
Κάθε περιστατικό λογοκρισίας που λαμβάνει χώρα μέσα στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτεύματος αποτελεί μια επαναδιαπραγμάτευση των δομικών πολιτειακών ορίων. Η οποιαδήποτε μορφή λογοκρισίας που επιβάλλεται σε διάφορες πτυχές της δημόσιας σφαίρας επαναφέρει συνεχώς στο προσκήνιο την αέναη συζήτηση για το εάν και με ποιον τρόπο είναι δυνατό να οριοθετηθεί μια εκ των θεμελιωδών αρχών της δημοκρατίας, δηλαδή, η αρχή της ελευθερίας της έκφρασης.
Τι δύναται να λεχθεί και τι όχι, εν τέλει, στο δημόσιο λόγο, αλλά και η ίδια φύση του δημόσιου λόγου στην εποχή του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν βασικά διακυβεύματα της εποχής μας. Μάλιστα, αυτά τα ερωτήματα έρχονται, πλέον, με μεγαλύτερη ένταση να συνδιαμορφώσουν το αντινομικό πεδίο τόσο της αρχής της ελευθερίας της έκφρασης, όσο και της ίδιας της φύσης της λογοκρισίας, καταλαμβάνοντας θέσεις σε πολλές γκρίζες ζώνες μια συζήτησης η οποία πριν την σχεδόν καθολική επιβολή των φιλελεύθερων καθεστώτων στον δυτικό κόσμο, γινόταν με πολύ πιο σαφή όρια.
Και αυτό διότι η πολυδιάστατη μορφή που έχει λάβει η δημόσια σφαίρα στη σημερινή εποχή απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από το αρχέτυπο της λογοκρισίας έτσι όπως αυτό έχει εμπεδωθεί ιστορικά και κοινωνικοπολιτικά ως φαινόμενο. Έτσι, οι διακλαδώσεις που λαμβάνουν οι λογοκριτικές πρακτικές, αφενός είναι πολυσύνθετες, αφετέρου, παραμένουν, σε μεγάλο βαθμό, αχαρτογράφητες.
Ακόμα κυριαρχεί η πεποίθηση ότι η λογοκρισία, είτε κατασταλτική είτε προληπτική, προέρχεται αποκλειστικά από κάποια θεσμοθετημένη Αρχή, από μια λογοκριτική επιτροπή ή/και απευθείας από το ίδιο το κράτος, που προσπαθεί να επιβάλει αυταρχικά έναν μονοδιάστατο δημόσιο λόγο στους πολίτες, αποκλείοντας τους από το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης. Αυτό το αρχέτυπο λογοκρισίας έληξε, μεν, στην Ελλάδα στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, αλλά επειδή επαναφέρεται κατά καιρούς στη δημόσια σφαίρα στο πλαίσιο του φιλελεύθερου καθεστώτος, σίγουρα λιγότερο συστηματικά αλλά με αξιοσημείωτη ένταση, επισκιάζει τις υπόλοιπες μορφές που λαμβάνουν οι λογοκριτικές πρακτικές στα δημόσια μέσα.
Παραδείγματα κατασταλτικής και άτυπης προληπτικής λογοκρισίας έχουμε σε όλο το Μεταπολιτευτικό φάσμα, ενώ τα λογοκριτικά περιστατικά εντείνονται στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, και κορυφώνονται κατά την περίοδο της πανδημίας του κορονοϊού με τα σκληρά περιοριστικά μέτρα. Στην περίοδο της κρίσης, μάλιστα, παρατηρείται και το φαινόμενο της παρέμβασης εξωτερικών πολιτικών παραγόντων στη διαμόρφωση του δημόσιου λόγου εντός της Ελλάδας, με πολιτικές προσωπικότητες του εξωτερικού να καταγγέλλουν αντιμνημονιακές εφημερίδες, με τον ξένο τύπο να σχολιάζει δεόντως τα όσα δημοσιεύονται στον ελληνικό τύπο.
