του Θάνου Καμήλαλη
Στη Μικρή Επίδαυρο, στο Θέατρο Δάσους στη Θεσσαλονίκη, στο Ναύπλιο, διαβάστηκε κείμενο από το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, με το οποίο εκφράζεται η αντίδραση του καλλιτεχνικού χώρου στην προκλητική χορήγηση αναστολής στον Δημήτρη Λιγνάδη, καταδικασμένο σε πρώτο βαθμό για δύο βιασμούς ανηλίκων.
Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«Οι ηθοποιοί, οι μουσικοί, οι τεχνικοί, οι άνθρωποι που δουλεύουμε απόψε εδώ για όλους εσάς, από τις 13 Ιουλίου είμαστε εκτεθειμένοι.Εκτεθειμένοι σε μια χώρα που ανεχόμενη τέτοιες αποφάσεις καταπατά το αυτονόητο δικαίωμά μας στην αλήθεια, στο δίκιο, στα σώματά μας, το δικαίωμα μας στην κοινή λογική.Από τις 13 Ιουλίου και για κάθε μέρα που ο Δημήτρης Λιγνάδης κυκλοφορεί ελεύθερος, όχι μόνο εμείς, αλλά ολόκληρη η Ελληνική κοινωνία κλείνεται φυλακή.
Ως άνθρωποι του πολιτισμού, πολίτες της Ελλάδας, πατεράδες και μανάδες παιδιών που μεγαλώνουν εδώ, ζητάμε την άμεση άρση του ανασταλτικού χαρακτήρα της καταδικαστικής απόφασης.Θέλουμε τα θύματα του Λιγνάδη, όσα βρήκαν το κουράγιο να μιλήσουν αλλά και όσα ακόμα το ψάχνουν, να συνεχίσουν να ζουν ανάμεσά μας χωρίς φόβο και ντροπή. Θέλουμε το υπέρτατο αγαθό της δημοκρατίας μας, η ελευθερία, να αφαιρείται από αυτόν που αμετανόητα βιάζει τα παιδιά μας. Θέλουμε η γενναία απόφαση της καταδίκης του ενόχου σε 12 χρόνια φυλάκιση να είναι κυριολεκτική. Θέλουμε να ζούμε σε έναν τόπο που η δικαιοσύνη θα λάμπει αντίστοιχα της ομορφιάς του και θέλουμε ο ήλιος της να πάψει επιτέλους να είναι νοητός».
Το ίδιο βράδυ, στο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού στην Καλαμάτα, στα εγκαίνια του οποίου παρευρίσκετο η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού, αναρτήθηκε, μετά το τέλος της εναρκτήριας παράστασης της βέλγικης ομάδας Peeping Tom, πανό με το μήνυμα «οι βιαστές πρέπει να είναι στη φυλακή».
Η Υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη και ο Υφυπουργός, Νικόλας Γιατρομανωλάκης, δεν παρακολούθησαν την παράσταση, με τις πληροφορίες άμεσα να αναφέρουν ότι γνώριζαν για την παράσταση διαμαρτυρίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ σχολίασε το γεγονός και το Υπουργείο Πολιτισμού, το Σάββατο, αντέδρασε με μία (ακόμα) ντροπιαστική ανακοίνωση:
«Η απόφαση της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού να μην παραστεί στην πρεμιέρα του Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας ήταν απολύτως συνειδητή επιλογή, προκειμένου να μη νομιμοποιήσει με την παρουσία της την εργαλειοποίηση του Πολιτισμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να μετατρέψει τις θεατρικές σκηνές σε λαϊκά δικαστήρια. Σε αυτόν τον κατήφορο δεν πρόκειται να τους ακολουθήσουμε».
Μέσα σε λίγες αράδες, η Λίνα Μενδώνη και οι παρατρεχάμενοι καταφέρνουν να επιτεθούν στους ανθρώπους της Τέχνης που σύσσωμα αντιδρούν, για «εργαλειοποίηση του Πολιτισμού», να τους χαρακτηρίσει «πολιτικά υποκινούμενους», να μιλάει για κάποια «λαϊκά δικαστήρια» αγνοώντας ότι ήδη έχει γίνει ένα και έφερε μία καταδίκη και τέλος, καθότι μιλάει για τις θεατρικές σκηνές, να χαρακτηρίζει την ανάγνωση ενός κείμενου διαμαρτυρίας, που εκφράζει τα σωματεία του κλάδου, την πλειοψηφία του χώρου ευθύνης του Υπουργείου ως «κατήφορο».
