
Τα βουλεβάρτα και τα οδοφράγματα αποτελούν δύο αντιθετικής φύσης αρχιτεκτονήματα. Τα πρώτα σηματοδοτούν την ανεξέλεγκτη και απρόσωπη αστική ανάπτυξη πάνω στον δημόσιο χώρο, ενώ τα δεύτερα τον καθοριστικό της φραγμό και την επανοικειοποίηση του δημόσιου χώρου από τον λαό. Αν και τα οδοφράγματα αποτελούν γνωστή επαναστατική τεχνική που επιβιώνει ως τις μέρες μας, δεν είχαν πάντα τον συγκυριακό χαρακτήρα που έχουν σήμερα. Σε ορισμένες ιστορικές περιόδους, αποτελούσαν μακροχρόνιο τμήμα της καθημερινότητας ορισμένων κατοίκων.
Τα οδοφράγματα έκλειναν ολόκληρους δρόμους, αποκόβοντας κάποιες περιοχές από την κυκλοφοριακή ροή, δημιουργώντας γκέτο ή στρατόπεδα μέσα στις καρδιές των πόλεων, αφήνοντας μια μόνιμη μυρωδιά μπαρουτιού και σάπιου ξύλου να βαραίνουν την ατμόσφαιρα. Και μόνο η παρουσία της υποδήλωνε μια πράξη αντίστασης, ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να ξεσπάσει η σπίθα της εξέγερσης και να παραδώσει στις φλόγες όλη την πόλη.
Για τον αρχιτέκτονα Carl Douglas, αυτός υπήρξε και ο βασικός λόγος της επικράτησης των μεγάλων βουλεβάρτων στο αστικό τοπίο σχεδόν σε όλες τις πόλεις του δυτικού κόσμου από τα μέσα του 19ου αιώνα και έπειτα. Τα βουλεβάρτα σηματοδοτούν την έναρξη μιας άλλης εποχής, όπου οι αστικές γειτονιές χάνουν την παραδοσιακή φυσιογνωμία και μορφολογία τους, οι κοινωνικές σχέσεις αλλάζουν οριστικά και μαζί τους αλλάζει και η αντίληψη για την έννοια του ιδιωτικού και του δημόσιου χώρου.
Έτσι, με μια ματιά στα σύγχρονα αστικά τοπία, μπορεί να γίνει σαφές ότι η αρχιτεκτονική δεν αντικατοπτρίζει απλώς τις κοινωνικές σχέσεις, αλλά ενεργεί δραστικά ώστε να τις παράγει. Και ένα από τα καθήκοντα της κυρίαρχης τάξης να τσακίσει κάθε επαναστατική έκφραση που θα μπορούσε να υποκινηθεί και από τον δημόσιο χώρο.
Παραγωγή, αναπαραγωγή και αναπαράσταση του κοινωνικού χώρου
Ούτως ή άλλως, ο χώρος, αν και αφηρημένη έννοια, αποτελεί μια ενεργή δύναμη η οποία δύναται να τροποποιηθεί και να δομηθεί με απτά χαρακτηριστικά, μέσω των φυσικών και ανθρωπογενών παρεμβάσεων. Η δυναμικότητα του χώρου, η δυνατότητα τόσο να κατασκευάζεται όσο και να κατασκευάζει εντείνεται με την καθοριστική συμπλοκή της ανθρώπινης δραστηριότητας. Υπό αυτό το πρίσμα, η οργάνωση του χώρου είναι μια έκφραση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, όχι η παθητική αντανάκλαση των φυσικών νόμων. Επομένως, ο χώρος γίνεται αντιληπτός ως το αποτέλεσμα των δραστικών πρακτικών και των επιλογών των δρώντων υποκειμένων που τον διαχειρίζονται και τον βιώνουν, κάτι που συναποτελεί στην αντιμετώπιση του ανθρώπινου τοπίου ως πολιτισμικό φαινόμενο.
