του Παναγιώτη Παπαδομανωλάκη
Η έφεση είχε πάρει διακοπή στις 16 Νοεμβρίου για την 1η Δεκέμβρη. Λίγες ημέρες μετά, οι 11 αγωνιστές από την Τουρκία κατήγγειλαν στο TPP, πως η πρωτόδικη απόφαση βασίστηκε σε ανύπαρκτα και παράλογα στοιχεία, καθώς πριν ξεκινήσει το δικαστήριο «η κυβέρνηση είχε ήδη ανακοινώσει πως είμαστε τρομοκράτες». Παράλληλα, έκαναν λόγο για συμπαιγνία της ελληνικής με την τουρκική κυβέρνηση, αφού «ο υπουργός Εσωτερικών της Τουρκίας, Σουλεϊμάν Σοϊλού, ανακοίνωσε σε ένα κανάλι ότι η Τουρκία ζήτησε να συλληφθούμε και να φυλακιστούμε και ευχαρίστησε την ελληνική κυβέρνηση, που το έπραξε». Μάλιστα, κατήγγειλαν πως έχουν δεχθεί επανειλημμένα αστυνομικά βασανιστήρια, που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, βρισιές, απειλές και ξυλοδαρμό.
Πριν ξεκινήσει η διαδικασία, έξω από τον χώρο των δικαστικών φυλακών έγιναν δηλώσεις αλληλεγγύης στους αγωνιστές και τις αγωνίστριες από Τουρκία. Με τη προσέλευση στην αίθουσα, οι δικηγόροι ζητούν να γίνει προσπάθεια να βρεθούν επιπλέον διερμηνείς, καθώς από τους κληθέντες κατάφερε να παραβρεθεί μια.
Αίτημα για ηχοληψία πρακτικών
Στη συνέχεια, ο συνήγορος κ. Δημήτρης Σαραφιανός διαβάζει το άρθρο του κώδικα ποινικής δικονομίας, που απαιτεί την ηχοληψία πρακτικών. Ο συνήγορος κ. Καμπαγιάννης θέτει υπόψιν της έδρας, πως η μη λήψη πρακτικών δημιούργησε προβλήματα στη πρωτόδικη διαδικασία, αφού στα γραπτά πρακτικά υπήρχε αλοιωμένη διατύπωση, που οδήγησε στην καταδίκη με τη κατηγορία της βίας κατά υπαλλήλων. Γι’ αυτό ζητά τη μεταφορά της δίκης σε αίθουσα του εφετείου, κατάλληλη για τήρηση πρακτικών με φωνοληψία. Η συνήγορος κα. Βούλα Γιαννακοπούλου σημείωσε πως το κατ’ εξαίρεση της αίθουσας θα μπορούσε να δημιουργήσει συνθήκες ακυρότητας της διαδικασίας. Επίσης, η συνήγορος κα. Αλέκα Ζορμπαλά προτείνει πως υπάρχουν αίθουσες κατάλληλες και στο πρωτοδικείο.
Η εισαγγελέας απαντά πως η υποχρεωτικότητα φωνοληψίας δεν συνιστά αιτία ακυρότητας της διαδικασίας, προσθέτοντας πως δεν υπάρχει καμία ελεύθερη αίθουσα στο Εφετείο, που να μπορεί να φιλοξενήσει μια μακρά και πολυπρόσωπη διαδικασία, καθώς αυτή τη περίοδο διεξάγεται η δίκη της Χρυσής Αυγής και η δίκη για την πυρκαγιά Μάτι. Προτείνει να απορριφθούν ως αβάσιμα τα αιτήματα για φωνοληψία και αλλαγή αίθουσας. Ο συνήγορος κ. Δημήτρης Σαραφιανός διαφωνεί με το σκεπτικό της εισαγγελέως, λέγοντας πως ο κώδικας ποινικής δικονομίας προβλέπει ακυρότητα, σε περίπτωση μη εφαρμογής της υποχρεωτικότητας φωνοληψίας. Επιχειρηματολογεί πως δεν τίθεται ζήτημα πολυπρόσωπης ή μακρόχρονης δίκης και θα μπορούσε να φιλοξενηθεί σε κάθε αίθουσα του Εφετείου.