Όχι κι άσχημα, αλλά η Υπουργός που δεν μπόρεσε να ξεχωρίσει την υποκρισία από την υποκριτική μπορεί πάντα χειρότερα.
Τα βασικά πρώτα: Οι ηθοποιοί, οι τεχνικοί, όλοι οι συντελεστές, έχουν κάθε δικαίωμα να διαμαρτυρηθούν από τον χώρο που εργάζονται, από τα σανίδια τους. Αυτές και αυτοί είναι ο Πολιτισμός, όχι η Υπουργός που ο καλύτερος λόγος που ακούγεται το όνομά της, είναι η «επένδυση» στο Ελληνικό. Οι δικαστικές αποφάσεις κρίνονται από τους πολίτες, είτε αυτό αρέσει είτε όχι. Πόσω μάλλον όταν οι αντιφάσεις, σε μία υπόθεση όπου ο Λιγνάδης προφυλακίστηκε ως κατηγορούμενος και αφέθηκε ελεύθερος ως καταδικασμένος, είναι κραυγαλέες.
Πάντως αν αυτή η ανακοίνωση σημαίνει ότι η Υπουργός Πολιτισμού δεν θα πατάει το πόδι της σε παράσταση, από φόβο για αντιδράσεις, νομίζω ότι αυτό είναι ένα πολύ καλό νέο για τον Πολιτισμό. Το ενδιαφέρον της άλλωστε για τον χώρο έχει καταδειχθεί, η άποψή της για τους ανθρώπους του χώρου επίσης. Μην δίνονται και εισιτήρια τζάμπα.
Αλλά πέρα από αυτά, η ουσία της στάσης της Υπουργού έγκειται στην αναφορά σε «απολύτως συνειδητή» επιλογή για μία τέτοια δημόσια τοποθέτηση, μία ακόμα επίθεση στους ανθρώπους του Πολιτισμού
Δεν περιμέναμε ότι η Υπουργός θα ανέβαινε στη σκηνή να κρατήσει το πανό για τους βιαστές που πρέπει να είναι φυλακή. Δεν περιμένουμε να δώσει συνέντευξη Τύπου και να διαβάσει το κείμενο του ΣΕΗ. Θα μπορούσε όμως να μην σταθεί απέναντι στις καταχειροκροτούμενες διαμαρτυρίες. Θα μπορούσε π.χ. να παρακολουθήσει την παράσταση στην Καλαμάτα, να μην κάνει καμία δήλωση, να αποχωρήσει ήσυχα. Θα μπορούσε απλώς να σιωπά, όπως τόσους μήνες που το όνομά της έγινε βασικό «χαρτί» του δικηγόρου του Λιγνάδη, Αλέξη Κούγια και όπως σιώπησε την ημέρα της καταδίκης της επιλογής της για τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου.
Αντέδρασε μόνο στις διαμαρτυρίες για την αποφυλάκισή του και θεώρησε σωστό να μας πληροφορήσει ότι η επιλογή της αυτή είναι «απολύτως συνειδητή».
Θα πρέπει να θυμίσουμε τα εξής:
«Απολύτως συνειδητή» ήταν η επιλογή της Υπουργού να αλλάξει την προκήρυξη ΣΥΡΙΖΑ για ανοικτό διαγωνισμό για την πρόσληψη καλλιτεχνικού διευθυντή στο Εθνικό Θέατρο. Είπε ότι θα ήταν μία χρονοβόρα διαδικασία. Οκ.
