Με μία ανάρτησή του ο Γιώργος Πλειός, Καθηγητής-Διευθυντής του Εργαστηρίου Κοινωνικών Ερευνών στα ΜΜΕ στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, εφιστούσε την προσοχή για την ορολογία που χρησιμοποιούν τα Μέσα πολλές φορές σε θέματα με κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις, φέρνοντας ως παράδειγμα ένα Μέσο που ανέφερε όχι «είσοδος» αλλά «εισβολή» μεταναστών, αδιαφορώντας για τη σημασία των όρων ή τις παρενέργειες, λ.χ. ενίσχυση της Ακροδεξιάς νοοτροπίας. Μιλήσαμε μαζί του για όρους που τα ΜΜΕ αναπαράγουν ολημερίς σε εκπομπές και δελτία ειδήσεων -λέξεις που χτίζουν συνειδήσεις και η παραμικρή αλλαγή τους μπορεί να φέρει κοινωνικοπολιτικές αλλαγές, χτίζοντας ή ενισχύοντας επικίνδυνες νοοτροπίες.
Στο προσφυγικό, η κακοποιητική χρήση λέξεων εδώ και χρόνια αποτελεί μια πραγματικότητα. «Ο όρος “λαθρομετανάστης” είναι παλιός. Συνηθιζόταν όταν αναφέρονταν σ’ αυτόν ρατσιστές πολιτικοί, ρατσιστές δημοσιογράφοι κ.ά. δημοσιολογούντες» αναφέρει ο κ. Πλειός, θυμίζοντας πως «τον όρο εισήγαγαν στο καθημερινό λεξιλόγιο της πολιτικής και της δημοσιότητας οι ναζί της Χρυσής Αυγής αλλά τον υιοθέτησαν ασμένως ρατσιστές πολιτικοί, δημοσιογράφοι, δρώντες στη δημόσια σφαίρα κ.ά. από ευρύ φάσμα αλλά κυρίως από τη δεξιά και την ακροδεξιά». Ένας χαρακτηρισμός που ακόμη αναπαράγεται όμως για τους μετανάστες είναι εκείνος του παράνομου, που είναι εσφαλμένος. Πρόκειται για παράτυπη είσοδο, όχι παράνομη, όπως σημειώνει ο καθηγητής. Εξηγώντας το νόημα του “λάθρο”, επισημαίνει πως «ο όρος αυτός δεν μπορεί να μεταφραστεί επακριβώς σε πολλές ξένες γλώσσες, συμπεριλαμβανομένων και των αγγλικών. Ο αγγλικός όρος illegal migrants δεν αποδίδει νοηματικά επακριβώς τον όρο “λαθρομετανάστης”».
Ο όρος «λαθρομετανάστης» ήταν σε ανοδική χρήση στη δημόσια σφαίρα αλλά και στην ιδιωτική μέχρι το καλοκαίρι 2015, όταν σημειώθηκε η μαζική εισροή προσφύγων και μεταναστών που ξεπέρασε το 1.000.000 άτομα. «Από εκείνη τη στιγμή και μετά ο όρος αυτός άρχισε σταδιακά να υποχωρεί. Πολλοί παράγοντες συνέργησαν για να συμβεί αυτό» εξηγεί ο κ. Πλειός, υπογραμμίζοντας πως «ο τόσο μεγάλος αριθμός προσφύγων δεν μπορούσε πλέον να περιγραφεί ικανοποιητικά με τον όρο λαθραία μετανάστευση, καθώς η είσοδος προσφύγων σε τόσο
μεγάλους αριθμούς ούτε ως λαθραία ούτε ως μετανάστευση μπορεί να περιγραφεί επαρκώς πειστικά». Συνεχίζει, λέγοντας πως « η θετική συμπαράσταση τους πρόσφυγες προσωπικοτήτων από όλο τον κόσμο όπως ο Πάπας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, η Σ. Σάραντον, η Βασίλισσα Ράνια, ο καλλιτέχνης Αϊ Ουέϊ Ουέϊ κ.ά. συνέδραμε σημαντικά ώστε να μην περιγράφονται σε αρνητικό πλαίσιο οι πρόσφυγες, αλλά και ο θετικός αντίκτυπος της υποδοχής των προσφύγων στα Μέσα του εξωτερικού και τα εγχώρια, από τους κατοίκους των νησιών, έπαιξε σημαντικό ρόλο».
