Συνέντευξη στις Γεωργία Κριεμπάρδη και Νεκταρία Ψαράκη
«Πρέπει να μιλάμε για την ακροδεξιά και πώς αυτά τα φαινόμενα μετεξελίσσσονται». Αυτή είναι η θέση του Γιώργου Σουβλή, βλέποντας ανθρώπους όπως τον Κωνσταντίνο Μπογδάνο και την Αφροδίτη Λατινοπούλου να περιδιαβαίνουν στα συστημικά ΜΜΕ και να προκαλούν ντόρο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, «αλλά δε χρειάζεται η υπερπροβολή τους με τους όρους που γίνεται, να μην πέσουμε στην παγίδα των αντιπάλων δηλαδή που λένε ό,τι λένε ΚΑΙ για να προκαλούν και να αναπαράγονται», όπως σημειώνει. Αυτό ήταν το εισαγωγικό του σχόλιο σε μία συζήτηση που κάναμε για την ακροδεξιά που ολοένα και κερδίζει πρωταρχικό ρόλο σε Ευρωπαϊκές χώρες. «Υπάρχει μια απόπειρα κανονικοποίησης της ακροδεξιάς με όρους τρέντι» θα πει ο ίδιος, μιλώντας για την επικράτηση της ακροδεξιάς Μελόνι στην Ιταλία, μια χώρα που ο κ. Σουβλής έζησε 7-8 χρόνια, καθώς σπούδασε εκεί.
«Αυτό που έγινε στην Ιταλία είναι ότι από τον Μουσολίνι και μετά δεν υπήρξε μια λογική κάθαρσης των θεσμών. Αυτό που συνέβη μεταπολεμικά στην Ιταλία είναι ότι δέσποζε το κομμουνιστικό κόμμα, σταδιακά αυτό μετεξελίχθηκε μετά το 1980-90 κι όταν αποκήρυξε τις αρχές του, βρήκαν περισσότερο χώρο οι ακροδεξιές ομάδες που ήδη υπήρχαν. Αυτό που υπάρχει και προετοίμασε ο Μπερλουσκόνι είναι αυτό που λέγεται αποκομμουνιστικοποίηση του κομμουνιστικού κόμματος και στην ανυπαρξία της Αριστεράς αναδεύεται η ακροδεξιά». Όπως εκτιμά, «η Μελόνι θα απογοητεύσει τους ψηφοφόρους της», μιας και δε θα φανεί αρκετά …ακροδεξιά, δεδομένου ότι ανήκει στην Ευρώπη και δημοσιονομικά υπάρχει κοινή γραμμή.
Η περίπτωση της ΝΔ
«Τα φαινόμενα της ακροδεξιάς εμφανίζονται κυρίως μετά την κρίση. Αποδείχθηκαν ανεπαρκή τα συντηρητικά και κυρίως τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να εφαρμόσουν πολιτικές εναντίωσης σ’ αυτές τις λογικές, οι οποίες έσκασαν μαζί με τα μνημόνια. Πρακτικές που ήρθαν από την ίδια την ΕΕ. Αυτό διέλυσε τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα εκείνο του ΠΑΣΟΚ. Να σημειώσουμε ότι ακόμα και ο Σαμαρά το 2014 έφτασε στο μόλις 17%. Τα κόμματα δε θέλησαν και δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στις απαιτήσεις των εταιρειών και των αγορών» υπογραμμίζει.
«Στο μυαλό κάποιων η ακροδεξιά είναι λύση επειδή έχει μια αντισυστημική λογική, μέχρι να γίνει κομμάτι του συστήματος. Η έλξη προς τα εκεί είναι επειδή η Δεξιά λέει πράγματα του συρμού» τονίζει και μιλά αναλυτικά για τη σύσταση της σημερινής μας κυβέρνησης, της κυβέρνησης Μητσοτάκη. «Η Δεξιά κάνει αυτό που έκανε και θα κάνει πάντα, στοχοποιεί τους αδύναμους. Πριν τη Χρυσή Αυγή είχαμε το ΛΑΟΣ. Κεντρικές φυσιογνωμίες του απορροφήθηκαν από τον Σαμαρά και τώρ η ΝΔ ενσωμάτωσε για τα καλά αυτά τα ακροδεξιά στοιχεία, και μάλιστα σε κεντρικές θέσεις, για να πιάσει και το ακροδεξιό κοινό που της έφυγε από τη Χρυσή Αυγή. Πολλές από τις πρακτικές που ακολουθεί η ΝΔ είναι στο φάσμα της ακροδεξιάς. Μέρος των θεσμών, πχ στρατός, αστυνομία, ακροδεξιοποιείται και η ΝΔ τους παρουσιάζει ως προνομιακούς συνομιλητές της».
