Τα μεταβατικά αιτήματα
Σε τι άραγε συνίστανται αυτά; Απλός τρόπος για να αποδοθεί το περιεχόμενό τους είναι –όπως επιχειρηματολογούν και τα κείμενα του κόμματος– η υπομονετική, «τεχνοκρατικά άρτια» επεξεργασία και κατάθεση προτάσεων για την άμεση αντιμετώπιση των προβλημάτων της κοινωνίας. Ένα Κράτος το οποίο θα ενδιαφερόταν για το καλό των πολιτών (όπως όλα τα Κράτη διατείνονται) και όχι για την αναπαραγωγή γραφειοκρατικών ρόλων προς όφελος των κυρίαρχων (όπως στην πραγματικότητα συμβαίνει), θα μπορούσε άμεσα να υλοποιήσει αυτές τις προτάσεις, όμως δεν το κάνει.
Η διαδρομή του απορρέοντος σκεπτικού εύκολα συνάγεται, όμως δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που ακόμη και πρωτοπόρα κινηματικά-πολιτικά στελέχη δυσκολεύονται να την εμπεδώσουν ή –καμιά φορά– και να την κατανοήσουν. Πρώτος σταθμός είναι η πιστοποίηση μιας διαπίστωσης που είναι μεν γνωστή στους πρωτοπόρους, όχι όμως και στις πλατιές λαϊκές μάζες: ότι οι επαγγελίες του Κράτους είναι ψευδεπίγραφες. Για ενσυνείδητους/-ες πολιτικούς δρώντες αυτό μπορεί να φαντάζει μικρό ή και ασήμαντο (ίσως κάποιοι/-ες μάλιστα να θεωρούν πως οι προτάσεις αυτές «δημιουργούν αυταπάτες»), όμως για όσες και όσους φιλοδοξούν να δουν τις κινηματικές δράσεις να διαχέονται και να κλιμακώνονται, είναι κυριολεκτικά κεφαλαιώδες. Δείχνει στους ανθρώπους της καθημερινότητας με τρόπο απτό και συγκεκριμένο πώς και γιατί το σύστημα τους εξαπατά και τους λοιδορεί, ωθώντας παράλληλα τη συνείδηση στην κατανόηση της αναγκαιότητας της ρήξης, στην αναζήτηση και διερεύνηση των εναλλακτικών. Και το ζήτημα είναι κομβικό διότι, χωρίς αυτήν την κατανόηση, χωρίς αυτό το ειδικό συντακτικό ανάγνωσης της πραγματικότητας (που τροφοδοτεί την προσδοκία ενός εναλλακτικού δρόμου), καμιά ριζική μετασχηματιστική δράση και ανατροπή δεν είναι δυνατή. Κάθε πρωτοπορία –οφείλει να– το κατανοεί αυτό, όμως ισχύει και το αντίστροφο: όποιος/-α δεν το κατανοεί, παραχαράσσει τον όρο «πρωτοπορία», δεν είναι συνεπώς δόκιμο και να τον χρησιμοποιεί.
Κρίσιμο είναι επίσης να επισημανθεί εδώ πως αυτή η αποκάλυψη της φαυλότητας που ενδύεται παραπλανητικές επικλήσεις δεν αφορά μόνο το Κράτος: αφορά και όσους –κατά περίπτωση πολλούς– υποστηρίζουν ότι το αντιπολιτεύονται ή και ότι το αντιπαλεύουν. Ξέρουν και πάλι οι πρωτοπόροι, και μπορούν να το αποδείξουν με αδιάσειστα στοιχεία και αριθμούς, ποιο είναι το ποιόν όλων αυτών των δήθεν αντιπολιτευόμενων. Όμως, κατά κανόνα, στη συνείδηση των πλατιών λαϊκών στρωμάτων η εικόνα δεν είναι τόσο ξεκάθαρη. Μέσα από τη συνδυασμένη επίδραση παραγόντων όπως ο κάματος της επιβίωσης και η στρατηγική παραπληροφόρηση των ΜΜΕ, η οργή τείνει να διοχετεύεται στην οπτική του «μικρότερου κακού»: μιας λογικής η οποία, σε βάθος χρόνου και ανεξάρτητα από ειδικές κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, τροφοδοτεί τις εκάστοτε «αρνητικές ψήφους» (συχνά και τις αρνητικές πολιτικές ταυτίσεις) –από την αποδοχή απλώς τυχάρπαστων εναλλακτικών μέχρι και την ενεργό στήριξη της Ακροδεξιάς. Στο πλαίσιο αυτό, δεν ενδιαφέρει τόσο το τι εισφέρει ο κατ’ όνομα αντιπολιτευόμενος, αρκεί απλώς να αντιπολιτεύεται.