Με τη συμπόρευση της καθημερινής ενημέρωσης με το διαδίκτυο, η μετατροπή του δημόσιου λόγου σε ένα ευρύτερο πεδίο άπειρων δυνατοτήτων το οποίο είναι ανοιχτό και προσβάσιμο σε όλους μεταστοιχείωσε και την ίδια την ουσία του δημόσιου λόγου. Εάν γενικά στα παραδοσιακά μέσα του λόγου τα όρια του τι μπορεί να λεχθεί δημόσια και τι όχι είναι ασαφή, στο πλαίσιο του διαδικτύου είναι εξορισμού ανύπαρκτα, μέχρις ότου μια εξωτερικά οριοθετημένη δύναμη να τα καταστήσει πιο ορατά στους χρήστες. Προφανώς, υπάρχουν τρομερές διαφορές στις λογοκριτικές πρακτικές που επιβάλλονται σε μια εφημερίδα ή σε ένα ενημερωτικό site, από τη σκιώδη λογοκρισία που επιβάλλεται κατά καιρούς στο διαδίκτυο, και ειδικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου οι μαζικές αναφορές ή ακόμα και ο ίδιος ο αλγόριθμος, «εξαφανίζει» μια ανάρτηση ή ένα προφίλ.
Στην πρώτη περίπτωση έχουμε την χαρακτηριστική στιγμή του «κόφτη», όπως ονομάζει το φαινόμενο ο καθηγητής Δημήτρης Χριστόπουλος, δηλαδή είτε την κοπτοραπτική είτε την πλήρη απαγόρευση της δημόσιας έκφρασης, η οποία επιβάλλεται από συγκεκριμένους ανθρώπους και για συγκεκριμένες σκοπιμότητες. Στην περίπτωση των μέσω κοινωνικής δικτύωσης έχουμε μια «αόρατη αρχή» η οποία έχει ορίσει κάποιους αφηρημένους «κανόνες της κοινότητας», για τους οποίους κανείς δεν γνωρίζει επακριβώς κάτι πιο ειδικό μέχρι να φάει την καμπάνα, και επουδενί δεν αυτοπροσδιορίζεται ως λογοκρισία, ακόμα και όταν πρόκειται για εξόφθαλμη καταστολή της ελεύθερης έκφρασης.
Ένα ποίημα του Νίκου Γκάτσου, μια φωτογραφία από τον πόλεμο του Βιετνάμ, ένας διάσημος πίνακας ζωγραφικής ενός εμβληματικού ζωγράφου, ένα άρθρο γνώμης υπέρ της δικαίωσης των αιτημάτων του απεργού πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα, μια σατιρική σελίδα που υποτίθεται πως θίγει την ορθόδοξη πίστη ή ακόμα και μια πραγματική ή υποτιθέμενη προσβλητική ανάρτηση ενός δημοσίου προσώπου, όλα πολτοποιούνται ανεξέλεγκτα στους κόφτες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης κάτω από αυτούς τους αφηρημένους κανόνες, χωρίς καμία ουσιαστική εξήγηση και με σαφώς λογοκριτικά χαρακτηριστικά. Και, σε πολλές περιπτώσεις, χωρίς να δώσουν το δικαίωμα στα «θύματα», να υπερασπιστούν τις θέσεις τους, να ανοίξουν ένα γόνιμο διάλογο με το ίδιο το μέσο και να συνδιαμορφώσουν μαζί αυτούς τους περιβόητους κανόνες. Αντίθετα, σελίδες και προσωπικά προφίλ είτε χάνονται δια παντός, είτε υποβαθμίζονται και μέσω του αλγορίθμου, μειώνεται συστηματικά η δημοτικότητά τους.
Το παράδοξο είναι ότι η συγκεκριμένη συνθήκη που επικρατεί στα social media δεν γίνεται επαρκώς αντιληπτή ως λογοκρισία, ως ένα σαφές σημείο επαναφοράς μιας παραδοσιακής αυταρχικής πρακτικής, ειδικά μάλιστα σε περιπτώσεις όπου η ενημέρωση συνυφαίνεται με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η δημιουργία όμως ενός λογοκριτικού προηγούμενου, το οποίο επαναλαμβάνεται ως μοτίβο σχεδόν καθημερινά, στήνει ένα πρόσφορο έδαφος ανοχής προς ολοένα και μεγαλύτερο ψαλίδισμα, προς περισσότερη χρήση του «κόφτη». Η συσσώρευση μιας πληθώρας λογοκριτικών προηγούμενων τα οποία έμειναν ανεξερεύνητα και ανεξήγητα στη δημόσια σφαίρα, τείνει να καθιστά τη λογοκρισία ως κάτι συνηθισμένο, ως ακόμα μια μπαναλιτέ.
