Του Κωνσταντίνου Πουλή
Η καταγγελία των κομμάτων είναι ένας από τους πολλούς τρόπους που χρησιμοποιούνται κατά καιρούς προκειμένου να κατέλθει κανείς στην πολιτική. Όπως για τα παραδοσιακά κόμματα χρησιμοποιείται η «επανεκκίνηση», η «αλλαγή σελίδας», ή για την Αριστερά οι διαφόρων αποχρώσεων και εντάσεων «καταγγελίες», ένα από τα πιθανά στρατηγήματα για την κατάκτηση κάποιας καρέκλας είναι να παριστάνεις πως απεχθάνεσαι τους πολιτικούς και θέλεις να δείξεις ότι είναι ώρα να αναλάβουν δράση άνθρωποι της παραγωγής, έστω και με γενικόλογα συνθήματα όπως «Ελλάδα της ευθύνης», που μυρίζουν παλαιοκομματική μαρκετίλα από χιλιόμετρα. Τα επιχειρήματα κατά των κομμάτων συνιστούν ένα αξιοσημείωτο φαινόμενο που επανέρχεται σε διαφορετικές εποχές και συνθήκες, συχνά όταν κάποιος νομίζει ότι μπορεί να εκμεταλλευτεί το κενό που αφήνει η δυσαρέσκεια προς τους πολιτικούς και να παραστήσει ότι θα ασκήσει πολιτική εκτός πολιτικής, με σλόγκαν την «κοινή λογική από ανθρώπους της παραγωγικής οικονομίας».
Η καταγγελία της γραφειοκρατίας και της εγγενούς (δηλαδή ανεξάρτητης από τα πρόσωπα) τάσης της να αναπαράγεται υπερασπιζόμενη τα συμφέροντά της είναι σταθερό επιχείρημα της αμεσοδημοκρατικής παράδοσης. Το κρίσιμο στοιχείο όμως είναι πως αυτό δεν αποδίδεται στον κακό χαρακτήρα των πολιτικών. Αν ένας άνθρωπος μπορεί να ωφεληθεί εις βάρος του συνόλου, κατά πάσα πιθανότητα θα το πράξει. Το ζητούμενο λοιπόν είναι οι ασφαλιστικές δικλείδες που θα εμποδίζουν θεσμικά αυτή τη στάση. Το επιχείρημα που λέει «διώξτε τους να έρθω εγώ που δεν είμαι τέτοιος» είναι το γνώριμο επιχείρημα της σκανδαλολογίας του δικομματισμού. Διότι, βεβαίως, η πρόταση της «Δημιουργίας Ξανά» του Θάνου Τζήμερου δεν ποντάρει στη θεσμική θωράκιση που προσφέρουν τα περί ανοίγματος λογαριασμών και κατάργησης της παραγραφής, αλλά στην άφθαρτη περσόνα του αμόλυντου από πολιτική επαγγελματία. Όμως η πολιτική χαρακτηρίζεται από διλήμματα, επιλογές, συγκρούσεις συμφερόντων και απόψεων – δεν ψάχνουμε το καλύτερο παιδί.