Ειδικά σε περιόδους πυκνού πολιτικού χρόνου (όπως αυτός που μετά το 2008 διανύουμε), καθήκον κάθε Αριστεράς που αξίζει το όνομα, είναι να αντιμετωπίζει αυτόν τον κίνδυνο: να αποκαλύπτει υπομονετικά και με τρόπο συγκεκριμένο (αντί απλώς να καταγγέλλει) όχι μόνο το ψευδεπίγραφο των επαγγελιών του Κράτους, αλλά και την πολιτική συνέργεια όσων ψευδώς διατείνονται ότι προωθούν τα λαϊκά συμφέροντα.
Με τη στάση του εντός του κοινοβουλίου, με τη σαφήνεια, την ποιότητα, και το εύρος του λόγου που ανέπτυξε, το ΜέΡΑ25 εισέφερε σε αυτούς τους τομείς πολύ σημαντικές υπηρεσίες –σε ζητήματα όπως ο πληθωρισμός, τα κόκκινα δάνεια, η κλιματική καταστροφή, η μετανάστευση, τα έμφυλα ζητήματα, και άλλα πολλά: ένα ολόκληρο σκεπτικό εκπόνησης μεταβατικών αιτημάτων που πρέπει περαιτέρω να μελετηθεί και αξιοποιηθεί.
Εύλογα θα περίμενε κανείς οι δράσεις αυτές να προκαλέσουν το ενδιαφέρον και το άνοιγμα μιας συζήτησης στην εκτός του Κοινοβουλίου Αριστερά –ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη το κάλεσμα για ενότητα και συνεργασία που το ΜέΡΑ25 απηύθυνε (και που τόσες και τόσες φορές στο πρόσφατο παρελθόν έχουν και τμήματα της ίδιας της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς εκπέμψει). Το εγχείρημα δεν είναι βέβαια απλό, ποτέ δεν ήταν.
Το ζήτημα της ενότητας
Η «ενότητα» είναι κάτι που πρώτιστα οι λαϊκές μάζες επιζητούν –για την ακρίβεια, αποτελεί τεκμήριο της σοβαρότητας όσων κατά καιρούς τους απευθύνονται ενάντια στις απεχθείς πρακτικές της κυριαρχίας. Πρόκειται για αρχή που διέπει το σοσιαλιστικό/επαναστατικό κίνημα από καταβολής του, και οφείλει να διέπει και το σύγχρονο προβληματισμό αναφορικά με τη διαδικασία συγκρότησης του κόμματος που θα προωθήσει τη ριζική ανατροπή του συστήματος και τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Ο κύριος τρόπος –αν όχι η προϋπόθεση– για να προκύψει αυτό είναι η σφυρηλάτηση μιας συνεκτικής ενότητας με αρχές – μιας ενότητας που, αναδεικνύοντας «τα συμφέροντα του κινήματος στο σύνολο του», θα είναι σε θέση να καταδείξει «σωστή αντίληψη για τις συνθήκες, την πορεία και τα γενικά αποτελέσματα του προλεταριακού κινήματος» (οι φράσεις σε εισαγωγικά από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο).
Όμως ακριβώς επειδή η ενότητα είναι κάτι τόσο κομβικό, γίνεται πολύ εύκολα και αντικείμενο προσχηματικής σπέκουλας. Πρόκειται για την «ενότητα» της αρνητικής ψήφου στην οποία προσβλέπουν οι φαύλοι, ως φύλο συκής προκειμένου να κρύψουν την εμπράγματη υποταγή τους. Πρόκειται για την «ενότητα» της ούτω αποκαλούμενης «προοδευτικής διακυβέρνησης» που θα προέκυπτε με τον ΣΥΡΙΖΑ του «ναι σε –σχεδόν– όλα» και το εξίσου μνημονιακό ΠΑΣΟΚ. Η κινηματική Αριστερά, όπως και όλη η Αριστερά που παραμένει Αριστερά (και που παρά τα συχνά μικρά ποσοτικά της μεγέθη διαδραματίζει μείζονα-καθοριστικό ρόλο στις υπάρχουσες αντιστάσεις της κοινωνίας) εύλογα ανησυχεί και διεκδικεί ατράνταχτες διαβεβαιώσεις περί του ότι το κάλεσμα του ΜέΡΑ25 για ενότητα στέκεται αταλάντευτα απέναντι σε παρόμοιες προσχηματικές επικλήσεις.