Για τον Γάλλο φιλόσοφο και κοινωνιολόγο Henri Lefevbre, ο χώρος δεν αποτελεί το άδειο δοχείο που περιβάλλει την ανθρώπινη συμπεριφορά, αλλά ορίζει ουσιαστικά το εύρος και την ποιότητα των ανθρώπινων σχέσεων, τόσο μεταξύ τους όσο και με τον ίδιο τον χώρο. Στο έργο του, «Η παραγωγή του κοινωνικού χώρου», που εκδόθηκε το 1974, περιγράφει πώς η παραγωγή κοινωνικών σχέσεων σημαίνει την a priori παραγωγή ενός χώρου για αυτές τις σχέσεις, μέσω κοινωνικών πρακτικών και αναπαραστάσεων. Υποστηρίζει ότι ο ίδιος ο χώρος είναι ένα κοινωνικό προϊόν (βασισμένο στην αξία και την κοινωνική παραγωγή νοημάτων) που επηρεάζει με τη σειρά του τις κοινωνικές πρακτικές και τις αντιλήψεις των ανθρώπων.
Ο Lefebvre αντιλαμβάνεται έναν χώρο από τρεις οπτικές γωνίες: τη φυσική, την πνευματική και την κοινωνική. Ο φυσικός χώρος -αφηρημένος στο σύνολό του- κατασκευάζεται, εν πολλοίς, από διάφορους δραστικούς παράγοντες, κυρίως όμως, από τους έχοντες την εξουσία. Ο φυσικός χώρος παλαιότερα πλάθονταν από τους βασιλιάδες, τους άρχοντες και τους μηχανικούς της αυλής. Στη σύγχρονη εποχή, κατασκευάζεται από το κράτος, τους εργολάβους και τους μηχανικούς του κράτους ή του ιδιωτικού τομέα.
Αντίστοιχα, οι αναπαραστάσεις του χώρου αφορούν την ανάλυση του λόγου του κοινωνικού χώρου, ανεξάρτητα εάν ένας χώρος είναι υπαρκτός ή όχι, υπό κατασκευή ή υπό κατάρρευση, και λαμβάνουν χώρα στη δημόσια σφαίρα ανεξάρτητα από την πραγματική παρουσία του. Η αναπαράσταση του κοινωνικού χώρου αποτελεί το σύνολο όλων των συλλογισμών που αναδύονται αναφορικά με έναν χώρο, όλες τις προθέσεις και τα πεδία του πολιτικού ανταγωνισμού που προσπαθούν να ηγεμονεύσουν το ένα στο άλλο. Έτσι, ο κοινωνικός χώρος είναι, φύσει και θέσει, ένα πολιτικό διακύβευμα, που παράγεται και αναπαράγεται από τις ανταγωνιστικές δυνάμεις που τον διεκδικούν την εκάστοτε χρονική συγκυρία.
Από τη στιγμή που καμία πρακτική κατασκευής και ανακατασκευής ενός χώρου δεν λαμβάνει χώρα εν κενώ, η τακτική της «εξυγίανσης» του αστικού τοπίου, εκτός του ότι είναι πολιτικά φορτισμένη, σηματοδοτεί και την ηγεμονία μιας συγκεκριμένης πολιτικής θέσης έναντι μιας άλλης, την οποία και προσπαθεί να κατατροπώσει μέχρι τη Λήθη. Ειδικά, σε τόπους όπου έχουν γίνει επαναστάσεις ή εξεγέρσεις, αυτή η τακτική έρχεται για να τις ισοπεδώσει στη συλλογική Μνήμη, να λειτουργήσει ως διαρκής υπενθύμιση της ήττας έναντι της πολιτικής κυριαρχίας της αστικής τάξης.
Τα βουλεβάρτα όχι μόνο κατέστρεψαν παλιούς μικρούς δρόμους και έκοψαν στη μέση γειτονιές, κάνοντας και πρακτικά αδύνατη την ανύψωση οδοφραγμάτων, αλλά και η ίδια η μεγαλειώδης αισθητική τους λειτουργεί ως άμεσος δείκτης αυτής της αστικής κυριαρχίας. Ο δημόσιος χώρος μεταποιείται όχι κατά το πως εξυπηρετεί τον λαό, τους κατοίκους που τον βιώνουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αλλά ως εξυπηρετεί την κυρίαρχη τάξη, τόσο πολιτικά όσο και πρακτικά.