Τι κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ;
Με τον Γιώργο Σουβλή, ανοίξαμε το κεφάλαιο ΣΥΡΙΖΑ, του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης που διατείνεται ότι υιοθετεί και εφαρμόζει αριστερή ατζέντα, ωστόσο σε κάθε ευκαιρία αποφεύγει σαφείς δηλώσεις για την καταπολέμηση των pushbacks και για την διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος. Ο Αλέξης Τσίπρας στη ΔΕΘ, μάλιστα, υιοθέτησε το αφήγημα της δεξιάς περί «επιδομάτων», ενώ ταυτόχρονα πρότεινε την απασχόληση των προσφύγων ως εργάτες γης, θεωρώντας τους μη έχοντες άλλη επιλογή. Δεν είναι ωστόσο το μόνο ζήτημα της επικαιρότητας στο οποίο ο πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης επιλέγει τη διατήρηση «ίσων αποστάσεων». Σε μία περίοδο βαθιάς ενεργειακής κρίσης, όπου η τσέπη του καταναλωτή σημειώνει μείον, ενώ αντιθέτως οι τσέπες των τεσσάρων ολιγαρχών φουσκώνουν δια της στρατηγικής της αισχροκέρδειας σε βάρος του λαού, ο Αλέξης Τσίπρας αποφεύγει να προφέρει τα ονόματά τους. Επιλέγει επομένως να ασκεί χαλαρή αντιπολίτευση, χωρίς να θέτει με την απαραίτητη αποφασιστικότητα ζητήματα – με εξαίρεση τις υποκλοπές – που έχουν φτάσει μέχρι και στο κατώφλι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όπως για παράδειγμα τις επαναπροωθήσεις.
«Από το 2015 και μετά, μετά το μνημόνιο το οποίο υπέγραψε και μετά το δημοψήφισμα το οποίο αθέτησε, υπάρχει διαφοροποίηση σε σχέση και με το σε ποιους μιλάει, και με το τι λέει. Νομίζω ότι μιλάμε για μία λογική διεύρυνσης από τα δεξιά και όχι από τα αριστερά του κόμματος. Δεν ξέρω αν κάποιος πρέπει να έχει προσδοκίες για κάτι διαφορετικό. Είναι μία αλλαγή επταετίας, και νομίζω είναι τελεσίδικη. Σίγουρα, αν κάποιος θέλει να αυτοπαρουσιάζεται ως αριστερός, αφενός πρέπει να έχει τη ρητορική, και προτεινόμενες πολιτικές. Σχετικά με την ακροδεξιοποίηση, στον κυνισμό που υπάρχει σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, έχει συμβάλλει και η ήττα της αριστεράς και οι διαψεύσεις που προέκυψαν. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε συσπειρώσει γύρω του σημαντικά μέρη της ελληνικής κοινωνίας. Με τη μη υλοποίηση ενός τμήματος αυτών των οποίων υποσχέθηκε, ταύτισε στο φαντασιακό των πολιτών τη δεξιά με την αριστερά, ως προς το «όλοι ίδιοι είναι», ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκε αρχικά ως κάτι διαφορετικό, ως κάτι ενάντια στο κατεστημένο. Τα αριστερά κόμματα, πρέπει να έχουν ξεκάθαρες διακριτές πολιτικές και ρητορικές από τα δεξιά. Όταν πας να ψαρέψεις από τη δεξιά, τα αποτελέσματα δεν θα είναι καλά», εξηγεί.