Κυρίως, όμως, δεν διερευνάται το πιο επίμαχο σημείο αυτών των λογοκριτικών πρακτικών, το οποίο είναι οι σχέσεις εξουσίας που έχουν αναπτυχθεί εντός του πολιτικού ανταγωνιστικού πεδίου. Όρια στο δημόσιο λόγο σαφώς και υπάρχουν, και αυτό αποτελεί θεμελιακό συστατικό της οποιασδήποτε κοινωνικής δομής. Επίσης, αυτά τα όρια διαμορφώνονται και μετατοπίζονται διαρκώς αναλόγως με τα πολιτικά διακυβεύματα της εκάστοτε εποχής, τις κοινωνικές διεκδικήσεις που ανατρέπουν τον κυρίαρχο εξουσιαστικό λόγο. Ο ρατσιστικός, σεξιστικός, ομοφοβικός λόγος μίσους, το «hate speech» που επιτίθεται σε πρόσωπα και σε κοινότητες, καλά κάνει και δοκιμάζει αυτά τα όρια της δημόσιας έκφρασης, και οι θυελλώδεις αντιδράσεις εναντίον του είναι ένα υγιές αντανακλαστικό μιας προοδευτικής κοινωνίας.
Για παράδειγμα, οι κριτικές αντιδράσεις στα σκίτσα της γαλλικής εφημερίδας Charlie Hebdo από περιθωριοποιημένες κοινότητες ή μειονότητες που θεωρούν ότι θίγονται άμεσα από αυτά, καθώς αναπαράγουν ρατσιστικά στερεότυπα που διακινδυνεύουν την εύρυθμη διαβίωση ή ακόμα και την επιβίωσή τους, αποτελούν άμεσες δημοκρατικές πρακτικές, που εν τέλει, επαναδιαπραγματεύονται αυτά τα όρια του δημόσιου λόγου στη σύγχρονή εποχή των κοινωνικών κινημάτων. Οι νομικές κυρώσεις, όμως, τα αιτήματα για να κλείσει η εφημερίδα ή να μην προβάλλεται το περιεχόμενό της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως έγινε πρόσφατα με το σκίτσο για τον σεισμό της Τουρκίας, υπερβαίνουν τα όρια της κριτικής και μετατρέπονται σε πραγματικά αιτήματα για λογοκρισία.

Σε μια κορύφωση της καταστολής της ελεύθερης έκφρασης, η πρωτοφανής τραγωδία που βίωσε η εφημερίδα αλλά και η ελευθερία του Τύπου γενικότερα με το μακελειό του 2015, όπου δολοφονήθηκαν 12 συντάκτες της εφημερίδας και τραυματίστηκαν άλλοι 11 από επίθεση εξτρεμιστών, αποτελεί μια σαφή ένδειξη των ανεξέλεγκτων διαστάσεων που μπορεί να λάβει η κοινωνική αγανάκτηση όταν εργαλειοποιηθεί από πολιτικούς και θρησκευτικούς φορείς, δηλαδή από κυρίαρχε εξουσιαστικές αρχές.
Οφείλει να υπογραμμιστεί, όμως, ότι ενώ κάθε μορφή λογοκρισίας προϋποθέτει μια μορφή πολιτικής παρέμβασης, σε καμία περίπτωση η οποιαδήποτε μορφή πολιτικής παρέμβασης δεν αποτελεί μια μορφή λογοκρισίας. Και αυτό πρέπει να γίνει σαφές, από τη στιγμή που το θολό πλαίσιο της περιβόητης «κουλτούρας της ακύρωσης» τείνει να εξισώνει πολλές φορές τις πολιτικές αντιδράσεις απέναντι σε έναν χαμερπή δημόσιο λόγο εναντίον ορισμένων κοινωνικών ομάδων ή απέναντι σε κεντρικά αφηγήματα, με την γενικευμένη αναστολή της ελεύθερης έκφρασης. Η ρύθμιση και ο υποτυπώδες έλεγχος του δημόσιου λόγου που έχει ως στόχο να διαμορφώσει την επικοινωνία, δεν προϋποθέτει απαραίτητα και την ενδεχόμενη κηδεμονία αυτής της επικοινωνίας, ειδικά όταν πρόκειται για αναπαραγωγή προσβλητικού λόγου που θέτει σε κίνδυνο άτομα ή κοινωνικές ομάδες.