Τα πρώτο δεδομένο κάθε τέτοιας ρητορικής είναι πως, όσο και να θέλει κανείς να το αποφύγει προσποιούμενος πως υπερασπίζεται ουδέτερα το «αυτονόητο» και την «κοινή λογική», θα αναγκαστεί να πάρει θέση σε κρίσιμα πολιτικά θέματα. Τα σλόγκαν του τύπου «ούτε δεξιά ούτε αριστερά, μπροστά», μπορεί να ικανοποιούν επικοινωνιολόγους, αλλά στερούνται νοήματος. Η απίθανη πρόταση Τζήμερου για τα στρατόπεδα εργασίας για τους μετανάστες δεν βασίζεται στην κοινή λογική, για την ακρίβεια είναι απλώς ακροδεξιά, όταν λέει ανερυθρίαστα: «Να χρησιμοποιηθούν όσοι μετανάστες δεν μπορούν να απελαθούν για φτηνό εργατικό δυναμικό σε ειδικές οικονομικές ζώνες που ταυτόχρονα θα είναι και περιοχές διαμονής τους. Διαφωνούμε με τις “φιλελεύθερες” απόψεις πως κάθε εργαζόμενος, είτε είναι μετανάστης είτε “ντόπιος”, έχει τα ίδια εργασιακά δικαιώματα, διότι είναι ανεφάρμοστες στην πράξη». Παρόμοια γεύση αφήνει το απόσπασμα: «καμία οργανωμένη κομματική/συνδικαλιστική/πολιτική συγκέντρωση δεν μπορεί να έχει για θέατρο των δραστηριοτήτων της δημόσιο χώρο οποιασδήποτε πόλης» ή «ο ρόλος των [ποινικών φυλακών], δεν θα είναι ο θεωρητικός και εκ των πραγμάτων ανέφικτος στόχος της επανένταξης στην κοινωνία, των εγκληματιών, αλλά η προστασία της κοινωνίας από τη δράση τους». Προσθέτουμε και τη φράση πως είναι αδιανόητο να υπάρχει κομμουνιστικό κόμμα στη Βουλή, και αντιλαμβάνεται κανείς ότι αυτά δεν έχουν σχέση ούτε με τον φιλελευθερισμό ούτε με την κοινή λογική, αλλά με το ψάρεμα στα θολά νερά της όλο και πιο αγριεμένης ελληνικής δεξιάς. Όσο για το «ο κάθε εργαζόμενος ανάλογα με τις ικανότητές του και τη διάθεσή του κάνει ατομική σύμβαση με τον εργοδότη του», αυτό ναι, είναι φιλελευθερισμός.
Αν κανείς έχει ροπή προς την ανεκδοτολογία, μπορεί να διατρέξει το πρόγραμμα που συγκρότησε η «Δημιουργία Ξανά», προτείνοντας να βάζουμε ηθοποιούς να παριστάνουν τους πελάτες υδραυλικών και γιατρών για να συλλάβουμε τους φοροφυγάδες, και να ζητήσουμε από προσωπικότητες εγνωσμένου κύρους υπό την καθοδήγηση της Ακαδημίας Αθηνών «να διαλευκάνουν αμφιλεγόμενα θέματα της ελληνικής ιστορίας». Στο πρόγραμμα για την παιδεία αναφέρεται ότι η παιδευτική ένδεια των νέων δεν τους επιτρέπει να κατανοήσουν τα Ελληνικά όχι μόνο του Παπαδιαμάντη, αλλά και του Καβάφη, που μάλλον βρέθηκε πρόχειρος κατά τη διατύπωση του προγράμματος. Όσο για τη διαβόητη επιστολή προς τη Μέρκελ, εκεί διαγκωνίζονται η κοινή σκανδαλολογία, που θα είχε το γούστο της αν δεν διατυπωνόταν από άνθρωπο που αγωνίζεται παντί σθένει να συνεργαστεί και να στηρίξει τους αυτουργούς, με την κοινή χαμέρπεια, όταν καλεί τη γερμανίδα Καγκελάριο να εμποδίσει τους πολιτικούς μας να εξαπατούν τον λαό. Πρόκειται για κίνηση που συναγωνίζεται το επικοινωνιακό τραλαλά της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής κατά του Τσοχατζόπουλου.