Ο κ. Καμπαγιάννης προσθέτει πως έχει προηγηθεί δημόσια συζήτηση, πριν την υιοθέτηση της συγκεκριμένης διάταξης και η υποχρεωτικότητα φωνοληψίας είναι σαφής. Επισημαίνει πως το γεγονός ότι δεν υπάρχει κύρωση δεν σημαίνει πως ο νόμος δεν είναι υποχρεωτικός, ενώ υπενθυμίζει ότι είναι η υπεράσπιση αυτή η οποία βαρύνεται χρονικά από το γεγονός ότι οι κρατούμενοι είναι σε απεργία πείνας. Τονίζει ότι δεν είναι η υπεράσπιση που συνδέει το αίτημα ηχοληψίας με τη μεταφορά σε άλλη αίθουσα, αλλά το γεγονός ότι δεν υπάρχει εδώ το συγκεκριμένο σύστημα, ενώ για τους ίδιους θα ήταν ιδανικό να μπορούσε η παρούσα αίθουσα να έχει σύστημα φωνοληψίας. Το ίδιο επισημαίνει συνήγορος κ. Πατρίκιος Πατριανάκος, τονίζοντας πως είναι απλή η μεταφορά ενός συστήματος στην αίθουσα για να μην χάνεται χρόνος.
Η διαδικασία διακόπηκε για να εξετάσει το αίτημα η έδρα. Όταν ενήλθε η έδρα ανακοίνωσε πως το αίτημα απορρίπτεται, με την πρόεδρο να βεβαιώνει πως δεν θα επαναληφθούν τα προβλήματα της πρωτόδικης διαδικασίας.
«Οι συγκατηγορούμενοι μου δεν είχαν καμία γνώση, η αλληλεγγύη δεν είναι έγκλημα»
Ο κατηγορούμενος Σενάν Οκτάι ζητάει να διαβάσει μια δήλωση, στην οποία αναφέρει πως είναι αριστερός πολιτικός πρόσφυγας στην Ελλάδα από το 1995, όταν έφυγε από Τουρκία για να γλιτώσει από τη καταστολή και τα βασανιστήρια. Δηλώνει πως δεν είναι μέλος της οργάνωσης DHKP-C, όπως αναφέρει η δικογραφία, παρά μόνο νοίκιασε ένα σπίτι για αλληλεγγύη σε άλλους πολιτικούς πρόσφυγες από Τουρκία. Το σπίτι νοικιάστηκε στο όνομα ενός πρόσφυγα που είχε όλα τα νόμιμα έγγραφα, ο οποίος δεν έχει καμία ευθύνη. Για τα όπλα που βρέθηκαν ανέλαβε την ευθύνη, αναφέροντας πως ένας γνωστός του Κούρδος του ζήτησε να τα κρύψει για λίγες ημέρες και το αποδέχθηκε, καθώς ήταν σίγουρος πως δεν θα χρησιμοποιηθούν στην Ελλάδα. Οι συγκατηγορούμενοι του δεν είχαν καμία γνώση.
Επανέλαβε πως το μόνο στοιχείο που βρέθηκε για την υποτιθέμενη σύνδεση με την οργάνωση DHKP-C είναι μια αφίσα, που έχει να κάνουν με τη συμπάθεια του σε όσους πολεμούν το φασισμό στη Τουρκία. Οι ίδιοι στην Ελλάδα είναι ένας νόμιμος σύλλογος αλληλεγγύης και δεν σχετίζονται με την οργάνωση. Απορρίπτει πως έχουν σκοπό να βλάψουν την Ελλάδα, στην οποία ζει 28 χρόνια, αναφέροντας πως σέβεται τον ελληνικό λαό, με τον οποίο βρέθηκε σε κοινούς αγώνες. Επαναλαμβάνει πως η αλληλεγγύη δεν είναι έγκλημα, αλλά αν καταδικαστεί για αυτή θα ζήσει με αυτό το βάρος, αν και θα είναι μια άδικη απόφαση. Ωστόσο, δεν πρέπει να καταδικαστούν οι συγκατηγορούμενοι του που δεν γνώριζαν τίποτα.
