της Γεωργίας Κριεμπάρδη
Διαβάζω το βιβλίο «ΜΟΡΙΑ: μετέωροι στο πουθενά της Ευρώπης» της Marie Doutrepont. Η νεαρή δικηγόρος από το Βέλγιο μεταβαίνει εθελοντικά στη Μόρια κι αρχίζει να γράφει καθημερινά στους δικούς της ένα γράμμα, όπου μιλάει για τη δουλειά της εκεί, τις συναντήσεις και τα συναισθήματά της. Έρχεται κοντά με τις ιστορίες των ανθρώπων που έρχονται να τη συμβουλευτούν και να προετοιμάσουν τη συνέντευξή τους για το άσυλο, να πείσουν τις αρχές ότι έχουν στ’ αλήθεια βασανιστεί, βιαστεί, κακοποιηθεί. Περιγράφει τον αγώνα τους, που αφού έχουν επιζήσει από τραυματικές εμπειρίες και από ένα επικίνδυνο ταξίδι, περνούν καινούργια οδύσσεια περιμένοντας επ’ αόριστον στο πουθενά και προσπαθώντας να τα βγάλουν πέρα με τη γραφειοκρατία, την κούραση ή και αδιαφορία των υπαλλήλων και των γιατρών, την ίδια τους την απελπισία.
Σε ένα σημείο γράφει: «Αλλά στη Λέσβο, η φρίκη συμβαδίζει με το θαύμα κι ευτυχώς για την πνευματική μου ισορροπία, σήμερα είδα λίγο κι από τα δύο. […] Πήγα με μερικούς συναδέλφους να φάω σ’ ένα εστιατόριο που το λένε Home. Είναι το βασίλειο του Νίκου και της Κατερίνας, ένας μικρός παράδεισος δυο βήματα από τη Μόρια. Στην αρχή, όταν άρχισαν όλα στη Λέσβο, γύρω στο 2014, άρχισαν να μαγειρεύουν για τους ανθρώπους του καταυλισμού, για να αλλάζουν από τα καθημερινά ρύζι-φακές και ρύζι-ρεβίθια. Από τότε δε σταμάτησαν. Κάθε μέρα, ο Νίκος και η Κατερίνα μαγειρεύουν για τους ανθρώπους της Μόριας και για τους άλλους. Κάθε μέρα, εθελοντές παίρνουν τον κόσμο από τη Μόρια και τους φέρνουν εκεί, στην αυλή τους μπροστά στη θάλασσα. Μαγειρεύουν γι’ αυτούς και για τους άλλους. Για τον κόσμο από τον καταυλισμό είναι δωρεάν. Οι άλλοι πληρώνουν όσο θέλουν. Όλα είναι νόστιμα, ο Νίκος ψαρεύει κάθε μέρα την ψαριά που σερβίρει το βράδυ. Τα πιάτα έρχονται χωρίς να έχει παραγγείλει κανείς τίποτα, έχει ό,τι υπάρχει και για όσο πεινάμε. Οι μπίρες είναι στο ψυγείο, απλώς παίρνεις».
Έψαξα κατευθείαν στο google το μαγαζί. Ελληνικό εστιατόριο. Βρίσκω έναν τηλεφωνικό αριθμό στη σελίδα του μαγαζιού. Καλώ αμέσως. «Γεια σας, έχω καλέσει σωστά το μαγαζί του Νίκου και της Κατερίνας;». Ναι. Αυτό ήταν. Κι έτσι είχα τη χαρά να γνωρίσω δύο πολύ όμορφους ανθρώπους, που κάνουν πράξη την αλληλεγγύη.
«Είχαν καιρό να καθίσουν σε μια καρέκλα και να φάνε, ζεστά κι ανθρώπινα»
«Από το 2014 έχουμε ένα κοινωνικό εστιατόριο, φτιάχνουμε φαγητό και το μοιράζουμε στους διαμένοντες του ΚΥΤ. Πλέον, έχουμε συνεννοηθεί με το catering που τους πάει φαγητό και εμείς φροντίζουμε για όσους κάνουν ειδική διατροφή, σε συνεργασία με τους γιατρούς δηλαδή φροντίζουμε τη μερίδα του κάθε ασθενή, ανάλογα την ιδιαιτερότητα και τις ανάγκες του. Πλέον δίνουμε φαγητό και σε μια εκκλησία σ’ ένα χωρίο που μοιράζει σε απόρους, αλλά και σε κέντρα όπως η Κυψέλη, αλλά και οι ίδιοι κάνουμε διανομή σε ανθρώπους/οικογένειες που το χρειάζονται» λέει ο Νίκος. Καθημερινά μοιράζουν 750-800 μερίδες φαγητού, ενώ κάνουν και διανομή, όπου χρειάζεται.