Αφήνοντας τη σταχυολόγηση, σημασία έχει το χαρακτηριστικό και αποκαλυπτικό ατόπημα στο οποίο κατέληξε όλη αυτή η ρητορεία. Εφόσον δεν του έφτασε η καταγγελία των άλλων για να μπει στη Βουλή, συνεργάζεται. Με ποιον συνεργάζεται; με τον Στέφανο Μάνο. Και, για τους καλόπιστους, που θα μπουν στον κόπο να μας εξηγήσουν πως ο Μάνος δεν είναι σαν τους άλλους, ο Τζήμερος σπεύδει ήδη να διευκρινίσει σε συνέντευξή του πως «Αν η ΝΔ και το ΠαΣοΚ δεσμευτούν στην κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων, από την επομένη των εκλογών είμαστε διατεθειμένοι να στηρίξουμε μια κυβέρνηση συνεργασίας, η οποία θα εγκαινιάσει έναν νέο πολιτικό πολιτισμό και θα χτίζει στη συναίνεση». Μάλιστα, συνεννοηθήκαμε.
Εξηγώντας ο πρόεδρος της «Δημιουργίας Ξανά» την απόφασή του να αποκλείσει τον Γρηγόρη Βαλλιανάτο από τον σχηματισμό με τον οποίο πασχίζει να μπει στη Βουλή, δήλωσε πως «Ο ακτιβιστής οφείλει να είναι αιχμηρός, προκλητικός, εριστικός ενδεχομένως, για να ξυπνήσει συνειδήσεις, ο πολιτικός το ακριβώς αντίθετο». Σε αυτό το «ακριβώς αντίθετο» έχει ήδη μεταμορφωθεί ο βολιώτης διαφημιστής που κατεβαίνει στις εκλογές. Αν κάτι αξίζει να μείνει από αυτή τη συζήτηση, είναι ότι δεν υπάρχει αρχιμήδειο σημείο εκτός πολιτικής, παρά μόνο στην προπαγάνδα. Την ώρα που κατέρχεται κανείς στην κεντρική πολιτική σκηνή, θα χρειαστεί να απαντήσει στα ερωτήματά της και να μετέλθει τους τρόπους της. Αυτό αξίζει να το θυμόμαστε, όσο σύντομα κι αν εξαφανιστεί ο Θάνος Τζήμερος και το κόμμα του.
Του Κωνσταντίνου Πουλή
Η καταγγελία των κομμάτων είναι ένας από τους πολλούς τρόπους που χρησιμοποιούνται κατά καιρούς προκειμένου να κατέλθει κανείς στην πολιτική. Όπως για τα παραδοσιακά κόμματα χρησιμοποιείται η «επανεκκίνηση», η «αλλαγή σελίδας», ή για την Αριστερά οι διαφόρων αποχρώσεων και εντάσεων «καταγγελίες», ένα από τα πιθανά στρατηγήματα για την κατάκτηση κάποιας καρέκλας είναι να παριστάνεις πως απεχθάνεσαι τους πολιτικούς και θέλεις να δείξεις ότι είναι ώρα να αναλάβουν δράση άνθρωποι της παραγωγής, έστω και με γενικόλογα συνθήματα όπως «Ελλάδα της ευθύνης», που μυρίζουν παλαιοκομματική μαρκετίλα από χιλιόμετρα. Τα επιχειρήματα κατά των κομμάτων συνιστούν ένα αξιοσημείωτο φαινόμενο που επανέρχεται σε διαφορετικές εποχές και συνθήκες, συχνά όταν κάποιος νομίζει ότι μπορεί να εκμεταλλευτεί το κενό που αφήνει η δυσαρέσκεια προς τους πολιτικούς και να παραστήσει ότι θα ασκήσει πολιτική εκτός πολιτικής, με σλόγκαν την «κοινή λογική από ανθρώπους της παραγωγικής οικονομίας».