Αποτελεί τακτική, γενικά, του ακραίου λόγου να εργαλειοποιεί τον όρο της λογοκρισίας όποτε δέχεται μια κριτική ή μια πολιτική παρέμβαση που καταδεικνύει το φαινόμενο, αλλοιώνοντας τοιουτοτρόπως την ίδια τη βαρύτητα που εμπεριέχει αυτός ο όρος. Ακριβώς σε αυτή τη βαρύτητα του χαρακτηρισμού μιας κριτικής ως λογοκρισίας είναι που ποντάρουν όσοι τον χρησιμοποιούν αυθαίρετα για να στρέψουν την προσοχή του κοινού από το κεντρικό διακύβευμα που είναι το ίδιο το περιεχόμενο της έκφρασης του ακραίου λόγου, σε μια πλασματική διεκδίκηση του δικαιώματος να εκφέρεται αυτός ο λόγος δημόσια.
Έτσι, πετώντας τη μπάλα στην εξέδρα, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες και διάφορα δημόσια πρόσωπα, εξεγείρονται με τις αντιδράσεις που δέχονται όταν εκφράζουν λιβέλους εναντίον προσώπων ή κοινωνικών ομάδων, μειονοτήτων ή γενικά μη προνομιούχων υποκειμένων, εξισώνοντας το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης με το ατομικό δικαίωμα στο να είναι κάποιος κάθαρμα στη δημόσια σφαίρα. Ο ακραίος λόγος συγχέεται βολικά με την πολιτική παρέμβαση, ο λίβελος με την δημιουργική κριτική, η ενημέρωση με την προπαγάνδα, και κάθε κριτική αντίδραση βαφτίζεται σκόπιμα ως λογοκρισία, με αποτέλεσμα τα πάντα να αποτελούν λογοκρισία και ταυτοχρόνως, τίποτα να μην είναι λογοκρισία.
Μέσα σε ένα τόσο αντιφατικό πλαίσιο, οι σχέσεις εξουσίας που αναπτύσσονται γίνονται εξίσου αφηρημένες, δύσκολα ιχνηλατούνται και ακόμα πιο δύσκολα, αναλύονται και καταδεικνύονται ως τέτοιες. Αντίστοιχα, τα υποκείμενα μπορούν να ταυτόχρονα να αντιστέκονται στη λογοκρισία και να είναι τα ίδια φορείς λογοκρισίας, να είναι θύματα λογοκρισίας και ταυτόχρονα να δημιουργούν καινούριες λογοκριτικές πρακτικές, ανάλογα με την εκάστοτε συγκυρία, διαμορφώνοντας φαντασιακά ένα νέου τύπου κοινωνικό συμβόλαιο όπου για να παραχθεί πρωτότυπος δημόσιος λόγος πρέπει πρώτα να ανασταλεί η κυριαρχία του προηγούμενου.
Αυτές οι αντιφάσεις και οι αντινομίες που εμπεριέχουν οι σύγχρονοι λογοκριτικοί μηχανισμοί, αναδεικνύουν το ερώτημα εάν υπάρχει καλή και κακή λογοκρισία στη δημόσια σφαίρα, λαμβάνοντας, εν τέλει, ως δεδομένη και απαραίτητη την ύπαρξη κάποιου είδους λογοκρισίας.

Σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, όμως, όσο υπερτονισμένο και αν είναι το ατομικό δικαίωμα στην προσβολή, νομοτελειακά σε κάποια φάση θα προσκρουστεί στο συλλογικό δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης, στο δικαίωμα της ελεύθερης κριτικής, με τα όρια να ξεφεύγουν από τα στεγανά που θέτει το εκάστοτε νομοθετικό πλαίσιο και να μετατρέπονται σε πολιτικό διακύβευμα.
Ακολούθως, η κατάχρηση του ατομικού δικαιώματος στην προσβολή, αποτελεί και αυτή με τη σειρά της ένα έμμεσο αίτημα να τοποθετηθεί «κόφτης» σε οποιαδήποτε κριτική υποτίθεται ότι προσβάλλει ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων. Ειδικά στο πλαίσιο των μέσω κοινωνικής δικτύωσης, η λογοκρισία έχει λάβει διαστάσεις ενός εντελώς πλασματικού «δημοκρατικού» δικαιώματος που μπορεί να είναι από ένα κάλεσμα σε μαζικές αναφορές προφίλ και αναρτήσεων, μέχρι την αποστολή ακατανόητων εξωδίκων και την απαίτηση νομικών κυρώσεων.