Δεν είχαν από πάντα εστιατόριο. Μέχρι το 2014 διατηρούσαν ένα καφενείο σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο, δίπλα στη θάλασσα, αλλά πάντα έφτιαχναν μεζεδάκια ή και φαγητό, όταν χρειαζόταν. Σταδιακά, οι ανάγκες άλλαξαν και δημιούργησαν το κοινωνικό εστιατόριο. Έναν χώρο ανοιχτό για φιλόξενο για όλους.
«Συνεννοούμαστε με όσους υποδέχονται τους πρόσφυγες και φέρνουμε σε γκρουπ ανθρώπους από το ΚΥΤ να τρώνε κι εδώ. Μιλάμε για ανθρώπους που είχαν καιρό να καθίσουν σε μια καρέκλα και να φάνε, ζεστά κι ανθρώπινα» περιγράφει, μιλώντας για ανθρώπους που έχουν τόση ανάγκη να νιώσουν αυτή την αγκαλιά από την τοπική κοινωνία, από το μέρος που έφτασαν μετά από ένα δύσκολο ταξίδι.
Μιλήσαμε για την αλληλεγγύη. Του εξήγησα πως κάτι έχει αλλάξει, ρε γαμώτο. Του θύμισα τις εικόνες της Λέσβου από το μακρινό 2015, με γιαγιάδες να φροντίζουν προσφυγάκια σαν δικά τους παιδιά, κόσμος να συρρέει στις βάρκες να δίνει ρούχα κι αγκαλιές στους νεοαφιχθέντες. Πού πήγαν αυτά;
«Έχει πράγματι αλλάξει η κατάσταση» παρατηρεί και ο Νίκος και συνεχίζει: «Έχουν αλλάξει οι ανάγκες και έχουν κουραστεί οι Έλληνες. Θα σου εξηγήσω πρώτα το δεύτερο σκέλος. Οι Έλληνες, στην αρχή, προσπαθούσαν να βοηθήσουν, έδιναν ό,τι είχαν από το υστέρημά τους -υπήρχε και υπάρχει οικονομική κρίση-, έκαναν το μέγιστο που μπορούσαν. Μετά είδαν ότι η κατάσταση δεν αλλάξει. Οι πρόσφυγες έμεναν σε άθλιες συνθήκες, ενώ από την Ευρώπη έρχονταν εκατομμύρια και παρόλ’ αυτά δεν πήγαιναν για τη φροντίδα των προσφύγων. Αυτό τους κούρασε, τους έκανε να αντιδράσουν, ήταν ένα ξέσπασμα απέναντι σ’ αυτή την πολιτική κατάσταση και το μάρμαρο το πλήρωσαν οι αδύναμοι, ο πρόσφυγες. Ο ρατσισμός βέβαια πάντα υπήρχε σ’ ένα κομμάτι της κοινωνίας και μετά το προσφυγικό οργανώθηκαν σε ομάδες, λόγω άγνοιας, αγανάκτησης και μισαλλοδοξίας φέρονταν εχθρικά στους πρόσφυγες. Αλλά δεν είναι όλοι έτσι. Ο πολύς κόσμος αγανάκτησε με την την πολιτική. Υπάρχει, ευτυχώς, και η αλληλεγγύη».