Το ΜέΡΑ25 έχει βέβαια δώσει πολλές ενδείξεις για το ποια είναι η πραγματική του στάση πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Έχοντας με κάθε τρόπο και σε κάθε τόνο διακηρύξει πως δεν διασπά το κίνημα της αντίστασης στη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα, έχει επίσης καταθέσει (μέσω των 7+1 σημείων) τις θέσεις του περί του τι προϋποτίθεται ώστε μια διακυβέρνηση να είναι πράγματι προοδευτική. Πρόκειται για όχημα αποκάλυψης της φαυλότητας του ΣΥΡΙΖΑ με τους τρόπους που και πιο πάνω αναφέρθηκαν: αν κάποιος θέλει να αντιμετωπίσει φαινόμενα όπως ο πληθωρισμός, οι πλειστηριασμοί της πρώτης κατοικίας, ή η φυλακή του χρέους, τι ακριβώς προτείνει; Ο λόγος για τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ως τώρα τολμήσει –ούτε και θεωρώ ότι πρόκειται– να απαντήσει είναι εξαιρετικά απλός: συνίσταται στο ότι δεν υπάρχει πρόταση που να είναι ταυτόχρονα συμβατή με το δήθεν προοδευτικό φαίνεσθαι που προβάλλει και το πραγματικό προγραμματικό του είναι (τη λογική ΤΙΝΑ με οριακές παραλλαγές). Αν μάλιστα η πραγματικότητα αυτή έβρισκε τρόπο να διαπεράσει το τείχος παραπληροφόρησης που χτίζουν τα –χειραγωγούμενα και χειραγωγούντα– ΜΜΕ, θα είχε ήδη αποτελέσει παράγοντα ανατροπής των ισοζυγίων στο χώρο της αντιπολίτευσης.
Όμως οι κινηματικοί δρώντες και οι πολύτιμες οργανώσεις τους, πρωτοβουλίες και στελέχη που έχουν –λόγω και έργω– αφιερώσει τη ζωή τους στην υπόθεση του κοινωνικού μετασχηματισμού, αναρωτιούνται: χρειάζεται άραγε να περιμένουμε την τωρινή στάση του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να αποφανθούμε για το χαρακτήρα του; Είναι φανερό πως όχι, όμως το θέμα είναι λίγο πολυπλοκότερο.
Όπως και από τα παραπάνω μπορεί να συναχθεί, θεωρώ πως δυο είναι επ’ αυτού τα κρίσιμα σημεία: (α) ενώ η «αστικοποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ (η μετατροπή του σε όργανο που υπηρετεί το καπιταλιστικό κατεστημένο) αποτελεί ατράνταχτο συμπέρασμα στη συνείδηση και στο μυαλό των κινηματικών δρώντων, αυτό δεν ισχύει για πολυπληθή λαϊκά στρώματα που, ιδιαίτερα μετά την τρέχουσα διακυβέρνηση, εξακολουθούν να τον προσεγγίζουν ως τη μόνη υπαρκτή εναλλακτική. Συναφώς, πρέπει (β) να λάβουμε υπόψη μας και το γεγονός ότι παρότι το είναι του ΣΥΡΙΖΑ μεταβλήθηκε ταχύτατα (πολύ ταχύτερα από εκείνο του ΠΑΣΟΚ) το αντίστοιχο φαίνεσθαι καθυστερεί –έτσι που πολλοί άνθρωποι του μόχθου εξακολουθούν να ελπίζουν σε αυτόν. Σε όλον αυτόν τον κόσμο η Αριστερά οφείλει να απευθύνεται ιδιαίτερα και με υπομονή: να εξηγήσει απτά και συγκεκριμένα πώς και γιατί αυτό που στα λόγια διατείνεται ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ισχύει στην πράξη, να εξηγεί πώς και γιατί η «προοδευτική διακυβέρνηση» που προτείνει είναι απατηλή.