Αν σε οτιδήποτε λέγεται δημόσια υπάρχει εδραιωμένος ο φόβος της δαμοκλείου σπάθης μια μήνυσης, ενός εξώδικου, και κυρίως, μιας σύλληψης από την αστυνομία, όπως έγινε πρόσφατα στην περίπτωση του Πέτρου Τατσόπουλου, τότε ο δημόσιος λόγος και η ελευθερία της έκφρασης έχει ήδη περιοριστεί χωρίς να χρειάζεται να υπάρχει μια θεσμοθετημένη λογοκριτική επιτροπή που να βάζει κόφτες όπου θεωρεί ότι χρειάζονται. Οι κόφτες μπαίνουν από μόνοι τους μέσω των γενικευμένων απειλητικών εκβιασμών και της εκούσιας ή ακούσιας αυτολογοκρισίας, δημιουργώντας εξίσου αποκοινωνικοποιημένες διαδικασίες επαναδιαπραγμάτευσης των δημοκρατικών ορίων με εντελώς εξατομικευμένο πρόσημο.
Αφαιρώντας από την κοινότητα το δικαίωμα κρίσης όσον αφορά μια δημόσια θέση, αφαιρείται ταυτόχρονα και το δικαίωμα από τα δρώντα υποκείμενα να αντιληφθούν την ίδια την πραγματικότητα τους, η οποία παρουσιάζεται συνεχώς αλλοιωμένη και παραποιημένη, κατακερματισμένη και μετέωρη, μια χαζοχαρούμενη παιδική χαρά προορισμένη για ενήλικες που προσλαμβάνονται γενικευμένα ως ανίκανοι να διαχειριστούν επαρκώς ακόμα και την ίδια τους τη σκέψη.
Εντός του πλαισίου των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία εύκολα μπορούν να λάβουν τη μορφή «echo champers», αυτό μετασχηματίζεται εύκολα τόσο σε παραπληροφόρηση, όσο και σε προπαγάνδα, με τους χρήστες να διψάνε για ολοένα και περισσότερη λογοκρισία, να προσπαθούν με κάθε τρόπο να επιβάλλουν το δικό τους φουκωϊκό «καθεστώς αλήθειας», εξαφανίζοντας όχι μόνο οτιδήποτε «παραβιάζει» τους «όρους της κοινότητας» αλλά, με έναν ακραία δυστοπικό τρόπο, οτιδήποτε απλά δεν τους αρέσει.
Μέσα σε μια τέτοια κατάσταση, οι ήδη υφιστάμενες, άτυπες λογοκριτικές επιτροπές, δεν είναι εξωπραγματικό να καταλήξουν και επίσημες.
Προτεινόμενη βιβλιογραφία:
Ζιώγας, Γ., Καραμπίνης, Λ., Σταυρακάκης, Γ. και Χριστόπουλος, Δ. (2008). Όψεις Λογοκρισίας στην Ελλάδα. Αθήνα: Νεφέλη
Καρουζάκης, Γ. (2007). Σε γνωρίζω από την κόψη του ψαλιδιού την τρομερή. Ελευθεροτυπία. 4/6/2007.
Παπανικολάου, Μ. (2009). Καλλιτεχνική, κοινωνική και πολιτική λογοκρισία. Οι “περιπέτειες” της τέχνης της πρωτοπορίας στον 20ό αιώνα. Στο: Η τέχνη του 20ού αιώνα: Ιστορία-Θεωρία-Εμπειρία. Θεσσαλονίκη: Γ’ Συνέδριο Ιστορίας της Τέχνης, σσ.479-488.
Πετσίνη, Π. και Χριστόπουλος, Δ. (2016) Η λογοκρισία στην Ελλάδα. Αθήνα: Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ
Τάκης, Α. (2008). Για την ελευθερία της τέχνης, Δοκίμιο πολιτικής και συνταγματικής θεωρίας. Αθήνα: Σαββάλας.
Φουκό, Μ. (1987). Εξουσία, γνώση και ηθική. Αθήνα: ύψιλον.
Χατζηστεφάνου, Α. (2022). Προπαγάνδα και παραπληροφόρηση. Αθήνα: Εκδόσεις Τόπος
Χριστόπουλος, Δ. (2013). Ο Θεός δεν έχει ανάγκη εισαγγελέα: Εκκλησία, βλασφημία και Χρυσή Αυγή. Στο: Δ. Χριστόπουλος, επιμ., Ο Θεός δεν έχει ανάγκη εισαγγελέα. Αθήνα: Νεφέλη, σσ.9-16
Με μεγάλη λύπη διαπιστώνω ότι το ΤΠΠ εξακολουθεί να δημοσιεύει άρθρα που διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα. Δεν αναφέρομαι στις γνώμες που εκφράζονται, αλλά στα αντικειμενικά στοιχεία που παραθέτονται για να στηρίξουν τις οποιοσδήποτε γνώμες ακολουθούν.