Όσο για τον πρώτο λόγο που ανέφερε, μιλώντας για το ότι άλλαξε η στάση του κόσμου, όπως εξηγεί, άλλαξαν και οι ανάγκες των προσφύγων. «Όταν έρχονται, χρειάζονται ένα πιάτο φαΐ, ρούχα και οτιδήποτε σε βασική ανάγκη. Όμως υπάρχουν άνθρωποι που έχουν πάρει το άσυλό τους ή περιμένουν 4 και 5 χρόνια, κι έχουν κουραστεί να κάθονται και να ζουν με ένα πιάτο φαγητό. Θέλουν να γίνουν άνθρωποι, να σκέφτονται, να είναι ανεξάρτητοι, α πιάσουν τη ζωή τους από την αρχή. Εμείς τους ακούμε, έχουμε άμεση επαφή μαζί τους, ακούμε τις ανάγκες τους. Θέλουν να δουλεύουν» εξηγεί και μου μιλά για ένα εγχείρημα που ξεκίνησε πριν 3 χρόνια κι όχι μόνο φαίνεται πως έχει πετύχει αλλά ολοένα και μεγαλώνει. «Πριν 3 χρόνια, δημιουργήσαμε θέσεις εργασίας, γι’ αυτούς τους ανθρώπους κι αυτό βοήθησε και την τοπική κοινωνία να δει ότι αυτοί οι άνθρωποι μπορούν και θέλουν να δουλεύουν μαζί, αρμονικά με τους ντόπιους. Δημιουργήσαμε λοιπόν έναν κήπο τεράστια, φυτεύουμε λαχανικά, έχουμε δέντρα, έχουμε και μια φάρμα..ν μια ομάδα, έχουν τα δικά τους χρήματα, παράγουν, κι έτσι έχουμε και δικά μας προϊόντα για την κοινωνική κουζίνα». Μάλιστα, σκέφτεται να μεγαλώσει κι άλλο το εγχείρημα, ώστε τα προϊόντα που παράγουν να τα πουλούν, να δοθούν κι άλλες θέσεις εργασίας. Όπως υπογραμμίζει βέβαια, η τοπική κοινωνία στηρίζει όλο αυτό, όπως και φίλοι από το εξωτερικό που βοηθούν με συνδρομές μέσω του website του εγχειρήματος.
4.000.000 μερίδες φαγητού, μισό εκατομμύριο πρόσφυγες, μισό εκατομμύριο ιστορίες
Ο Νίκος κι η Κατερίνα έχουν πράγματι χτίσει ένα παράδεισο. Τα διεθνή Μέσα έχουν γράψει διθυράμβους. Τα Μέσα σε Γερμανία, Ισπανία, Ολλανδία, Σουηδία, Νορβηγία, κανάλια και εφημερίδες, οι Guardian και Sunday Times έχουν φιλοξενήσει το δίδυμο που μοιράζει απλόχερα αλληλεγγύη.
Μέχρι τώρα έχουν δώσει περίπου 4.000.000 μερίδες φαγητού. Έχουν γνωρίσει πάνω από μισό εκατομμύριο πρόσφυγες, τους έχουν αγκαλιάσει έναν προς έναν, έχουν ακούσει την ιστορία του καθενός. Δεν ξεχωρίζει καμία ιστορία. Όλες είναι ξεχωριστές. Όμως θυμάται κάτι πρόσφατο που του έκανε εντύπωση. «Φέρνουμε στο εστιατόριο κόσμο να φάει, δίπλα στη θάλασσα, τους μιλάμε τους αγκαλιάζουμε. Οποιοσδήποτε μπορεί να έρθει, γενικά, αλλά οι περισσότεροι μας γνωρίζουν για την αγκαλιά προς τους πρόσφυγες. Συνήθως φέρνουμε νεοφερμένους και πηγαίνουν εθελοντές τους μιλάνε, καταγράφουν τι χρειάζονται και έχουμε μια αποθήκη με διάφορα, ρουχισμό κλπ- και τους τα ετοιμάζουμε όταν φεύγουν να τα πάρουν μαζί. Το 2019, είχε μόλις φτάσει μια βάρκα, τους βρήκες ντόπιος και τους έφερε στο μαγαζί. Ανάμεσά τους και μια κυρία. Ήταν χειμώνας. Εκείνη φορούσε ένα πολύ μακρύ παλτό, το μισό ήταν βρεγμένο από τη βάρκα. Όλοι ένιωσαν άνετα, είχαμε σόμπες, έτρωγαν, γελούσαν. Εκείνη δεν έβγαζε ούτε το παλτό και ήταν “κουμπωμένη”, μαζεμένη. Την πλησίασε μια εθελόντρια και ξεκουμπώνει το μπουφάν και είχε ένα παιδάκι έξι ημερών, γυμνό, μελανιασμένο από το κρύο. Το πήραμε, το φροντίσαμε, ζεστάθηκε στη σόμπα, συνήλθε. Σκεφτείτε, πόσο φοβόταν εκείνη η γυναίκα να ανοιχτεί σε κάποιον και πόσο ήθελε να κρύψει για να προστατεύσει το μωράκι της».
«Έχουμε πολλές φορές διαφωνήσει ανοιχτά και με πολιτικούς και με παράγοντες της Εκκλησίας» λέει και καταλήγει. «Απ’ όταν ξεκινήσαμε όλο αυτό, γίναμε εμείς οι ίδιοι καλύτεροι άνθρωποι».