Το Παρίσι εν καιρώ ειρήνης
Το Παρίσι από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης ήταν ένα καζάνι που έβραζε. Τα οδοφράγματα που χτίστηκαν στους δρόμους του Παρισιού στα επαναστατικά χρόνια που ακολούθησαν το 1789 και έκλεισαν με την καταστολή της Παρισινής Κομμούνας το 1871, δεν ήταν τα μοναδικά ούτε στη Γαλλία, ούτε και στην Ευρώπη. Η μακροβιότητά τους, όμως, σε συνδυασμό με τον εντεταλμένο κρατικό σχεδιασμό που ενορχηστρώθηκε για την καταστροφή τους, τα μετατρέπει σε ιστορικά αντικείμενα προσφιλή για μελέτη.
Στην αρχή, τα Παριζιάνικα οδοφράγματα ήταν προσωρινά εμπόδια ή μικροί τοίχοι που υψώνονταν στους δρόμους. Ήταν συμπαγείς μάζες κατασκευασμένες από ανώνυμες ομάδες εξεγερμένων που χρησιμοποιούσαν οποιοδήποτε υλικό υπήρχε προς διαθεσιμότητα, όπως καρότσες, έπιπλα, βαρέλια, και βέβαια, πέτρες από θρυμματισμένα λιθόστρωτα. Κατά τη διάρκεια της Ιουλιανής Επανάστασης του 1830 υπήρχαν πάνω από 4.000 οδοφράγματα, ενώ στην Επανάσταση του 1848 ο αριθμός τους είχε ανέβει στα 6.000! Η τελευταία φορά που χρησιμοποιήθηκαν οδοφράγματα στους δρόμους του Παρισιού με σημαίνοντα τρόπο ήταν κατά τη διάρκεια της Παρισινής Κομμούνας του 1871, όταν η σοσιαλιστική κυβέρνηση της πόλης δήλωσε ότι ήταν ανεξάρτητη από το Παλάτι των Βερσαλλιών.
Μεταξύ 1795 και 1871, όταν τα οδοφράγματα ήταν μια κοινή επαναστατική τακτική, η Γαλλία εναλλάσσονταν μεταξύ επαναστατικών κυβερνήσεων και περιόδων συγκεντρωτικής αυτοκρατορικής κυριαρχίας. Τις περιόδους που η μοναρχία αποκαθίστατο, ο δημόσιος χώρος του Παρισιού άλλαζε ριζικά, σε μια προσπάθεια καταστολής της επαναστατικής σπίθας.
Η περίφημη αστική αναδιάρθρωση του Παρισιού από τον αρχιτέκτονα George-Eugène Haussmann, που συνέβη κατά τη διάρκεια μιας από τις τελευταίες περιόδους – της Δεύτερης Αυτοκρατορίας του Λουδοβίκου Ναπολέοντα (1852-1871) – ήταν, εν μέρει, μια ρητή απάντηση στην απειλή των οδοφραγμάτων. Ο Haussmann έκοψε φαρδιές νέες λεωφόρους μέσα από την υφή της παλιάς πόλης του Παρισιού, αγοράζοντας και κατεδαφίζοντας οτιδήποτε θεωρούσε ως εμπόδιο, στήνοντας άξονες και μνημεία και καθαρίζοντας τον χώρο γύρω από μνημειώδη κτίρια όπως η Παναγία των Παρισίων και το Μέγαρο του Λούβρου.
Κόβοντας το σώμα της πόλης με τις λεωφόρους του και προωθώντας την ανεμπόδιστη κυκλοφορία, ο Haussmann ήλπιζε όχι μόνο να αμβλύνει τις κοινωνικές πιέσεις που προκάλεσαν αναταραχή, αλλά και να καταστήσει αδύνατη την κατασκευή και την υπεράσπιση των οδοφραγμάτων.
Ο Γερμανός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Walter Benjamin αναγνώρισε στην ανακατασκευή του Παρισιού την προσπάθεια καταστολής της επαναστατικής διαδικασίας, και ονόμασε αυτή την πρακτική ως “Haussmannization”. «Στο Παρίσι του Haussmann», λέει ο Benjamin, οι αστοί των λεωφόρων αντιτίθεται στον άτοπο εργάτη, που δεν ανήκει πραγματικά στην πόλη. Η αναδιαμόρφωση των υλικών και των χώρων της πόλης επαναδιαμορφώνει και τις κοινωνικές σχέσεις».