Ένσταση για το 187Α από τους συνηγόρους υπεράσπισης: «Δεν προκύπτει σοβαρή βλάβη κατά του ελληνικού λαού και ανατροπή συνταγματικής τάξης»
Η κα. Κούρτοβικ καταθέτει ένσταση για τη μη στοιχειοθέτηση του 187Α, που αφορά την καταδίκη για τρομοκρατία, αναφέροντας πως κρίσιμο στοιχείο θεωρείται το σοβαρό μέγεθος της βλάβης στην χώρα μας, το οποίο δεν στοιχειοθετείται από μια τσάντα σκουριασμένα όπλα σε ένα πηγάδι. Η τσάντα χρεώθηκε με 400 χρόνια φυλακή, ποινή που δεν έχει επιδικαστεί για ολόκληρα οπλοστάσια ακροδεξιών ή του οργανωμένου εγκλήματος, προσθέτει. Εξηγεί πως η οργάνωση DHKP-C δεν υπάρχει στην Ελλάδα και την ΕΕ, παρά μόνο στη Τουρκία, ενώ μόλις πριν μερικά χρόνια μπήκε στον κατάλογο τρομοκρατικών οργανώσεων για την ΕΕ. Θυμίζει πως η Τουρκία έχει καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και για αυτό πολλές κυβερνησεις έχουν δώσει άσυλο σε αγωνιστές από την Τουρκία. Επίσης, διευκρινίζει πως δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να συνδέει τον κατηγορούμενο με την οργάνωση, ώστε χαρακτηριστεί μέλος, πόσο μάλλον διευθύνων νους στην Ελλάδα. Μάλιστα, αναφέρουν πως δεν έχει γίνει καμία εγκληματική ενέργεια, που να χαρακτηριστεί πολιτικό αδίκημα από Τούρκους πρόσφυγες και ζητά την απαλλαγή από τις κατηγορίες.
Η κα. Ζορμπαλά συμπλήρωσε πως δεν στοιχειοθετείται πως έστω και ένας απο τους κατηγορουμένους είχε σχέση με την οργάνωση DHKP-C, ενώ διευκρινίζει πως η ιδιότητα του διευθυντή τρομοκρατικής οργάνωσης σημαίνει καθορισμό πράξεων και ιδεολογίας. Ο κ. Σαραφιανός επισημαίνει πως πρέπει να αιτιολογηθεί η σοβαρή βλάβη στην Ελλάδα, που υπάρχει στην πρωτόδικη απόφαση. Κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύει πως τα όπλα θα χρησιμοποιούνταν στην Ελλάδα, πόσο μάλλον θα προκαλούσαν σοβαρή βλάβη, ενώ δεν υπάρχει στοιχείο εκφοβισμού του πληθυσμού ή κατάργησης της συνταγματικής τάξης, αφού οι κρατούμενοι διώκονται από τη Τουρκία για τη δημοκρατική τους δράση. Η κα. Κούρτοβικ προσθέτει πως κάνει εντύπωση το γεγονός πως σε μια εποχή εντάσεων με τη γειτονική χώρα, η πρωτόδικη απόφαση αποδέχεται το επιχείρημα πως στην Ελλάδα δραστηριοποιείται μια τουρκική ένοπλη οργάνωση.
Είδε, ξ’είδε τις κάμερες στην Τζαβέλα ο μάρτυρας αστυνομικός – Επικαλείται τις αφίσες με αστέρι και τις μανούβρες κατά την παρακολούθηση ως απόδειξη πως είναι μέλη τρομοκρατικής οργάνωσης
Ο μάρτυρας κατηγορίας αστυνομικός Λ. περιγράφει την παρακολούθηση του κατηγορούμενου, μετά από πληροφορίες για φερόμενη δραστηριοποίησή της οργάνωσης DHKP-C στην Ελλάδα. Αναφέρει πως όταν διαπίστωσαν από την παρακολούθηση κινήσεις που θεώρησαν ύποπτες, η αστυνομία εισέβαλε στα κτίρια, που επισκεπτονταν οι παρακολουθούμενοι. Ο μάρτυρας αστυνομικός ισχυρίζεται πως οι γυναίκες αντιστάθηκαν και πως ο ίδιος είδε κάτι που θεώρησε πως είναι σπασμένοι σκληροί δισκοι και CD. Καθώς περιγράφει τη διαδικασία σύλληψης, η πρόεδρος ρωτάει πόσοι άνδρες των ΕΚΑΜ χρειάζονται για τη χειροπέδιση δύο γυναικών, με τον ίδιο να απαντά ένας για την κάθε μια αν υπάρχει αντίσταση. Αναφέρει πως ενημερώθηκε για την εύρεση βαρίου οπλισμού στην αποθήκη στα Σεπόλια, όπου πήγαινε ο πρώτος κατηγορούμενος κατά την παρακολούθηση του. Ο αστυνομικός δηλώνει πως δεν είδε ο ίδιος το τούνελ, αλλά μπορεί αν φανταστεί που είναι.
