η απολογία του στο δικαστήριο έδειξε πως τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει. Είχε όλα τα χαρακτηριστικά της αναίδειας, απορούσε πώς τόσο αδύναμοι άνθρωποι τολμούν να του αντισταθούν.

Ξεκίνησα λέγοντας ότι η καταδικαστική απόφαση δεν συνιστά γεγονός αμελητέο, παρά την έξοδο από τη φυλακή. Η λατρεία της ισχύος και της εξουσίας είναι ένας κώδικας αξιών που δυστυχώς δεν τον συμμερίζεται μόνο ο Λιγνάδης και όσοι συγκάλυψαν τα εγκλήματά του. Τον συμμερίζεται ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας. Ο Λιγνάδης είναι ήρωας του μαρκήσιου ντε Σαντ από αυτήν την άποψη: δείχνει το ακρότατο όριο αυτού του ηθικού σχετικισμού.

Έλεγα πιο πάνω ότι ο αγώνας απέναντι στο πρόσωπο του Λιγνάδη και όσων εκπροσωπεί περνάει από τη δικαιοσύνη, αλλά εκπορεύεται πάντοτε από τον κόσμο που παρακολουθεί αυτή την ιστορία οργισμένος από τον σπαραγμό των θυμάτων.

Θα χρειαστεί να είμαστε δίπλα στα θύματα, αυτά που μίλησαν και άλλα που δεν μίλησαν, παίρνοντας όρκο ότι θα εμπνευστούμε από το θάρρος τους και δεν θα επιτρέψουμε ποτέ οι άνθρωποι που έχουν την εξουσία να νιώσουν τόσο ανεξέλεγκτοι και οι άνθρωποι που την υφίστανται τόσο απροστάτευτοι. Και αυτή είναι μία κουβέντα που αφορά την αναστολή, τον επόμενο βαθμό της δίκης, αλλά κυρίως και πάνω από όλα αφορά κάθε συνάντησή μας με τέτοιους ανθρώπους  και ό,τι εκπροσωπούν. Δεν πάω να μοιράσω την ευθύνη σε όλους. Η συγκάλυψη στην περίπτωση του Λιγνάδη ήρθε από την κορυφή της εξουσίας, δεν ήρθε γενικώς και αορίστως από τον κόσμο.

Από την Παρασκευή το βράδυ σε θέατρα σε όλη τη χώρα διαβάζεται ένα κείμενο που υπογράφεται από ηθοποιούς και επιμένει να λέει ότι οι βιαστές ανήκουν στη φυλακή. 

Αυτό θα εξακολουθήσουμε να το λέμε, δίνοντας στον δράστη και τους ομοίους του το μάθημα ότι μπορεί για τον ίδιον η αδυναμία των θυμάτων να ήταν ευκαιρία για να τα κατασπαράξει, αλλά υπάρχουν γύρω μας άνθρωποι που απαντούν στην αδυναμία με αλληλεγγύη και φροντίδα, και ζητούν οι βιαστές ανηλίκων να μένουν στη φυλακή.