Αντίστοιχα, ο Benjamin υποστηρίζει ότι ο νόμος και η τάξη δεν μπορούν να αντιταχθούν στη βία. Αντίθετα, πρέπει να θεωρούνται οι ίδιοι ως ουσιαστικά βίαιοι. Η νομοθέτηση είναι δημιουργία εξουσίας και, σε αυτόν τον βαθμό, μια άμεση εκδήλωση βίας, και η επιβολή των νόμων είναι πολύ πιθανό να πυροδοτήσει νέους κύκλους της βίας. Στη σκέψη του Benjamin, είναι ψευδής η αντίθεση που δημιουργήθηκε από τον Hausmann ανάμεσα στα «καταστροφικά, βίαια οδοφραγμάτα» και «στα νόμιμο, οικοδομήσιμο χώρο του Παρισιού». Μάλιστα, σημειώνει ότι ο Haussmann αποκαλούσε τον εαυτό του ως «καλλιτέχνη-κατεδαφιστή».
Έτσι, η επιβολή των βουλεβάρτων είναι και αυτή με τη σειρά της μια μορφή βίας που κατασπαράζει την καρδιά των πόλεων κατά το δοκούν ορισμένων, οι οποίοι ευαγγελίζονται ότι απαντούν με αναπτυξιακή πρόοδο στη βία. Και, φυσικά, οποιαδήποτε προσπάθεια εξυγίανσης του αστικού τοπίου επιβάλλεται στους ανθρώπους χωρίς τη δική τους ενσωμάτωση, χωρίς τη δική τους συναίνεση, αποτελεί μια βίαιη κρατική πρακτική, μια μορφή συνειδησιακής καταστολής και εξαναγκαστικής φυσικοποιήσης επιλογών που δεν είναι δικές τους.
Η καταστροφή της συλλογικής Μνήμης: Γιατί τόση βία στα Εξάρχεια;
Με το παράδειγμα του Παρισιού, παρουσιάστηκε ο τρόπος με τον οποίο ο κρατικός μηχανισμός αναδιαμορφώνει το πολιτισμικό τοπίο έτσι ώστε να καταπνίξει την οποιαδήποτε επαναστατική σπίθα μπορεί να πυροδοτηθεί. Οδοφράγματα κατασκευάστηκαν και σε άλλες πόλεις, όπως η Βαρκελώνη και το Βερολίνο, αλλά ποτέ σε τέτοιο βαθμό και σε τέτοια πολιτικά χαρακτηριστικά όσο του Παρισιού.
Το παράδειγμα των λεωφόρων, βέβαια, δεν αποτελεί αποκλειστικότητα για τον τρόπο που η αστική εξυγίανση καταστρέφει το πολιτισμικό τοπίο με αποφασιστικό τρόπο. Από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και έπειτα, η πρόφαση του «εκμοντερνισμού» στην αστική αρχιτεκτονική έχει επιφέρει ριζικές αλλαγές, με βίαιες επιβολές σε όλες τις πολεοδομικές βαθμίδες, και τις περισσότερες φορές με πολιτικές σκοπιμότητες. Στην Ελλάδα για παράδειγμα, η συστηματική καταστροφή των οθωμανικών κτιρίων, και αργότερα, των Εβραϊκών γειτονιών, ήταν χαρακτηριστική στην προσπάθεια μετατροπής της πρόσφατης ιστορικής Μνήμης.
Ακόμα και σήμερα υπάρχουν ορισμένοι χώροι μέσα στον αστικό ιστό, οι οποίοι εκτός από την εγγενή κοινωνικότητά τους, νοηματοδοτούνται και με την έννοια του συμβολισμού. Ο χώρος των Εξαρχείων είναι ένας τέτοιος χώρος, μια «ετεροτοπία», θα μπορούσε να πει κανείς, στην καρδιά της πόλης των Αθηνών. Όχι διότι τα πράγματα συμβαίνουν διαφορετικά στα Εξάρχεια, ή οι κάτοικοι δρουν με διαφορετική κοινωνική συμπεριφορά από ότι ο υπόλοιπος κόσμος. Είναι ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται και διαμεσολαβείται αυτή η κοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπων που επιλέγουν να κοινωνικοποιηθούν στον συγκεκριμένο χώρο, οι διαφορετικές σχέσεις που αναπτύσσονται αναφορικά με τον δημόσιο χώρο, που έχουν δημιουργήσει τη διαχρονική συμβολικότητα των Εξαρχείων.