Από το 2015 και για λίγα ακόμη χρόνια, οι πρόσφυγες που έφταναν στα ελληνικά νησιά συναντούσαν την αλληλεγγύη των κατοίκων. Παιδιά που έφταναν στις βάρκες να δώσουν παπούτσια και ρούχα στους αφιχθέντες, γιαγιάδες που φρόντιζαν μωρά παιδιά. «Η θετική στάση της ελληνικής κυβέρνησης επίσης επηρέασε την οπτική αρκετών στη δημόσια σφαίρα αναφορικά με τον όρο με τον οποίο περιγράφονταν οι μετανάστες, οι θετικές δράσεις των ίδιων των προσφύγων και μεταναστών στη χώρα (π.χ. καλλιτεχνικές παραστάσεις κ.ά.) συνέβαλαν στην ζεστή αποδοχή τους από την ελληνική κοινωνία αλλά και η αναχώρηση του στις χώρες της Δ. Ευρώπης καθησύχαζε τις ανησυχίες του πληθυσμού κι αυτό καθιστούσε πιο δύσκολη τη χρήση αρνητικών όρων» σχολιάζει ο καθηγητής. Ο ίδιος εντοπίζει την αναζωπύρωση των αρνητικών περιγραφών προσφύγων και μεταναστών μετά την κοινή δήλωση ΕΕ – Τουρκίας που «προγραμμάτιζε» την παραμονή των προσφύγων και μεταναστών στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στα νησιά του Αιγίου. «Σημαντικό ρόλο σ’ αυτή την κατεύθυνση έπαιξαν οι αντι-προσφυγικές δράσεις ακροδεξιών και φασιστικών οργανώσεων, ιεραρχών, συντηρητικών πολιτικών της κεντρικής αλλά και της περιφερειακής και τοπικής πολιτικής σκηνής που προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν πολιτικά τις ανησυχίες των πολιτών, δημοσιογράφων που έδρασαν προς την ίδια κατεύθυνση και για τον ίδιο λόγο πέρα από τη δική τους ρατσιστική οπτική κ.ά.» προσθέτει. Η πιο χαρακτηριστική αντιπροσφυγική ενέργεια, -οι επιθέσεις σε βάρος προσφύγων και μεταναστών ήταν καθημερινό φαινόμενο-, θα λέγαμε πως ήταν η άγρια επίθεση στην πλατεία Σαπφούς το 2018.
22 Απριλίου 2018. Oμάδα περίπου 150 ατόμων επιτίθεται σε 200 και πλέον πρόσφυγες που είχαν συγκεντρωθεί στην πλατεία Σαπφούς διαμαρτυρόμενοι για τις συνθήκες στον καταυλισμό της Μόριας. Οι επιτιθέμενοι έριξαν πέτρες και κροτίδες προς τους συγκεντρωμένους και εξαπέλυσαν απειλές και ύβρεις, με προσβλητικές αναφορές στα εθνικά και θρησκευτικά χαρακτηριστικά των προσφύγων. Οκτώ μήνες μετά την επίθεση, τον Νοέμβριο του 2018, η Αστυνομική Διεύθυνση Λέσβου ταυτοποίησε 26 πιθανούς δράστες. Τέσσερις μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 2019, η Εισαγγελία Μυτιλήνης άσκησε ποινική δίωξη κατά των δραστών, μεταξύ άλλων και με το άρθρο 81Α του παλαιού Ποινικού Κώδικα (82Α του νέου ΠΚ) που τιμωρεί εγκλήματα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά και παρήγγειλε κύρια ανάκριση, διαβιβάζοντας τη δικογραφία σε τακτικό ανακριτή 36 μήνες μετά την επίθεση, 26 μήνες μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης. Τέσσερα χρόνια μετά την επίθεση, η υπόθεση παραμένει ….παγωμένη.