Ο καθηγητής Καλτσώνης έχει διαστρεβλώσει τα παρακάτω σημεία:
"Η Ταϊβάν ως ξεχωριστό κράτος δημιουργήθηκε το 1949" Η Ταϊβάν ποτέ δεν έχει ανακυρηχτεί επίσημα ως ξεχωριστό κράτος. Μέχρι το 1992 το καθεστώς του ΚΜΤ θεωρούσε τον εαυτό κυβέρνηση όλης της Κίνας. Από το 1992 και μετά και σαν αποτέλεσμα της ανατροπής αυτού του καθεστώτος από τους αγώνες του Ταϊβανέζικου λαού, οι κυβερνήσεις στην Ταϊπέι δεν διεκδικούν πια την ηπειρωτική Κίνα. Υπήρξαν κινήσεις επί προεδρίας Τσεν ΣουέιΜπιέν να ανκηρυχθεί Δημοκρατία της Ταϊβάν, αλλά δεν τελεσφόρησαν λόγω κινέζικων απειλών για πόλεμο ΚΑΙ αμερικάνικων διακυρήξεων ότι δεν θα υποστηρίξουν την Δημοκρατία της Ταϊβάν σε περίπτωση Κινεζικής επίθεσης. Πάντως ο στρατός του ΚΜΤ είχε έρθει στην Ταϊβάν από το 1945
"παρά το γεγονός ότι η Διάσκεψη των Συμμάχων στο Κάιρο το 1943 αναγνώρισε την Ταϊβάν ως έδαφος της Κίνας" Η Διακύρηξη του Καϊρου το 1943 δήλωνε την πρόθεση να δοθεί η Ταϊβάν στην Δημοκρατία της Κίνας μετά το τέλος του πολέμου. Αλλά η Διακύρηξη του Καϊρου ήταν απλά ένα ανυπόγραφο δελτίο τύπου χωρίς νομική ισχύ. Πάντως το 1951 η Συμφωνία του Σαν Φρανσίσκο θεωρούσε ότι το στάτους της Ταϊβάν ήταν "προσωρινά αδιευκρίνιστο" κι ότι θα επιλυθεί αργότερα στη βάση των αρχών του ειρηνικού διακανονισμού επίλυσης διαφορών και των αρχών αυτοδιάθεσης των λαών.
" Όταν εκείνη τη χρονιά επικράτησε η επανάσταση στην Κίνα, τα υπολείμματα του ηττημένου στρατού του εθνικιστικού Κουομιντάγκ μεταφέρθηκαν με τη βοήθεια των ΗΠΑ στην Ταϊβάν και επέβαλαν την εξουσία τους" Είσαστε αδιάβαστος κύριε καθηγητά. Από το 1945 είχε δοθεί η κατοχή και προσωρινή διοίκηση της Ταϊβάν στην Δημοκρατία της Κίνας από την συμμαχική διοίκηση, και μάλιστα το 1947 ξέσπασε εξέγερση του Ταϊβανέζικου λαού ενάντια στην κατοχή από κινεζικά στρατεύματα, μία εξέγερση που πνίχτηκε στο αίμα.
"Επομένως, η Ταϊβάν αποσχίστηκε από την υπόλοιπη Κίνα και αυτοανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος με τη στρατιωτική στήριξη των ΗΠΑ. " Όπως είπαμε και παραπάνω (σημείο 1) η Ταϊβάν ποτέ δεν ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος. Μέχρι το 1992 η κυβλέρνηση στην Ταϊπέι ήταν μια από τις δύο κυβερνήσεις που θεωρούσαν εαυτούς κυβέρνηση της όλης Κίνας. Από το 1992 και μετά η κυβέρνηση της Ταϊβάν θεωρεί τον εαυτό της μόνο σαν κυβέρνηση της Ταϊβάν (και παράπλευρων νησιών που ελέγχει), αλλά δεν ανακυρήσσει ανεξαρτησία λόγω εκφοβισμού ΚΑΙ από την Κίνα ΚΑΙ απο τις ΗΠΑ.
