Όπως μεταδίδει το Reuters, η Γέλεν δήλωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ισχυρό κίνητρο να προχωρήσουν στην επιβολή του φόρου, επειδή καθώς άλλες χώρες θέσπισαν ήδη τη φορολογική συμφωνία, θα φορολογούν τα ξένα κέρδη των αμερικανικών εταιρειών, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες θα άφηναν «αυτά τα φορολογικά έσοδα στο τραπέζι αντί να τα εισπράξουν οι ίδιες. Είναι πολύ σημαντικό για την οικονομική ισχύ και την ανταγωνιστικότητά μας να οριστικοποιήσουμε αυτή τη συμφωνία και θα συνεχίσουμε να εξετάζουμε κάθε δυνατή οδό για να το πετύχουμε».
Ωστόσο, ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Τζο Μάντσιν, ο οποίος διαθέτει μια πολύτιμη ψήφο στην ισομερώς διαιρεμένη Γερουσία, δήλωσε ότι δεν θα υποστηρίξει μια πρόταση των Δημοκρατικών για νέες δαπάνες για την κλιματική αλλαγή και υψηλότερους φόρους για τις εταιρείες και τους πλουσιότερους Αμερικανούς. Η αντίθεσή του θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ψήφιση νομοθεσίας που θα δέσμευε τις Ηνωμένες Πολιτείες σε έναν παγκόσμιο ελάχιστο εταιρικό φόρο 15%. Ο Μάντσιν δήλωσε πως δεν υποστηρίζει το σχέδιο της κυβέρνησης επειδή άλλες χώρες δεν έχουν ακόμη υιοθετήσει τον φόρο και δεν θέλει να θέσει τις αμερικανικές εταιρείες σε ανταγωνιστικό μειονέκτημα.
«Είμαστε δεσμευμένοι να προχωρήσουμε σε αυτό. Αυτή είναι μια πραγματικά σημαντική παγκόσμια πρωτοβουλία», είπε η Γέλεν τη δεύτερη ημέρα της διήμερης συνάντησης της G20 στο Μπαλί. «Μπορώ να σας πω ότι θα συνεχίσουμε να αναζητούμε κάθε πιθανή ευκαιρία που έχουμε για να προχωρήσουμε».
Η διεθνής συμφωνία έχει σχεδιαστεί για να αντιμετωπίσει τις πολυεθνικές εταιρείες που για χρόνια αποφεύγουν τους φόρους, «παρκάροντας» κέρδη σε φορολογικούς παραδείσους στο εξωτερικό.
Εκατόν σαράντα μία χώρες συμφώνησαν καταρχήν να υιοθετήσουν έναν ελάχιστο φόρο 15 τοις εκατό για τις μεγαλύτερες εταιρείες. Κάθε χώρα, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, πρέπει τώρα να κάνει αλλαγές στους μεμονωμένους φορολογικούς νόμους της για να τις ευθυγραμμίσει με τη συμφωνία.
Με τον τρόπο που είναι δομημένη η συμφωνία, οι χώρες έχουν το δικαίωμα να επιβάλλουν πρόσθετους φόρους σε εταιρείες που δεν πληρώνουν τουλάχιστον 15 τοις εκατό, είτε στο εσωτερικό είτε στις ξένες αγορές, ανεξάρτητα από το αν η χώρα προέλευσής τους υιοθέτησε τη συμφωνία.
«Είτε έτσι είτε αλλιώς, ο φόρος επιβάλλεται στην επιχείρηση – είναι απλώς ένα ζήτημα ποια κυβέρνηση εισπράττει αυτά τα έσοδα», δήλωσε η Manal Corwin, πρώην ανώτατο στέλεχος του Υπουργείου Οικονομικών.