Υπάρχουν δομές δημόσιες, ιδιωτικές και εκκλησιαστικές. Όπως εξηγεί η Τατιάνα Γκόρνυ, τα τελευταία χρόνια γίνονται έλεγχοι στις δομές -παλιά το κάθε ίδρυμα λειτουργούσε όπως ήθελε, σημειώνοντας ωστόσο πως πρακτικά δεν ξέρουμε πώς γίνονται οι έλεγχοι και σίγουρα έλεγχος δε σημαίνει ότι μπαίνω και βγαίνω σ’ ένα ίδρυμα, χωρίς ουσιαστική επαφή με τα παιδιά και τους ψυχολόγους. Η υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Δόμνα Μιχαηλίδου μίλησε στην εκπομπή του Νίκου Χατζηνικολάου στον Realfm 97,8 δηλώνοντας πως «ο έλεγχος στις κοινωνικές δομές είτε δημόσιες είτε ιδιωτικές είναι αποκεντρωμένος, αυτό σημαίνει ότι τον κάνει η περιφέρεια. Η Περιφέρεια έχει τους κοινωνικούς συμβούλους κάνουν τους ελέγχους».

«Για την επιστημονική κοινότητα, οποιαδήποτε δομή κλειστής προστασίας είναι κακοποιητική για το παιδί, όσο χρωματιστά κτίρια κι αν έχουν ή καλούς φροντιστές» τονίζει εξαρχής η κα. Γκόρνυ. Περιγράφει πως ο τρόπος φροντίδας για τα παιδιά στις δομές είναι κακοποιητικός. «Στις δομές οι φροντιστές αλλάζουν συχνά, κι αυτό επιπλέον επηρεάζει το νευρικό σύστημα του παιδιού και την ψυχολογία του, το τραύμα όχι μόνο ενισχύεται, αλλά έχουμε κι επανατραυματισμό» εξηγεί και προσθέτει: «Όταν ένα παιδί μεγαλώνει με ένα κακοποιητικό μοντέλο, είναι πιθανόν να επαναλάβει αυτό το μοντέλο στις σχέσεις του, αυτό έχει μάθει. Χρειάζεται σταθερή θεραπευτική σχέση για να επανορθώσει τον λάθος τρόπο με τον οποίο έχει μάθει να σχετίζεται. Γεννιέται, περνάει το τραύμα και χρειάζεται έναν βασικό φροντιστή, μια εξειδικευμένη φροντίδα… Όταν έχουμε κτίρια που μένουν 30 παιδιά, αλλάζουν συνέχεια οι φροντιστές, δημιουργείται πρόβλημα στην ανάπτυξη του εγκεφάλου του παιδιού». Εξηγεί με επιχειρήματα πώς οι δομές επανατραυματίζουν τα παιδιά και αναλύει το μείζον ζήτημα της αποϊδρυματοποίησης, που ξεκινάει από την πρόληψη κι όχι από μία λογική ότι αφήνουμε τα παιδιά παρατημένα στην τύχη τους.

«Έχουμε πολλά παιδιά στις δομές κι όχι αρκετούς ανθρώπους να δουλεύουν με τις οικογένειες. Χρειάζεται πολλή εκπαίδευση για να φροντίσεις ένα παιδί με τραύμα. Αυτό δε μπορεί να γίνει σ’ ένα πλαίσιο συμβίωσης με περισσότερα από 6 παιδιά, που ακόμα κι 6 να είναι, πάλι είναι κακοποιητικό το πλαίσιο γιατί δεν υπάρχει εξειδικευμένη φροντίδα» τονίζει και κεντρικός άξονας όλης της συζήτησης είναι πώς θα μπορούσε να γίνει το καλύτερο δυνατόν για το συμφέρον του παιδιού, εξηγώντας πώς σε επίπεδο συμπεριφοράς «δεν μπορείς να λες σ’ ένα τραυματισμένο παιδί που έχει βιώσει μια κακοποιητική συμπεριφορά ότι είναι κακό» και εκδικείται, όπως δυστυχώς ακούσαμε τον πάτερ Αντώνιο της Κιβωτού να λέει.