Η εισαγγελέας ρωτάει τι διαδικασία ακολουθήθηκε μεταξύ της πληροφορίας για δράση της οργάνωσης μέχρι τη κινητοποίηση της αστυνομίας και ο μάρτυρας δήλωσε πως δεν γνωρίζει. Ακόμα η εισαγγελέας ρώτησε αν οι κατηγορούμενοι είχαν απασχολήσει τις αρχές και ο αστυνομικός είπε πως από όσο γνωρίζει μόνο ο πρώτος κατηγορούμενος τις είχε απασχολήσει το 2013. Ρωτάει πως συνδέεται το νωπό χώμα, που ισχυρίζεται ο μάρτυρας ότι είδε, με την κρύπτη, με τον αστυνομικό να λέει πως αυτό σημαίνει πως είχαν γίνει εργασίες νωρίτερα. Ο μάρτυρας αστυνομικός προσθέτει πως δεν γνωρίζει πότε νοικιάστηκε το σπίτι στη Τζαβέλα, αλλά θεωρεί πως χρησιμοποιούνταν ως αποθήκη οπλισμού. Ακόμα δεν γνωρίζει αν η κρύπτη υπήρχε πριν νοικιαστεί το σπίτι, αλλά θεωρεί πως ένα μεγάλο τούνελ θέλει καιρό να ανοιχτεί.
Στη συνέχεια περιγράφει την έφοδο στο κτίριο στη Τζαβέλα, όπου συνέλαβαν τους παρευρισκόμενους, ενώ κρατήθηκαν μόνο δύο, ενώ τα άλλα μέλη του συλλόγου αφέθηκαν ελεύθερα. Ο αστυνομικός ισχυρίζεται πως στο κτίριο στη Τζαβέλα είδε αφίσες της τουρκικής οργάνωσης DHKP-C. Αναφέρει πως τα ΕΚΑΜ έσπασαν την πόρτα, αφού δεν τους άνοιξαν, δικαιολογώντας πως αλλιώς θα είχαν χρόνο να καταστρέψουν στοιχεία. Η εισαγγελέας του επισημαίνει πως στην αρχή κατάθεση είχε πει πως δεν είδε καλά ποιοι αντιστάθηκαν, αλλά τώρα εστιάζει στις δύο γυναίκες και τον ξαναρωτάει αν είναι εύκολο να αντισταθούν δύο γυναίκες στους άνδρες των ΕΚΑΜ. Ο μάρτυρας απαντά πως η καθυστέρηση στη συλληψή τους θα στερούσε πολύτιμο υπηρεσιακό χρόνο. Στα ερωτήματα της εισαγγελίας αν συνδέθηκε ο χρόνος παραμονής των κατηγορουμένων στην Ελλάδα με συγκεκριμένες παράνομες δράσεις, ο αστυνομικός δήλωσε πως δεν ξέρει, γιατί είναι μάρτυρας για τη παρακολούθηση.
Στο ερώτημα αν πέρα από τις φωτογραφίες υπάρχουν άλλα στοιχεία για σύνδεση με την οργάνωση, ο ίδιος επικαλείται τον οπλισμό. Αναφέρει πως ο ίδιος δεν δούλευε στην αστυνομία από το ’95, όπου ήρθε στη χώρα ο πρώτος πρόσφυγας και δεν μπορεί να γνωρίζει αν είχαν απασχολήσει τις αρχές τότε. Η εισαγγελέας του επισημαίνει πως αναφέρεται στη γνώση της υπηρεσίας όχι του ίδιου προσωπικά και τον ρωτά από πού αντλεί τη βεβαιότητα για τη τρομοκρατική δράση, με τον αστυνομικό να απαντά ότι κατά τη παρακολούθηση έμοιαζαν να ακολουθούν μανούβρες αντιπαρακολούθησης. Ο ίδιος λέει ότι δεν γνωρίζει αν είχε οργανωθεί κάποιο τρομοκρατικό χτύπημα στην Ελλάδα, με την εισαγγελέα να του επισημαίνει πως η πρωτόδικη απόφαση αναφέρει το αντίθετο. Δηλώνει πως δεν θυμάται αν υπήρχαν κάμερες στη Τζαβέλα, παρότι, όπως του επισημαίνει η εισαγγελέας, στην αρχική του κατάθεση είχε πει πως είχε δει κάμερες. Τέλος, η εισαγγελέας του επισημαίνει πως δεν έχουν καταγραφεί κάμερες.