«Βασικά στελέχη της κυβέρνησης έχουν κάνει ακροδεξιές έως και φασιστικές τοποθετήσεις για το προσφυγικό»
«Μετά την άνοδο της ΝΔ στην εξουσία, η οποία έχει μια σαφώς αντι-προσφυγική πολιτική, η οποία έχει καταγγελθεί ακόμα και για παραβίαση του διεθνούς δικαίου, ενώ βασικά στελέχη έχουν κάνει ακροδεξιές έως και φασιστικές τοποθετήσεις επί του ζητήματος, υπήρξε ακόμα μεγαλύτερη επιδείνωση» σχολιάζει ο κ. Πλειός και περιγράφει τους όρους που σήμερα αναπαράγονται, λέγοντας μάλιστα πως είναι ακόμα χειρότεροι. «Σήμερα χρησιμοποιούνται όροι ακόμα χειρότεροι, όπως “υβριδικός πόλεμος”, “εισβολή” κ.λπ. όπως παρατηρήσαμε επανειλημμένα σε περιστατικά που έλαβαν χώρα στον Έβρο ήτο Αιγαίο. Αυτοί οι όροι χρησιμοποιούνται για να δικαιολογήσουν την αντι-προσφυγική πολιτική και αντιστρόφως η αντι- προσφυγική πολιτική ενισχύει την επινόηση και χρήση τέτοιων όρων, τόσο επισήμως από στελέχη της κυβέρνησης όσο και από φιλικά προσκείμενους δημοσιογράφους και χρήστες των Μέσων κοινωνικής
δικτύωσης».
Το παιχνίδι των λέξεων και η επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης είναι ένα ύπουλο παιχνίδι που ενέχει κινδύνους, μια μάχη που πρέπει να διεξάγεται αδιάλειπτα και να επισημαίνονται τα λάθη. «Οι όροι που χρησιμοποιούμε για να αναφερθούμε σε κοινωνικά ζητήματα γύρω από τα οποία υπάρχει πολιτική, ιδεολογική κ.λπ. πόλωση δεν είναι ουδέτεροι. Για τέτοια ζητήματα δεν υπάρχουν ουδέτεροι όροι. Αντίθετα, οι προδίδουν και γίνονται όχημα διάχυσης της ιδεολογικής προσέγγισης που υιοθετεί ο χρήστης τους, επιχειρώντας έτσι να επιβάλει στο κοινό την άποψή του. Η μάχη για τις πολιτικές ξεκινάει από τη μάχη για τις λέξεις, συνεχίζεται με την μάχη για τις λέξεις και τελειώνει με τη μάχη για τις λέξεις. Όταν η μάχη αυτή λήξει τότε οι όροι αυτοί αρχίζουν να μοιάζουν ουδέτεροι χωρίς ποτέ να είναι. Η ιδεολογική φόρτιση υπάρχει πάντα, έστω και ως ανενεργή» σημειώνει ο ίδιος.
«Νόμιμες επισυνδέσεις» – «Παρακολουθήσεις»
Το παιχνίδι της Ν.Δ. με τις λέξεις, προκειμένου να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη ή να χαϊδέψει ψηφαλάκια έχει επεκταθεί και σε άλλα θέματα. Τα κυρίαρχα ΜΜΕ, μπουκωμένα με κάμποσα εκατομμύρια από τη λίστα Πέτσα, έχουν βαφτίζει το σκάνδαλο των υποκλοπών ως «θέμα νόμιμων επισυνδέσεων», όπως και η κυβέρνηση λέει. «Η έκφραση και επιχείρηση επιβολής μιας πολιτικής, ιδεολογικής, θρησκευτικής ή άλλης διαιρετικής άποψης γίνεται με την επιλογή όρων που αποδίδουν αυτή την άποψη. Αυτή την τεχνική χρησιμοποιεί άλλωστε και η θεσμισμένη ή η αυθόρμητη προπαγάνδα. Στην προκειμένη περίπτωση ο όρος “παρακολουθήσεις” είναι ιδεολογικά και πολιτικά φορτισμένος γιατί παραπέμπει στο σκάνδαλο Vodafone, στον Μαυρίκο και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, και πιο παλιά ακόμα στις πρακτικές της χούντας, αλλά και άλλων αυταρχικών και δικτατορικών καθεστώτων. Έτσι λοιπόν, οι απολογητές των παρακολουθήσεων σήμερα, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, κρατικά στελέχη και άλλα, στην προσπάθειά τους να “ξεπλύνουν” από την πολιτική φόρτιση αυτές τις πρακτικές αντικαθιστούν τον όρο “παρακολουθήσεις” με τον όρο “επισυνδέσεις”. Από τη χρήση και μόνο του δεύτερου όρου εκτός εισαγωγικών μπορούμε να καταλάβουμε αν κάποιος είναι απολογητής ή ασκεί κριτική σε πρακτικές αστυνομικού κράτους» σημειώνει ο καθηγητής για να προσθέσει πως «τα ΜΜΕ τα οποία είναι φιλοκυβερνητικά είτε από ελεύθερη επιλογή, δηλαδή έχουν παρόμοιο πολιτικό – ιδεολογικό προσανατολισμό, είτε από ανάγκη, δηλαδή εξαρτώνται οικονομικά, θεσμικά ή και τα δυο από την κυβέρνηση, την ακολουθούν (σ.σ. την κυβέρνηση) στις προπαγανδιστικές της τεχνικές».