"Η Κίνα και η διεθνής κοινότητα δεν την αναγνώρισαν διπλωματικά ποτέ μέχρι σήμερα" Εδώ είναι ναι και όχι. Η Κίνα δεν αναγνωρίζει την Ταϊβάν, αλλά και οι δυο έχουν φτιάξει σώματα που είναι διπλωματικοί αντιπρόσωποι και υπογράφουν συνθήκες εμπορίου, συγκοινωνιών, κλπ. Επίσης οι πιο πολλές χώρες δεν αναγνωρίζουν επίσημα την Ταϊβάν, αλλά όλες σχεδόν έχουν διπλωματικές αντιπροσωπείες εδώ στην Ταϊβάν, και υπογράφουν συνθήκες συνεργασίας. Οπότε ναι στα λόγια η Κίνα και η διεθνής κοινότητα δεν αναγνωρίζουν την Ταϊβάν. Στην πράξη την αναγνωρίζουν.
"θεωρητικά τουλάχιστον οι ΗΠΑ δέχονταν την “αρχή της μίας Κίνας”" Όχι κύριε καθηγητά, κάνετε λάθος. Οι ΗΠΑ αναγνώριζαν ότι η Κίνα βασίζει την πολιτική της στην "αρχή της μίας Κίνας", αλλά ποτέ δεν δήλωσαν αν την αποδέχονται ή αν την απορρίπτουν.
Κουράστηκα να γράφω για τις ανακρίβειες του κυρίου Καλτσώνη (κι υπάρχουν πολλές ακόμη), αλλά και από αυτά που έγραψα είναι τελείως φανερό ότι το άρθρο είναι τελείως σαθρό. Είναι κρίμα ότι το κοινό του ΤΠΠ που σε γενικές γραμμές δεν έχει αρκετή πληροφόρηση σε σχέση με το τι γίνεται στην άλλη άκρη του πλανήτη, γίνεται θύμα παραπληροφόρησης. Κανενός είδους αντιιμπεριαλιστικός και φιλολαϊκός αγώνας δεν θεμελιώνεται με ψέματα.
Για περίμενε λίγο φίλε Βασίλη. Το γεγονός ότι μένεις εδώ και χρόνια στην Ταϊβάν δεν σου δίνει το αλάθητο επί των πηγών και των ιστορικών στοιχείων. Να τα εξετάσουμε τα δεδομένα:
Ο καθηγητής λέει ότι η Ταϊβαν ΩΣ ΞΕΧΩΡΙΣΤΌ ΚΡΑΤΟΣ και όχι ΩΣ ΑΝΕΞΆΡΤΗΤΟ, ιδρύθηκε το 1949. Και πράγματι, εισέβαλλε και υποδούλωσε την Ταϊβάν, δίνοντας της το στάτους του ντε φάκτο κράτους, αλλά δεν την μετονόμασε σε Ταϊβάν. Πιθανόν να υπήρξαν προθέσεις να μετονομαστεί το 1992 αλλά δεν τελεσφόρησαν όπως λες επειδή οι ηπα διακήρυξαν ότι δεν θα υποστηρίξουν την Ταϊβάν. Ως τι θα υποστήριζαν ή όχι οι ηπα? Ως κάτοχοι μεριδίου του νησιού ή ως παγκόσμιοι σερίφηδες? Τέλος αν έλεγε ότι η δημοκρατία της Κίνας ιδρύθηκε το 1945 στο έδαφος της Ταϊβάν, θα άλλαζε τίποτα στο νόημα του κειμένου? Γιατί έχω την αίσθηση ότι παίζουμε με τις λέξεις εδώ.
Η διάσκεψη του Καίρου μεταξύ Τσόρτσιλ, Ρούζβελτ και του ακατονόμαστου μπορεί να μην είχε κάποια δεσμευτική νομική ισχύ, αλλά πως θα μπορούσε? Δεν ήταν σε πόλεμο οι Κινέζοι με τους Ιάπωνες ήδη? Δεν εκπροσωπούσε ο σεκ την Κίνα? Τα πιθανά εδαφικά οφέλη μοιράσανε σε άλλη μία χυδαία μοιρασιά όπως σε όλες τις άλλες παρόμοιες τέτοιες. Το θέμα είναι ότι δώσανε πίσω τα κατεχόμενα των Ιαπώνων, στην Κίνα. Στο μιλητό θες? Στο μιλητό. Όσο για τη συνθήκη του Σαν Φρανσίσκο, δεν βρήκα τίποτα που να λέει ότι η Ταϊβάν ανήκει εδώ ή εκεί. Λέει ότι η Ιαπωνία παραιτείται από όλα τα δικαιώματα της στην Φορμόζα και τις Πεσκαδόρες και επιστρέφει στην Κίνα όλα τα κατεχόμενα Κινεζικά εδάφη. Σκοπίμως αφέθηκε αδιευκρίνιστο? Δεν ξέρω.