Η καταγγελία της γραφειοκρατίας και της εγγενούς (δηλαδή ανεξάρτητης από τα πρόσωπα) τάσης της να αναπαράγεται υπερασπιζόμενη τα συμφέροντά της είναι σταθερό επιχείρημα της αμεσοδημοκρατικής παράδοσης. Το κρίσιμο στοιχείο όμως είναι πως αυτό δεν αποδίδεται στον κακό χαρακτήρα των πολιτικών. Αν ένας άνθρωπος μπορεί να ωφεληθεί εις βάρος του συνόλου, κατά πάσα πιθανότητα θα το πράξει. Το ζητούμενο λοιπόν είναι οι ασφαλιστικές δικλείδες που θα εμποδίζουν θεσμικά αυτή τη στάση. Το επιχείρημα που λέει «διώξτε τους να έρθω εγώ που δεν είμαι τέτοιος» είναι το γνώριμο επιχείρημα της σκανδαλολογίας του δικομματισμού. Διότι, βεβαίως, η πρόταση της «Δημιουργίας Ξανά» του Θάνου Τζήμερου δεν ποντάρει στη θεσμική θωράκιση που προσφέρουν τα περί ανοίγματος λογαριασμών και κατάργησης της παραγραφής, αλλά στην άφθαρτη περσόνα του αμόλυντου από πολιτική επαγγελματία. Όμως η πολιτική χαρακτηρίζεται από διλήμματα, επιλογές, συγκρούσεις συμφερόντων και απόψεων - δεν ψάχνουμε το καλύτερο παιδί.
Τα πρώτο δεδομένο κάθε τέτοιας ρητορικής είναι πως, όσο και να θέλει κανείς να το αποφύγει προσποιούμενος πως υπερασπίζεται ουδέτερα το «αυτονόητο» και την «κοινή λογική», θα αναγκαστεί να πάρει θέση σε κρίσιμα πολιτικά θέματα. Τα σλόγκαν του τύπου «ούτε δεξιά ούτε αριστερά, μπροστά», μπορεί να ικανοποιούν επικοινωνιολόγους, αλλά στερούνται νοήματος. Η απίθανη πρόταση Τζήμερου για τα στρατόπεδα εργασίας για τους μετανάστες δεν βασίζεται στην κοινή λογική, για την ακρίβεια είναι απλώς ακροδεξιά, όταν λέει ανερυθρίαστα: «Να χρησιμοποιηθούν όσοι μετανάστες δεν μπορούν να απελαθούν για φτηνό εργατικό δυναμικό σε ειδικές οικονομικές ζώνες που ταυτόχρονα θα είναι και περιοχές διαμονής τους. Διαφωνούμε με τις “φιλελεύθερες” απόψεις πως κάθε εργαζόμενος, είτε είναι μετανάστης είτε “ντόπιος”, έχει τα ίδια εργασιακά δικαιώματα, διότι είναι ανεφάρμοστες στην πράξη». Παρόμοια γεύση αφήνει το απόσπασμα: «καμία οργανωμένη κομματική/συνδικαλιστική/πολιτική συγκέντρωση δεν μπορεί να έχει για θέατρο των δραστηριοτήτων της δημόσιο χώρο οποιασδήποτε πόλης» ή «ο ρόλος των [ποινικών φυλακών], δεν θα είναι ο θεωρητικός και εκ των πραγμάτων ανέφικτος στόχος της επανένταξης στην κοινωνία, των εγκληματιών, αλλά η προστασία της κοινωνίας από τη δράση τους». Προσθέτουμε και τη φράση πως είναι αδιανόητο να υπάρχει κομμουνιστικό κόμμα στη Βουλή, και αντιλαμβάνεται κανείς ότι αυτά δεν έχουν σχέση ούτε με τον φιλελευθερισμό ούτε με την κοινή λογική, αλλά με το ψάρεμα στα θολά νερά της όλο και πιο αγριεμένης ελληνικής δεξιάς. Όσο για το «ο κάθε εργαζόμενος ανάλογα με τις ικανότητές του και τη διάθεσή του κάνει ατομική σύμβαση με τον εργοδότη του», αυτό ναι, είναι φιλελευθερισμός.