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι το ζήτημα της «προοδευτικής διακυβέρνησης» δεν τέθηκε (ή δεν τίθεται) από το ΜΕΡΑ25, αλλά από την ίδια την πραγματικότητα, και μάλιστα με τρόπο αγωνιώδη –ακριβώς από το αίτημα των λαϊκών στρωμάτων να φύγει η δεξιά κυβέρνηση. Στο αίτημα αυτό δυο μπορούν να είναι οι απαντήσεις: είτε κάποιος που δεν έχει δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης να κωφεύσει (να πει αδιαφορώ –όπως περίπου κάνει δεκαετίες τώρα το ΚΚΕ) είτε να εξηγήσει τις προϋποθέσεις (στην περίπτωση του ΜΕΡΑ25 τα 7+1 σημεία), αποκαλύπτοντας έτσι τον ψευδεπίγραφο χαρακτήρα των επικλήσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Μια κριτική που ενδεχομένως καλόπιστα διατυπώνεται είναι πως το δεύτερο δημιουργεί αυταπάτες, όμως δεν είναι έτσι. Θεωρώ, αντίθετα, ότι όχι μόνο δεν δημιουργούνται έτσι αυταπάτες, είναι για την ακρίβεια ο μόνος τρόπος ώστε όσες υπάρχουν να διαλυθούν.
Καλός όμως τρόπος για να αντιμετωπιστεί αυτό το ζήτημα είναι κάτι που οι κινηματικές οργανώσεις εύλογα κατά τη γνώμη μου ζητούν: τη ρητή διατύπωση των «κόκκινων γραμμών». Ως έχει, και ανταποκρινόμενη στο εξίσου πάγιο αίτημα των κοινωνικών κινημάτων για εσωτερική δημοκρατική λειτουργία, η πρόταση του ΜέΡΑ25 αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο κάποιας αποδοχής σε ενδεχόμενη προεκλογική –ή και μετεκλογική;– πρόταση που θα μπορούσε να υπάρξει, με στόχο όχι να αντιμετωπιστεί καθεστώς της κυριαρχίας, αλλά να αντικατασταθεί η ταυτότητα του κυρίαρχου. Όμως τι θα γινόταν αν υπό το κράτος της πίεσης να φύγει η κυβέρνηση έμπαινε σε ψηφοφορία (και υπερψηφιζόταν) κάποια πρόταση ανοχής ή και συνεργασίας με μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ; Παρόμοιες επιφυλάξεις δημιουργεί επίσης το κάλεσμα προς τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ να «ασκήσει πίεση στην ηγεσία» προκειμένου να αλλάξει θέση. Είναι φανερό πως, ειδικά στο σημερινό ΣΥΡΙΖΑ, τέτοια πίεση δεν υπάρχει τρόπος να ασκηθεί, κι αυτό μπορεί και πρέπει άμεσα να τονιστεί. Καθώς –όπως και το ίδιο το ΜέΡΑ25 έχει πρόσφατα διακηρύξει– από την αρχική πρόσκληση έχουν παρέλθει οκτώ ολόκληροι μήνες, είναι πολύ πιο εύλογο ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ να καλείται απευθείας να βγάλει τα απαραίτητα συμπεράσματα και να μετακινηθεί πολιτικά.
Έχω την αίσθηση πως η συνθήκη αυτή –η μη ρητή διατύπωση των «κόκκινων γραμμών» (θέσεων που, καθώς άπτονται της ίδιας της υπόστασης του ΜέΡΑ25, δεν είναι διαπραγματεύσιμες και δεν μπορούν να αρθούν έστω και με ψηφοφορία) συνδυαστικά με την εξακολουθητική εντύπωση ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε με κάποιον τρόπο να αλλάξει– τείνει να λειτουργεί ως το κύριο εμπόδιο σε μια συνεργασία με τις κινηματικές οργανώσεις. Ακόμη και αν σε κάποιους οι αιτιάσεις αυτές είναι προσχηματικές (κάτι το οποίο δυστυχώς δεν μπορεί να αποκλειστεί), το αίτημα δεν είναι έωλο: πράγματι απαιτείται μια ιεράρχηση των προϋποθέσεων της συνεργασίας σε όλα τα επίπεδα. Ή, με άλλα λόγια, ο τρόπος για να αποφύγει κάποιος τον σεχταρισμό του τύπου «δε μιλώ μαζί σου μέχρι να αποδεχτείς τη γνώμη μου» (μια στάση που –και πάλι δυστυχώς– δεν είναι μας είναι ξένη), προφανώς δεν είναι το «μιλώ και διαπραγματεύομαι για τα πάντα» αρκεί αυτό να γίνει πριν τις εκλογές και να τεθεί σε ψηφοφορία.