Πηγαίνοντας το σκεπτικό αυτό ένα βήμα παρακάτω, ο καθηγητής εξηγεί πως έτσι επέρχεται και η αλλαγή οπτικής. Αναφέρει ως παράδειγμα, πως τα προαναφερθέντα Μέσα εστιάζουν σε άλλη πτυχή του σκανδάλου, «λ.χ. ότι παρόμοιες παρακολουθήσεις γίνονταν στο παρελθόν και από άλλες κυβερνήσεις, ότι επιβάλλονται για να αντιμετωπιστεί η τουρκική διείσδυση και επιρροή (λες και τώρα ιδρύθηκε ή ξύπνησαν οι τουρκικές υπηρεσίες), ότι είναι νόμιμες και όχι παράνομες κ.λπ. Εκτός από αυτά αναπαράγουν την κυβερνητική στρατηγική και με άλλους τρόπους». «Προσπαθούν να κάνουν αλλαγή θεματολογίας. Προσπαθούν να αναδείξουν άλλα θέματα που δεν θυμίζουν άμεσα ή έμμεσα τις παρακολουθήσεις, τον αυταρχισμό, τις πρακτικές αστυνομικού κράτους. Αυτό το επισήμαναν εκτεταμένα και οι χρήστες του διαδικτύου και του Twitter. Όμως, εδώ, η κυβέρνηση έχει πιαστεί στην παγίδα που ίδια έστησε. Οργάνωσε την εκτέλεση των δημόσιων πολιτικών της πάνω στο έδαφος της επικοινωνίας και της δημοσιότητας, αλλά με απλοϊκό, σχεδόν ερασιτεχνικό τρόπο στην πραγματικότητα, που δείχνει μεν την παρουσία επαγγελματιών του είδους αλλά όχι και της υψηλότερης ποιότητας. Γι’ αυτό και στην παραμικρή αστοχία η κυβέρνηση αντιδρά αυταρχικά. Έτσι, τώρα που πληθαίνουν με μορφή χιονοστιβάδας τα αρνητικά έως πολύ αρνητικά δημοσιεύματα διεθνών Μέσων για το θέμα, η κυβέρνηση δεν έχει κατάλληλες επικοινωνιακές άμυνες και επιχειρήματα παρά μόνο κάτι ψοφοδεείς τοποθετήσεις, ειδικά στο κοινωνικά μέσα, περί επιρροής της ρωσικής και τουρκικής προπαγάνδας, περί δεσμών των δημοσιογράφων των διεθνών Μέσων με τον Σύριζα κ.λπ».
Ο ίδιος εκτιμά πως όσο η κυβέρνηση ακολουθεί αυτή τη γραμμή, τόσο περισσότερο θα πληθαίνουν τα «κροσέ» και τα «άπερκατ» των διεθνών Μέσων εναντίον της κυβέρνησης και ειδικά
του πρωθυπουργού. «Τα διεθνή Μέσα δεν συγχωρούν τέτοιες αντιδράσεις ενώ περιμένουν εξηγήσεις και μάλιστα πειστικές. Έχουν τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση στο “καναβάτσο” και θα συνεχίσουν χωρίς τα χτυπήματα. Κι αυτό δείχνει την άγνοια των σχεδιαστών των μέχρι σήμερα κυβερνητικών αντιδράσεων σχετικά με τη λειτουργία της δημοσιότητας και ειδικά των διεθνών Μέσων και της δημοσιογραφίας». Επισημαίνει, ακόμα πως «η αδυναμία πειστικής αντίδρασης στα δημοσιεύματα των διεθνών Μέσων δείχνει και παταγώδη αποτυχία στην άσκηση δημόσιας διπλωματίας, την ώρα που η χώρα τη χρειάζεται ειδικά για τις διεθνείς της σχέσεις αλλά και πλήθος άλλων ζητημάτων».