Αν κανείς έχει ροπή προς την ανεκδοτολογία, μπορεί να διατρέξει το πρόγραμμα που συγκρότησε η «Δημιουργία Ξανά», προτείνοντας να βάζουμε ηθοποιούς να παριστάνουν τους πελάτες υδραυλικών και γιατρών για να συλλάβουμε τους φοροφυγάδες, και να ζητήσουμε από προσωπικότητες εγνωσμένου κύρους υπό την καθοδήγηση της Ακαδημίας Αθηνών «να διαλευκάνουν αμφιλεγόμενα θέματα της ελληνικής ιστορίας». Στο πρόγραμμα για την παιδεία αναφέρεται ότι η παιδευτική ένδεια των νέων δεν τους επιτρέπει να κατανοήσουν τα Ελληνικά όχι μόνο του Παπαδιαμάντη, αλλά και του Καβάφη, που μάλλον βρέθηκε πρόχειρος κατά τη διατύπωση του προγράμματος. Όσο για τη διαβόητη επιστολή προς τη Μέρκελ, εκεί διαγκωνίζονται η κοινή σκανδαλολογία, που θα είχε το γούστο της αν δεν διατυπωνόταν από άνθρωπο που αγωνίζεται παντί σθένει να συνεργαστεί και να στηρίξει τους αυτουργούς, με την κοινή χαμέρπεια, όταν καλεί τη γερμανίδα Καγκελάριο να εμποδίσει τους πολιτικούς μας να εξαπατούν τον λαό. Πρόκειται για κίνηση που συναγωνίζεται το επικοινωνιακό τραλαλά της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής κατά του Τσοχατζόπουλου.
Αφήνοντας τη σταχυολόγηση, σημασία έχει το χαρακτηριστικό και αποκαλυπτικό ατόπημα στο οποίο κατέληξε όλη αυτή η ρητορεία. Εφόσον δεν του έφτασε η καταγγελία των άλλων για να μπει στη Βουλή, συνεργάζεται. Με ποιον συνεργάζεται; με τον Στέφανο Μάνο. Και, για τους καλόπιστους, που θα μπουν στον κόπο να μας εξηγήσουν πως ο Μάνος δεν είναι σαν τους άλλους, ο Τζήμερος σπεύδει ήδη να διευκρινίσει σε συνέντευξή του πως «Αν η ΝΔ και το ΠαΣοΚ δεσμευτούν στην κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων, από την επομένη των εκλογών είμαστε διατεθειμένοι να στηρίξουμε μια κυβέρνηση συνεργασίας, η οποία θα εγκαινιάσει έναν νέο πολιτικό πολιτισμό και θα χτίζει στη συναίνεση». Μάλιστα, συνεννοηθήκαμε.
Εξηγώντας ο πρόεδρος της «Δημιουργίας Ξανά» την απόφασή του να αποκλείσει τον Γρηγόρη Βαλλιανάτο από τον σχηματισμό με τον οποίο πασχίζει να μπει στη Βουλή, δήλωσε πως «Ο ακτιβιστής οφείλει να είναι αιχμηρός, προκλητικός, εριστικός ενδεχομένως, για να ξυπνήσει συνειδήσεις, ο πολιτικός το ακριβώς αντίθετο». Σε αυτό το «ακριβώς αντίθετο» έχει ήδη μεταμορφωθεί ο βολιώτης διαφημιστής που κατεβαίνει στις εκλογές. Αν κάτι αξίζει να μείνει από αυτή τη συζήτηση, είναι ότι δεν υπάρχει αρχιμήδειο σημείο εκτός πολιτικής, παρά μόνο στην προπαγάνδα. Την ώρα που κατέρχεται κανείς στην κεντρική πολιτική σκηνή, θα χρειαστεί να απαντήσει στα ερωτήματά της και να μετέλθει τους τρόπους της. Αυτό αξίζει να το θυμόμαστε, όσο σύντομα κι αν εξαφανιστεί ο Θάνος Τζήμερος και το κόμμα του.