Όσο για τη στάση της Πολιτείας απέναντι σ’ αυτά που συμβαίνουν, υπογραμμίζει: «Είναι πολύ πιο οικονομικό για ένα κράτος να στηρίξει την αναδοχή κι όχι την οικονομική συντήρηση των ιδρυμάτων. Αντ’ αυτού, Χριστούγεννα και Πάσχα οι ίδιοι πολιτικοί φωτογραφίζονται εκεί και προωθείται η χορήγηση δωρεών, γιατί τα παιδιά “πουλάνε” και όσοι στηρίζουν με δωρεές ή έστω ένα μικρό ποσό νιώθουν ότι έκαναν το καλό για τα παιδάκια. Δεν μπορεί να λέει ο πρωθυπουργός “καμία ανοχή, κανένα παιδί σε ίδρυμα” και τα Χριστούγεννα να πάνε παιδάκια να τους λένε τα κάλαντα. Τα παιδιά δηλαδή υποχρεούνται να ντυθούν και να δείχνουν καλά…». Θυμίζουμε βέβαια και κατά τη διάρκεια της συζήτησης τι μεγάλος μαραθώνιος είχε γίνει με τις πυρκαγιές στο Λύρειο Παιδικό Ίδρυμα – Ορθόδοξο Χωριό, για να σωθεί η δομή -μια δομή που είναι μακριά από την υπόλοιπη κοινότητα, μεγάλωναν εκεί κορίτσια, σπούδαζαν εκεί και μετά τι γίνονται; Μεγάλο αγκάθι, στο σημείο αυτό, να σημειωθεί πως είναι και οι εκκλησιαστικές δομές ή κι εκείνες που έχουν ένα εκκλησιαστικό υπόβαθρο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις αντιλήψεις που περνούν στα παιδιά, τα «πρέπει» και τον συντηρητισμό.

Μιλώντας για την αποϊδρυματοποίηση, ανοίγει η συζήτηση της αναδοχής και της υιοθεσίας. «Η αποϊδρυματοποίηση ξεκινάει από την πρόληψη. Θα πρέπει να προχωρούν οι αναδοχές. Εμείς προτείνουμε για αρχή την αναδοχή μέχρι να ξεκαθαρίσει το σύστημα παιδικής προστασίας και να προχωρούν οι υιοθεσίες» αναφέρει και με πικρία επισημαίνει πως «έχουμε πολλά παιδιά με αναπηρία και το κράτος θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα σύστημα πρόληψης να βοηθήσει την οικογένεια, να την εκπαιδεύσει για τα μεγαλώσει».

Οι διαδικασίες αναδοχής και υιοθεσίας πράγματι αργούν σε κάποιες περιπτώσεις επειδή κατά κύριο λόγο δεν υπάρχει ξεκάθαρη εικόνα ποιες είναι οι ανάγκες του κράτους με βάση το συμφέρον του παιδιού πάντα. «Έχουμε ευθύνη όλοι για όσα συμβαίνουν και η γρήγορη διαδικασία συνδέεται με το αίτημα του γονέα» επισημαίνει , εξηγώντας πώς τελικά κάποιοι βλέπουν τα παιδιά σαν προϊόντα και την όλη διαδικασία σα να διαλέγεις προϊόντα. «Το θέμα είναι και τι ζητάνε οι γονείς. Δε διαλέγουν οι γονείς παιδιά, αλλά οι υπηρεσίες επιλέγουν μέσω της πλατφόρμας ΑΛΛΑ με βάση τα κριτήρια που έχουν μεταξύ άλλων συμπληρώσει οι γονείς στην αίτηση. Αν, για παράδειγμα, κάποιος θέλει να υιοθετήσει ένα παιδάκι ΑμΕΑ, η διαδικασία είναι γρήγορη. Δυστυχώς, και λυπάμαι που το λέω, οι γονείς συνήθως κοιτάνε υγιή μωράκια ψυχή τε και σώματι, λευκά και μικρά σε ηλικία. Αρνούνται τα υπόλοιπα…».