Η υπεράσπιση παρουσιάζει φωτογραφίες με το κόκκινο αστέρι από την ΕΣΣΔ, Κίνα και Βιετνάμ, ενώ ο αστυνομικός παραδέχεται πως η εκτύπωση τους δεν είναι παράνομη
Η κα. Ζορμπαλά ρώτα τον μάρτυρα αστυνομικό αν είδε να βοηθούν οι άλλοι κατηγορούμενοι τον Σενάν, όπως θα ήταν λογικό, όχι μόνο λόγω της ηλικίας του, αλλά και του υποτιθέμενου ηγετικού ρόλου του στην οργάνωση. Ο ίδιος απαντά πως η ιεραρχία δεν είναι πάντα στρατιωτική, αλλά ο κατηγορούμενο μπορεί απλά να δίνει εντολές. Η κα. Ζορμπαλά αναρωτιέται πως γίνεται το ηγετικό μέλος να κάνει τις δουλειές του ποδαριού. Ο αστυνομικός επαναλαμβάνει τη πεποίθηση του πως οι κατηγορούμενοι δεν άνοιξαν στα ΕΚΑΜ για να καταστρέψουν τα αρχεία, με τη συνήγορο να επισημάνει πως όλα μπορούν πλέον να ανακτηθούν από τις υπηρεσίες. Σε σχέση με την πηγή της πληροφορίας κατά των κατηγορουμένων, ο μάρτυρας αναφέρει ότι τουλάχιστον στο δικό του πεδίο δράσης δεν υπήρχε συνεργασία με αρχές άλλης χώρας. Ερωτάται αν έχει πληροφορίες για δράση της οργάνωσης στην Ελλάδα και απαντάει πως όχι.
Η κα. Ζορμπαλά ρωτάει επίσης αν οι αφίσες είχαν γραμμένο το όνομα της οργάνωσης και απαντά ο μαρτυρας αστυνομικός απαντά επίσης όχι, παρά μόνο το λογότυπο με το αστέρι. Η συνήγορος του δείχνει σημαίες από ΕΣΣΔ, Κίνα, Βιετνάμ με το ίδιο σύμβολο, ενώ αναρωτιέται πώς ο μάρτυρας γνωρίζει τον Καρατάς, ιδρυτή της οργάνωσης DHKP-C, που ισχυρίζεται πως αναγνώρισε σε αφίσα στο διαμέρισμα. Τον ρωτάει αν θα αναγνώριζε αντίσταση για παράδειγμα τον ιδρυτή του Φωτεινού Μονοπατιού, με τον ίδιο να απαντά πως είχε κανει έρευνα στο διαδίκτυο. Μάλιστα, παραδέχεται πως δεν είναι παράνομη η αναζήτηση στο διαδίκτυο και η εκτύπωση φωτογραφιών. Στη συνέχεια η συνήγορος δείχνει φωτογραφίες από τη δικογραφία, όπου το χώμα στο φτυάρι φαίνεται ξερό, ζητώντας του να σχολιάσει γιατί ο ίδιος είχε πει πως το χώμα ήταν νωπό. Ο μάρτυρας απαντά πως δεν αναφερόταν στο χώμα στο φτυάρι.
Η συνήγορος ρωτάει αν ξέρει αν στη λίστα των τρομοκρατικών οργανώσεων της ΕΕ συμπεριλαμβάνονται η Χαμάς, η Χεζμπολάχ κλπ, με τον ίδιο να αναφέρει πως όχι. Η κα. Ζορμπαλά να σχολιάζει πως φαίνεται πως ο μάρτυρας γνωρίζει μόνο για το DHKP-C.