Και μάλιστα, η περιοχή των Εξαρχείων έχει γνωρίσει, ιστορικά, πολλά οδοφράγματα, και τα αξιοποιεί μέχρι τις ημέρες μας, εφόσον χρειαστεί. Δεν είναι τυχαίο που η κυρίαρχη πολιτική προσπαθεί να ηγεμονεύσει πάνω στην πολιτική νοηματοδότηση που έχουν λάβει τα Εξάρχεια τις τελευταίες δεκαετίες. Με πόσο μένος έχουν πέσει επάνω σε αυτή τη μικρή περιοχή, τη χτυπάνε αλύπητα, αυτή και τους κατοίκους της, με την ταυτόχρονη επίκληση στο γράμμα του Νόμου, το οποίο, όπως έλεγε και ο Benjamin, έχει καταλήξει ακόμα πιο βίαιο από τη βία που υποτίθεται ότι θέλει να περιορίσει.
Τέτοιου είδους πρακτικές, είναι δεδομένο ότι θέλουν να χτυπήσουν τη συλλογική συνείδηση των ανθρώπων, να εντείνουν το κρατικό μονοπώλιο της βίας. Καθώς μέσα στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού τόσο το φυσικό περιβάλλον, όσο και ο κοινωνικός κόσμος αντικειμενικοποιούνται αυτό φέρει ως αποτέλεσμα να επικρατεί η άποψη ότι η ανθρώπινη βούληση γίνεται αδρανής και δεν μπορεί να επιφέρει καμία αλλαγή στον κόσμο, όπως δεν μπορεί να φέρει καμία αλλαγή στα φυσικά φαινόμενα. Η ματαίωση ενός αγώνα μετατρέπεται, σταδιακά, στη ματαίωση κάθε αγώνα, και ακριβώς αυτό είναι που η κυρίαρχη πολιτική θέλει να επιτύχει στη λαϊκή συνείδηση, να την αποσπάσει και να τη θρυμματοποιήσει. Να την αποσπάσει από τον ίδιο τον κοινωνικό χώρο που αλληλοεπιδρά, την παράγει και αναπαράγεται, και τη θρυματτοποιήσει αφαιρώντας το ουσιαστικό πολιτικό νόημά της.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η αστική τάξη προκαλεί τέτοια ψευτοδιλήμματα: Βαριοπούλες ή βιβλιοθήκες, Εκπαίδευση ή Ανομία, Ανάπτυξη ή Μιζέρια κ.λ.π, που δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα έξω από τα οβάλ γραφεία που λέγονται και τους δημοσιογράφους που τα αναπαράγουν απνευστί. Οι πόλεις μας είναι, εν πολλοίς, και οι αντανακλάσεις αυτών των πολιτικών, η ψυχρή αποξένωση των ανθρώπων που νιώθουν τον χώρο τους ολοένα και πιο αφιλόξενο, ολοένα και πιο απομονωμένο. Που νιώθουν ότι διώχνονται από τα σπίτια τους, και όντως διώχνονται από αυτά, μέρα με τη μέρα.
Και έτσι, μια συμβολικά νοηματοδοτημένη γειτονιά, μια Μονμάρτη ή ένα Γκρίνουιτς Βίλατζ των Αθηνών χτυπιέται άλλη μια φορά μέχρι να σταματήσει να υπάρχει.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Walter Benjamin, Paris, Capital of the Nineteenth Century.
Henri Lefevbre, Δικαίωμα στην Πόλη. Χώρος και Πολιτική.
Henri Lefevbre, The Production of Social Space.
Carl Douglas, Barricades and Boulevards, Material transformations of Paris, 1795-1871.
Yannis Stavrakakis, The radical act: Towards a spatial critique.