«Απολύτως συνειδητή» ήταν η επιλογή της Υπουργού να διορίσει στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου τον Δημήτρη Λιγνάδη. Πριν δημοσιευτούν οι καταγγελίες, υπερασπιζόταν μέσα στη Βουλή το «ήθος του» . Τρεις ημέρες πριν παραιτηθεί ο Λιγνάδης, η Υπουργός έλεγε ότι «δεν υπάρχουν επώνυμες καταγγελίες» και ανακάλυπτε «πλαίσιο ανθρωποφαγίας» . Μετά την παραίτηση, είπε ότι «όταν οι καταγγελίες είναι επώνυμες δεν περιμένουμε το δικαστήριο», αλλά μιλούσε και για μία «τοξική, ζοφερή κατάσταση» που «θέλει μεγάλη προσοχή» για να «μη χαθεί η σημασία του metoo». Οκ
«Απολύτως συνειδητή», ήταν η επιλογή της, δύο εβδομάδες μετά την παραίτηση Λιγνάδη, να παραχωρήσει εκείνη την αμίμητη συνέντευξη Τύπου και να δηλώσει πως «με εξαπάτησε, μας εξαπάτησε, με βαθιά υποκριτική Τέχνη». Δεν ήξερε τίποτα, οκ. Τότε μάλιστα, χαρακτήρισε τον Λιγνάδη ως «επικίνδυνο άνθρωπο», και αναφέρθηκε στην μαρτυρία του Νίκου Σ. που «την συγκλόνισε», ακυρώνοντας όλη την προηγούμενη στάση της. Οκ
«Απολύτως συνειδητή» ήταν η επιλογή της να μην σχολιάσει την πρωτόδικη καταδίκη του ανθρώπου που διόρισε καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου. Όχι να κάνει την αυτονόητη κίνηση και να θέσει την παραίτησή της στη διάθεση του Πρωθυπουργού, αλλά να σχολιάσει, να πει ένα νέο «εξαπατήθηκα», μία ακόμα «συγγνώμη». Θα πει ότι «δεν σχολιάζει δικαστικές αποφάσεις». Οκ.
«Απολύτως συνειδητή» είναι η επιλογή της, η πρώτη κουβέντα μετά την δικαστική απόφαση, να είναι για να επιτεθεί και να συκοφαντήσει τους ανθρώπους του Πολιτισμού. Γιατί καταπώς φαίνεται, η αγανάκτηση για διαμαρτυρίες καλλιτεχνών είναι μεγαλύτερη της ντροπής να έχεις διορίσει σε τέτοια κορυφαία θέση έναν άνθρωπο που πρωτόδικα καταδικάστηκε για τέτοιο έγκλημα. Οκ.
Ας δεχτούμε ότι κάθε αντεπιχείρημα της Υπουργού είναι ειλικρινές. Πρώτα δεν ήξερε, μετά δεν πίστεψε τις «ανώνυμες καταγγελίες», και πίστεψε τον Λιγνάδη, μετά πείστηκε και ανακάλυψε ότι «εξαπατήθηκε από έναν επικίνδυνο άνθρωπο», μετά σιώπησε για να κάνει τη δουλειά της η Δικαιοσύνη, τώρα εξοργίστηκε με μερικές απλές διαμαρτυρίες καλλιτεχνών και συντελεστών.
Το πιο απλοϊκό ερώτημα προφανώς είναι:
Σε μία υπόθεση τέτοιας σημασίας και ευαισθησίας, με εγκλήματα τέτοιας βαρύτητας, με καταδικαστική απόφαση και συνεχείς αντιδράσεις, όλα γύρω από έναν δικό σου διορισμό σε κορυφαία θέση,, πότε αναλαμβάνεις τη στοιχειώδη ευθύνη των διαδοχικών ντροπιαστικά λάθος επιλογών σου; Πότε κάποιος σε υποχρεώνει επιτέλους να μην είσαι σε μια θέση που αναλαμβάνεις να κάνεις σημαντικές επιλογές; Σε τι είδους χώρα μία Υπουργός που έχει βρεθεί στη δίνη τέτοιας υπόθεσης μπορεί να παραμένει στη θέση της και να κουνάει και το δάχτυλο κιόλας;
Πότε, εν μέσω συνεχών κατηγοριών από την αντιπολίτευση και τον Πολιτισμό για «συγκάλυψη», μπαίνει λίγη ευθιξία, λίγη ντροπή, λίγη συναίσθηση σε αυτήν την κυβέρνηση και παραιτείσαι, ή σε παραιτούν;
Πότε κερδίζει η συνείδηση;