Ουσιαστικά ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να στοχεύσει στον μέσο ψηφοφόρο. Ο μέσος ψηφοφόρος, ενδιαφέρεται για τα εθνικά ζητήματα. «Θεωρούν ότι όσο πιο δεξιά πας, όσο πιο κανονικοποιημένος είσαι, τόσο μεγαλύτερο κοινό πιάνεις. Όμως οι άνθρωποι ψηφίζουν με πολλά διαφορετικά κριτήρια, αλλά κυρίως με όρους ταξικούς -όχι πάντα. Αν δεν μπορείς να εκφράσεις τα οικονομικά συμφέροντα των οποίων εκπροσωπείς, αλλά ξαφνικά θεωρήσεις ότι μπορείς να τους εκφράσεις όλους, τότε ζεις σε μία ψευδαίσθηση. Και με αυτή την ψευδαίσθηση πήγε να συζητήσει το πρώτο εξάμηνο του 2015 στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Και ο Μαρινάκης, και οι εργαζόμενοι. Όλα μαζί. Έ δεν γίνεται», αναφέρει ο κ. Σουβλής.
Στη συνέχεια, ανοίξαμε το κεφάλαιο «Βελόπουλος». Ο κ. Σουβλής εξηγεί ότι τόσο ο Βελόπουλος, όσο ο Γεωργιάδης και ο Καρατζαφέρης, που συμπορεύονταν κάποτε στο ΛΑ.ΟΣ, ουσιαστικά, αντιλήφθηκαν εγκαίρως – μιμούμενοι το παράδειγμα Μπερλουσκόνι – ότι η τηλεόραση είναι ένα μέσο επικοινωνίας, διάχυσης ιδεών και έλξης ψηφοφόρων, εφαρμόζοντας την πολιτική τους μέσα από τα παράθυρα της τηλεόρασης.
Δεν ξεμπερδέψαμε με την Χ.Α.
Οι ναζί μπήκαν στη φυλακή, αλλά με τον φασισμό δεν έχουμε ξεμπερδέψει. Οι δολοφόνοι χρυσαυγίτες βρίσκονται πίσω από τα κάγκελα, αλλά ασκούν ακόμη επιρροή. Οπαδοί του Κασιδιάρη τον υποδέχτηκαν σήμερα στα δικαστήρια με χειροκροτήματα και ναζιστικούς χαιρετισμούς.
«Δεν είμαι αισιόδοξος. Τμήματα του πολιτικού κατεστημένου της χώρας έχουν δημιουργήσει πρόσφορο έδαφος για αυτού του τύπου της ιδέες. Θα πρέπει αυτή τη στιγμή και με δεδομένη την εμπειρία που υπάρχει – υπάρχουν δολοφονίες, υπάρχει ο Λουκμάνι, η δολοφονία Φύσσα- να χαρακτηρίζουμε αυτούς τους ανθρώπους ως δολοφόνους, γιατί αυτό είναι», τονίζει ο κ. Σουβλής.
Ο Γιώργος Σουβλής εκτιμά πως οι χρυσαυγίτες δεν θα σταματήσουν να πολιτεύονται, ό,τι και να γίνει. «Το ζήτημα δεν είναι τι κάνει ο καθένας από αυτούς. Το ζητημα είναι τι κάνουμε ως κοινωνία για να αντιμετωπίσουμε τα δομικά αίτια που οδηγούν στην ανάδειξη αυτών των δεδομένων. Εκεί πρέπει να κοιτάζει η αριστερά και ο κάθε άνθρωπος με βασικές δημοκρατικές ευαισθησίες. Αυτά τα φαινόμενα ανθίζουν μόνο σε κοινωνίες που βρίσκονται σε βαθιά κρίση. Είναι φαινόμενο κρίσης, δεδομένης της ιστορίας της Ελλάδας, η οποία βίωσε με τον χειρότερο τρόπο τις συνέπειες του ναζισμού την περίοδο της κατοχής. Σε σχέση όμως με τον Κασιδιάρη, θα πρέπει να τους ονοματίζουμε ως δολοφόνους. Είναι τραμπούκοι που σκοτώνουν όποιον βρεθεί στο διάβα τους και διαφωνεί μαζί τους. Από την άλλη, πρέπει να δούμε τα αίτια, ώστε να καταπολεμήσουμε τα φαινόμενα και να κάνουμε ότι μπορούμε για να μην ξαναυπάρξουν. Χρειάζεται κινηματική δουλειά, θεσμική και ιδεολογική δουλειά. Ο αγώνας συνεχίζεται. Το φαινόμενο δε θα σταματήσει. Καλύτερα να έχεις αυτή την αντίληψη, παρά μία αφελή αντίληψη. Αυτοί οι άνθρωποι δεν θα φύγουν ακόμη. Διότι δεν έχουν φύγει οι αιτίες της δημιουργίας τους», καταλήγει.