«Αν είχα αλλά στοιχεία θα τα κατέθετα» αναφέρει ο αστυνομικός
Ο συνήγορος κ. Σαραφιανός ρωτάει τον μάρτυρα αν γνωρίζει αν έγινε κάποια άρση απορρήτου, που θα εδειχνε αν οι άλλοι κατηγορούμενοι έλαβαν εντολές από τον Σενάν. Δεν γνωρίζει. Στη συνέχεια ρωτάει αν οι άλλοι κατηγορούμενοι έκαναν κίνηση αντιπαρακολούθησης και απάντησε αρνητικά.
Ο κ. Καμπαγιάννης σημειώνει πως οι συλληφθέντες συνυπήρξαν στο ίδιο χώρο με τον οπλισμό μόλις λίγες ώρες, ρωτώντας αν η υπηρεσία γνωρίζει ποια από αυτά τα άτομα έμεναν στο σπίτι. Επισημαίνει πως στις καταθέσεις ο αστυνομικός είπε πως οι 9 συλληφθέντες διέμεναν στο σπίτι, ενώ στη συνέχεια δήλωσε πως δεν γνωρίζει ποιοι ήταν επισκέπτες, διανυχτερεύοντες ή διαμένοντες, με τον συνήγορο να εκφράζει την απορία πως γνωρίζει τότε ότι συμμετείχαν όλοι μαζί στη δημιουργία τούνελ. Ο μάρτυρας δηλώνει πως δεν γνωρίζει αν διέμεναν όλοι, αλλά αυτό πιστεύει. Ο κ. Καμπαγιάννης καταθέτει φωτογραφίες των κατηγορούμενων από τη δικογραφία, επισημαίνοντας πως ο μάρτυρας δεν αναγνωρίζει έναν άνδρα που ήταν τακτικός επισκέπτης στο κτίριο, ενώ αναγνώρισε έναν κατηγορούμενο που απλά διανυχτέρευσε στο σπίτι. Ο συνήγορος συμπεραίνει πως το μόνο στοιχείο δηλαδή ήταν η διανυχτέρευση του συγκεκριμένου κατηγορούμενου, ενώ αν διέμενε ο άγνωστος άνδρας θα ήταν εκείνος κατηγορούμενος και όχι ο σημερινός. Επίσης επεσήμανε πως ένας άλλος κατηγορούμενος είναι στο δικαστήριο απλώς γιατί συνομιλούσε με τον Σενάν, ενώ δεν κοιμήθηκε στο σπίτι.
Στην μαρτυρία ο αστυνομικός αναφέρεται σε προηγούμενη σύλληψη μελών της οργάνωσης DHKP-C, με τον κ. Καμπαγιάννη να επισημαίνει πως η κατηγορία αυτή είχε καταπέσει σε άλλη δίκη και δεν υπάρχει κανείς καταδικασμένος ως μέλος της εν λόγω οργάνωσης στην Ελλάδα. Ο συνήγορος αναρωτιέται πώς συνδέεται η κατηγορία κατά του κατηγορούμενου Ζατ Ισμαήλ, πως είναι υποτίθεται μέλος του DHKP-C, ενώ δεν βρέθηκε στο σπίτι στη Τζαβέλλα, που ο αστυνομικός λέει πως υπήρχε η σημαία του Καρατάς, λέγοντας πως δε θέλει να πιστεύει πως ακολουθείται η ναζιστική λογική της συλλογικής ευθύνης. Ο μάρτυρας αστυνομικός αντιδράει. Ο συνήγορος ρωτά γιατί στις πρώτες πέντε καταθέσεις δεν μιλά για νωπό χώμα, ενώ το θεωρεί σημαντικό αποδεικτικό στοιχείο. Ο μάρτυρας απαντά πως όταν μίλησε για οικοδομικά υλικά, εννοούσε και το χώμα. Ο κ. Καμπαγιάννης αναρωτιέται γιατί στη συνέχεια έπαψε να το θεωρεί οικοδομικό υλικό και έκανε ευθέως λόγο για νωπό χώμα.
Καταλήγει ρωτώντας αν πέρα από την παγιωμένη πεποίθηση του αστυνομικού, η οποία θα μπορούσε ,όπως σημείωσε ο δικηγόρος, να θεωρηθεί και προκατάληψη, υπάρχει κάποιο άλλο στοιχείο που να συνδέει τους κατηγορουμένους με την οργάνωση. Θα το κατέθετα, απαντά ο μάρτυρας. Η δίκη διακόπτεται για 12 Δεκέμβρη, στις 9.30 πμ.