Εγώ θα μετρήσω και τις καταλήψεις που λειτουργούν ως καταφύγια για ανθρώπους που δεν πρόκειται να βρούνε μόνιμη στέγη κάπου αλλού εξαιτίας των ρατσιστικών αντανακλαστικών των περισσότερων ιδιοκτητών και της απουσίας μέριμνας από τη μεριά της πολιτείας για το συγκεκριμένο ζήτημα. Ακόμη κι αν κάποιος δεν διακατέχεται από τέτοιες αντιλήψεις, μπορεί να αναγκαστεί να υποκύψει στις πιέσεις των άλλων ιδιοκτητών ή ενοικιαστών φοβούμενος ότι θα πέσει η αξία του ακινήτου. Στις ΗΠΑ υπάρχουν οι λεγόμενες "ιερές πόλεις" που έχουν τη δυνατότητα να αποκλίνουν από την εθνική μεταναστευτική πολιτική και να προσφέρουν ένα ασφαλέστερο περιβάλλον που προστατεύει αυτούς τους ανθρώπους από κρατικές διώξεις/αυθαιρεσίες ή άλλου είδους εγκληματικές ενέργειες εξαιτίας της έλλειψης εμπιστοσύνης προς το κράτος από τη μεριά τους πχ άνθρωποι να φοβούνται να καταγγείλουν την εργασιακή εκμετάλλευση ή ακόμη και την ανθρώπινη κακοποίηση από τους εργοδότες τους όπως συμβαίνει σε περιοχές σαν τη Μανωλάδα. Θα μπορούσαμε να πούμε πως τα Εξάρχεια λειτουργούν, έστω και άτυπα, ως ένα τέτοιο άσυλο. Το έχουν αναφέρει αρκετοί μετανάστες εξάλλου πως ήταν από τις λίγες περιοχές που μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα την περίοδο της κρίσης χωρίς να φοβούνται πεσίματα από τα τάγματα εφόδου της ΧΑ. Το μπάσιμο λοιπόν του Airbnb εκθέτει και αυτούς τους ανθρώπους που θα δυσκολευτούν να στεριώσουν σε κάποια άλλη συνοικία, ειδικά αν κατακερματιστούν.
Σε αυτή την ομάδα θα μπορούσαν να ενταχθούν και άνθρωποι από τοξικά/κακοποιητικά οικογενειακά περιβάλλοντα, ψυχικά νοσούντες, τοξικομανείς κλπ που δυσκολεύονται να εμπιστευτούν τις σχετικές δημόσιες δομές φροντίδας, περίθαλψης και φιλοξενίας (can you blame them?) που υπολειτουργούν εξαιτίας της αδιαφορίας της ελληνικής πολιτείας και της άθλιας οργάνωσης και των κακών εργασιακών συνθηκών που έχουν συμβάλλει στην κακή φήμη που τις συνοδεύει με διαρροές/καταγγελίες για αυθαιρεσίες των διοικούντων και των επαγγελματιών που κακομεταχειρίζονται τους τρόφιμους, εφαρμογής παρωχημένων κι αναποτελεσματικών μεθόδων κλπ. Άνθρωποι οι οποίοι δυστυχώς εξαιτίας της κατάστασης τους δεν μπορούν να συμμετάσχουν στην παραγωγική διαδικασία και ως εκ τούτου απορρίπτονται εξαρχής από τους ιδιοκτήτες.
Εξαιρετικό άρθρο.