Με μια ευρεία έννοια, πρόκειται για δίλημμα που παραπέμπει και στη διαφορά ανάμεσα στο Ενιαίο Μέτωπο (ενότητα στη δράση των εργατικών οργανώσεων) και το Λαϊκό Μέτωπο (συνεργασία των εργατικών οργανώσεων με «προοδευτικά» τμήματα της άρχουσας τάξης). Ενώ το δόκιμο πρώτο έθετε ρητά τις γραμμές και τις προϋποθέσεις της ενότητας (πάντα αποδεχόμενο –όπως και το ΜέΡΑ25– την πολιτική και οργανωτική ανεξαρτησία όσων συμμετείχαν στις αμυντικές και επιθετικές συμπράξεις), το προβληματικό δεύτερο άφηνε ανοιχτή την πόρτα σε προγραμματικές υποχωρήσεις χάριν μιας ασπόνδυλης ενότητας χωρίς αρχές, που όσες και όσοι συμμετέχουμε στη συζήτηση ξέρουμε πόσο μοιραία κατάληξη είχαν.
Αξιοποιώντας πόρους και πολιτικές δεξιότητες που άλλες οργανώσεις ίσως δεν είχαν (και είναι δυστυχώς αλήθεια πως η κινηματική-ανατρεπτική Αριστερά δεν έχει πετύχει τη μεταξύ της συνεργασία), το ΜέΡΑ25 βρίσκεται σήμερα σε θέση να προωθήσει το εγχείρημα της ενότητας του κινηματικού χώρου, με όρους που δεν είχαν υπάρξει στο πρόσφατο τουλάχιστον παρελθόν. Το καθήκον αυτό είναι τίποτα λιγότερο από ιστορικό, και οι προϋποθέσεις προώθησής του πρέπει άμεσα να απασχολήσουν όσες και όσους εμπλέκονται, καθώς μια τέτοια συνεργασία θα μπορούσε –και πρέπει– να είναι καταλυτική.
Πρέπει επίσης να σκεφτόμαστε την επόμενη μέρα, τη μέρα μετά τις εκλογές: να βεβαιωθούμε ότι –κατ’ ελάχιστον– θα έχουμε επιτύχει υπέρβαση της απογοήτευσης και του οργανωτικού κατακερματισμού που επέφερε στο κίνημα η υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ, μια και είναι σαφές πως οι μεγάλες μάχες της κοινωνίας είναι μπροστά μας.
Το όραμα
Στην προοπτική αυτή είναι που αποκτά σημασία και ο οραματικός λόγος, αυτό που επιδιώκουμε ως ένα «άλλο παρόν» [Another Now] –κι αυτό ανεξαρτήτως του αν θα το αποκαλέσουμε μετα-καπιταλισμό, ή (όπως νομίζω είναι πιο δόκιμο) επιδιώξουμε να ανακτήσουμε την κακοποιημένη σημασία που ο όρος «σοσιαλισμός» πάντοτε ονομάτιζε.