Επικοινωνιακή πολιτική και πανδημία
Ο κ. Πλειός εκτιμά πως στην αρχή η κυβέρνηση χειρίστηκε καλά την πανδημία από επικοινωνιακή άποψη, επισημαίνοντας, ωστόσο, πως αν δεν ισχύει το ίδιο για το υγειονομικό πεδίο. «Σ’ αυτό βοήθησαν οι οδηγίες του ΠΟΥ, ο φόβος των πολιτών που τον χειρίστηκε καλά η κυβέρνηση και τα ΜΜΕ, τα διαφημιστικά σποτ, η υπερ-προβολή των συνεπειών της πανδημίας σε άλλες χώρες, τα ληφθέντα μέτρα σε αυτές, οι ατέλειωτες ώρες συζήτησης στους τηλεοπτικούς σταθμούς κ.λπ. Γι’ αυτό και σε γενικές γραμμές οι πολίτες εμπιστεύθηκαν την κυβέρνηση και γενικά τις κρατικές υπηρεσίες (ΕΟΔΥ, Υπουργείο Υγείας, Αστυνομία κ.ά.) στο συγκεκριμένο θέμα και ακολούθησαν χωρίς αντιδράσεις τις οδηγίες της. Όμως σταδιακά η κοινή γνώμη άρχισε να δυσπιστεί. Οι
υπερβολικές αντιδράσεις των αστυνομικών οργάνων (λ.χ. πρόστιμο γιατί δεν φόρεσε κάποιος τη μάσκα του για να πετάξει τα σκουπίδια στο δρόμο ή η άσκηση απίστευτης αστυνομικής βίας χωρίς ουσιαστικό λόγο εναντίων νέων κυρίως στην πλατεία της Αγ. Παρασκευής, της Αγ. Σοφίας στη Θεσσαλονίκη, στην πλατεία της Ν. Σμύρνης κ.λπ.), η αποτυχία προγραμμάτων όπως αυτό που χαρακτηρίστηκε Σκόϊλ ελικίκου, η λίστα Πέτσα κ.λπ. οδήγησαν σταδιακά πολλούς πελάτες σε δυσπιστία και άρχισαν να βλέπουν ξανά το δεξιό ή ακρο-δεξιό της πρόσωπο και όχι την κυβέρνηση όλων των Ελλήνων».
Κι ήρθε το καλοκαίρι του 2020 με ειδυλλιακές τηλεοπτικές εικόνες για να εισρεύσει τουρισμός τα καταλύματα και ρευστό στις επιχειρήσεις του τουρισμού, με αποτέλεσμα να
ακολουθήσει ένα δεύτερο, ακόμα μεγαλύτερο λοκντάουν, συχνά με παράλογα μέτρα, όπως λ.χ. να φοράς μάσκα ακόμα κι αν περπατάς μόνο σου σε δάσος, άλσος κ.λπ, σημειώνει με νόημα ο καθηγητής. «Και φυσικά η επιτομή της δυσπιστίας πολλών πολιτών ήρθε όταν άρχισαν να γιγαντώνονται τα θύματα, οι νεκροί από τον κορονοϊό, που οδήγησαν να ξεπεράσει η χώρα, πάντα κατ’ αναλογία, τον αριθμό των νεκρών στην Σουηδία ή ακόμα και στην Κίνα. Αυτό οδήγησε πολλούς να σκεφτούν ότι η κυβέρνηση δεν είχε τίποτα άλλο να αντιτάξει στην πανδημία, λ.χ. πύκνωση των δρομολογίων των ΜΜΜ, περισσότερες ΜΕΘ και ιατρικο-νοσηλευτικό προσωπικό κ.λπ. παρά μόνο επικοινωνία και πάλι επικοινωνία. Διαγγέλματα, συνεντεύξεις Τύπου, τρομοκρατικά δημοσιεύματα και εκπομπές, απειλές κ.λπ. Στο σημείο αυτό θεωρώ ότι η κυβέρνηση έχασε το παιχνίδι της επικοινωνίας και για την πανδημία. Γενικά καλό είναι να θυμόμαστε το boomerang effect. Δηλαδή όταν υπερβάλουμε σε κάτι και ειδικά στην επικοινωνία, την αρνητική επικοινωνία, είναι πιθανό να προκύψει αναστροφή, δηλαδή το αντίθετο αποτέλεσμα. Το ίδιο έγινε και κατά την περίοδο πριν το δημοψήφισμα το 2015. Είτε δεν ξέρουν είτε δεν μαθαίνουν δείχνει ερασιτεχνισμό, αν όχι αδιαφορία» καταλήγει.