Θα μπορούσαμε βέβαια να φέρουμε ως αντιπαραδείγματα συνοικίες όπως το Μεταξουργείο και η Κυψέλη που μολονότι η πολεοδομία τους παρέμεινε αναλλοίωτη (;), οι κοινωνικές σχέσεις εντός τους άλλαξαν αρκετά. Δεν το λέω για να αμφισβητήσω την επιρροή του χώρου στο πολιτιστικό και κοινωνικό κομμάτι που πολύ όμορφα εξηγείται στο άρθρο, αλλά για να το εκφράσω ως παράλληλο προβληματισμό. Θα μπορούσαμε δηλαδή να πούμε πως υπάρχει μια σχέση αλληλεξάρτησης και πως και η αλλαγή στην καθημερινότητα των κατοίκων, ωθούμενη από την τεχνολογική ανάπτυξη και διάφορα ευρύτερα κοινωνικά φαινόμενα, επηρεάζει με τη σειρά της τη δυναμική του χώρου ακόμη κι αν δεν υπάρξει καμία τεχνική παρέμβαση. Άνθρωποι οι οποίοι στην πλειοψηφία τους (αυτό βέβαια αποτελεί ατεκμηρίωτη προσωπική εκτίμηση από το διάστημα που έζησα εκεί πέρα) δεν έχουν την κυριότητα των κατοικιών στις οποίες διαμένουν με αποτέλεσμα τα κτίρια που άλλοτε απέπνεαν μια αριστοκρατικότητα πλέον να μοιάζουν ρημαγμένα και να αδυνατούν να καλύψουν ακόμη και βασικές λειτουργικές ανάγκες των ενοίκων. Οι στενοί δρόμοι που άλλοτε αποτελούσαν χώρους κουβέντας, παιχνιδιού και κοινωνικοποίησης πλέον έχουν απωλέσει αυτό το στοιχείο γιατί τα παιδιά πρέπει να προσέχουν και να διακόπτουν κάθε τρεις και λίγο επειδή περνούν πλέον συνέχεια αυτοκίνητα, οι μεγάλοι πρέπει να μεριμνούν για να μην εμποδίζουν την κυκλοφορία κλπ. Χώρια το ότι πρέπει να μαζευτούν νωρίς σπίτι εξαιτίας της αυξημένης εγκληματικότητας που για εμένα αποτελεί παρελκόμενο της φτωχοποίησης. Ο χαμηλός και περιορισμένος φωτισμός που σε άλλες εποχές έβγαζε έναν ρομαντισμό και ενθάρρυνε τις βραδινές βόλτες πλέον ενεργοποιεί αρνητικά συναισθήματα με αποτέλεσμα οι γειτονιές να παρουσιάζουν εικόνα ερήμωσης. Εγκαταλελειμμένα κτίρια, ως συνέπεια των οικονομικών αλλαγών και των διαρκών μετακινήσεων ανθρώπων και κεφαλαίου, πλέον στεγάζουν δραστηριότητες της παραοικονομίας. Συνεπώς, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η υπόσταση που λαμβάνει ο χώρος είτε σημειολογικά είτε λειτουργικά εξαρτάται και από την ιστορική περίοδο κατά την οποία εξετάζεται και τον συσχετισμό του με το ευρύτερο περιβάλλον έξω από τα πλαίσια του ακόμη κι αν δεν υπάρξει κάποια δομική αλλαγή.
Και σε κάποιες περιπτώσεις το οργανικό και το βεβιασμένο/υποδόριο είναι δυσδιάκριτα. Οι άλλοτε μικροαστικές γειτονιές πλέον μοιάζουν με φαβέλες εντός των οποίων αναπτύσσεται ένας τρόπος κοινωνικής οργάνωσης με ρευστή βάση και επιφανειακούς δεσμούς, με περιορισμένη πλέον επαναστατική προοπτική. Και γιατί άλλωστε να υπάρχει εφόσον πολλοί από αυτούς βλέπουν την εγκατάσταση τους στην περιοχή ως ένα μεταβατικό στάδιο είτε πρόκειται για τους φοιτητές που ψάχνουν μια φθηνή σκεπή για το βραχυπρόθεσμο διάστημα που θα κάτσουν εκεί (και τις λίγες ώρες που θα μένουν μέσα στο σπίτι) είτε για τους μετανάστες που ακολουθούν το δικό τους μακροχρόνιο ταξίδι περιμένοντας πιθανότατα την ημέρα κατά την οποία θα είναι νομικά εφικτό να έρθουν σε επαφή με τους συγγενείς τους σε άλλα κράτη είτε τις ολοένα και λιγότερες οικογένειες που έχουν απομείνει εκεί πέρα των οποίων τα παιδιά περιμένουν καρτερικά τη στιγμή όπου θα είναι σε θέση να ανελιχθούν κοινωνικά και να φύγουν από αυτό τον υποβαθμισμένο τόπο που έχει απεμπολήσει την παλιά του αίγλη.