Τι είναι άμεσο; Ποιες θα είναι οι δυσκολίες και πώς θα τις αντιμετωπίσουμε υλοποιώντας το; Και τι ακριβώς θα πει «κοινωνικοποίηση», «δημοκρατία στην παραγωγή», «κρατικοποίηση με εργατικό έλεγχο και διαχείριση» κλπ. στη σημερινή συγκυρία; Τα ερωτήματα είναι πολλά, αλλά οι απαντήσεις όχι μόνο λίγες, αλλά και ασαφείς. Όμως χωρίς σαφείς απαντήσεις, δεν μπορούν να υπάρξουν και «κινηματικές προσδοκίες» –αυτό που η συναφής θεωρία (το πεδίο της Συγκρουσιακής Πολιτικής) αναδεικνύει ως τη μείζονα μεταβλητή προκειμένου να εκτιμηθεί ο ορίζοντας μιας κινηματικής δράσης: χαμηλές προσδοκίες αδράνεια, υψηλές προσδοκίες ανατρεπτικές συλλογικές δράσεις. Και είναι απόλυτα εύλογο: όσο και αν μια κοινωνία ζει σε έρημο, της είναι πάντα πολύ δύσκολο να δραστηριοποιηθεί αν δεν ατενίσει πρώτα την όαση και στη συνέχεια την έξοδο –άλλωστε οι συλλογικές δράσεις ενέχουν πάντοτε ένα κόστος συμμετοχής που οι εκάστοτε κυρίαρχοι φροντίζουν συστηματικά να ανεβάζουν. Αυτό βέβαια που όλες και όλους πρέπει να μας κινητοποιεί είναι κυρίως το αντίστροφο: η εκπληκτική, η απίστευτη ενεργητικότητα που οι λεγόμενοι «απλοί» άνθρωποι επιδεικνύουν οσάκις καταδειχτεί και αναδειχτεί ο εφικτός χαρακτήρας των προτεινόμενων εναλλακτικών. Πρόκειται για διάσταση που και πρόσφατα είδαμε, στα χρόνια της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ, με κορυφαίο συμβάν το δημοψήφισμα του 2015, έστω και αν –ακόμη και τότε– η εναλλακτική δεν είχε επακριβώς προσδιοριστεί. Φάνηκε εκεί περίτρανα πως η εξακολουθητική περιδίνησή μας στα αδιέξοδα του καπιταλισμού της καταστροφής δεν ήταν ποτέ πρόβλημα κοινωνίας ήταν πάντοτε πρόβλημα πολιτικής, της πολιτικής εκείνων που διατείνονταν ψευδώς ότι εκπροσωπούσαν την κοινωνία.
Ο προβληματισμός για το τι ακριβώς πρέπει να γίνει, με ποιους χρονισμούς και σε ποιον ορίζοντα, μπορεί βέβαια να είναι περίπλοκος (αν και –ενδεχομένως– ίσως λιγότερο περίπλοκος απ’ ό,τι εν πρώτοις φαίνεται), είναι όμως, σε κάθε περίπτωση, ένας προβληματισμός συναρπαστικός ανάμεσα σε πιστοποιημένους συντρόφους και συντρόφισσες, του είδους εκείνου που ένας Αμερικανός μελετητής-ακτιβιστής, ο Mike Davis (2011), αποκάλεσε «μαγικό εργαστήριο…όπου οι ριζοσπαστικές ιδέες αποκτούν ξαφνικά γιγάντια δύναμη». Μόνο η συνεργασία των δυνάμεων της ανατρεπτικής Αριστεράς πάνω σε ένα συνεκτικό πρόγραμμα ρήξης είναι δυνατόν να προχωρήσει σε τέτοιας εμβέλειας επεξεργασίες. Το πρόγραμμα αυτό πρέπει –ας το επισημάνω και πάλι– να θέσει ξεκάθαρα τις «ταυτοτικές» και ως εκ τούτου αδιαπραγμάτευτες «κόκκινες γραμμές» του, ώστε να επέλθουν και οι αναγκαίες οργανωτικές συνέργειες.
Καταληκτικά…
Η παρουσία του ΜέΡΑ25 στα κινηματικά πολιτικά πράγματα, καθώς και ευρύτερα στο χώρο της Αριστεράς, σηματοδοτεί μιαν εξέλιξη πραγματικά σημαντική σε πλειάδα τομέων (σε ολόκληρο το προαναφερθέν φάσμα), που μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο πρώτα για την ανασύνταξη και στη συνέχεια για την κλιμάκωση των κοινωνικών αντιστάσεων Τα εισέτι αδιευκρίνιστα σημεία δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποτελέσουν εμπόδιο για συζητήσεις και συνεργασίες: ο καλόπιστος διάλογος οφείλει να συνεχιστεί, ώστε οι όποιες διαφορές εμφανίζονται σήμερα να επιλυθούν. Σε κάθε περίπτωση, οι ζωντανές δράσεις των υποτελών, η αντίσταση, οι προσδοκίες και τα οράματά τους οφείλουν να συνέχουν τον προβληματισμό, το λόγο, και τις πρακτικές μας.
Ο Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge και Διευθυντής του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής (https://lcp.panteion.gr/)