Όπως σωστά λες η εισβολή στην Ταϊβάν ξεκίνησε νωρίτερα. Ποιοι όμως επέτρεψαν/βοήθησαν την εισβολή και κατοχή του νησιού από Κινέζους εθνικιστές? Ποιοι ήταν οι υπαίτιοι της Λευκής Τρομοκρατίας?
Στη βικιπαίδεια πάντως αναφέρεται ότι 14 κράτη αναγνωρίζουν την Ταϊβάν ως κράτος. Ντε φάκτο υποθέτω. Ως μια κρατική οντότητα? Δεν ξέρω, διπλωμάτης δεν είμαι, αν θέλεις διαφώτισε μας για το νομικό καθεστώς.
Επίσης στη βικιπαίδεια διαβάζω ότι το 2013 με κυβέρνηση ΚΜΤ, έγινε απόπειρα να υπογραφεί κάποια συμφωνία με την Κίνα, όμως οι πολίτες αντέδρασαν και κατέλαβαν την Βουλή για 24 μέρες. Ισχύει αυτό? Και αν ισχύει, προσομοιάζει σε πραξικόπημα ή όχι?
Η στάση των ηπα είναι το θέμα και όχι η στάση των ηπα απέναντι στη πολιτική της Κίνας. Σε κάποιον που διαβάζει το τι πιστεύει ο περισσότερος κόσμος για την Ιστορία, φαίνεται ως εξής: Πρώτα ήρθαν κάτι Πορτογάλοι που υποδούλωσαν αυτόχθονες και κινεζικής καταγωγής κατοίκους της Ταϊβάν. Μετά Ολλανδο-Ισπανοί, μετά ξεκίνησε μεγαλύτερος αποικισμός από ανθρώπους κινεζικής καταγωγής. Μετά όλοι υποδουλώθηκαν από Ιάπωνες. Μετά κατά τα απόνερα του Β'ΠΠ, οι ηπα θέλοντας να διαθέτουν μια σφήνα στα πλευρά της Κίνας (έχοντας ΉΔΗ συντρίψει τους Ιάπωνες), εισέβαλλαν και κατέχουν παράνομα την Ταϊβάν μέσω του χρήσιμου ηλίθιου. Φέρανε 2 εκ (!) στρατιώτες, κλείσανε τα μάτια στα άπειρα εγκλήματα που έκανε το ΚΜΤ και παράλληλα στρατιωτικοποίησαν/υποδούλωσαν οικονομικά το νησί. Όταν οι άνεμοι φύσηξαν αλλού, αναγκάστηκαν να αποκηρύξουν την εμπλοκή τους. Στα λόγια φυσικά, καθώς συνεχίζουν να καθορίζουν τα πάντα στη Ταϊβάν. Μέχρι και σήμερα, όπου η πρόκληση της Κίνας πάει σύννεφο.
Τώρα οι δικές μου σκέψεις. Πρώτα από όλα αδυνατώ να καταλάβω πως, με το πούλημα του ΚΜΤ από τους ηπατζήδες, το ΚΜΤ βγήκε (δις) σε ελεύθερες εκλογές. Δύο τινά (για μένα) συμβαίνουν. Ή η ανάμιξη των λαών (κινέζοι εισβολείς και Ταϊβανοί) οδήγησε σε κινεζοποίηση -οπότε ο εχθρός δεν είναι η Κίνα-, ή οδήγησε σε αδιαφορία για το ποιος θα διαφεντεύει το νησί και επικέντρωση ψηφοφόρων σε πιο καθημερινά ζητήματα. Either way, αδυνατώ να καταλάβω την ανάγκη για εξάρτηση από τις ηπα, διότι πολύ απλά καταστρέφει την οποιαδήποτε ελπίδα ανεξαρτησίας του νησιού. Μία συμφωνία αποστρατιωτικοποίησης (ειδικά από τους αρχιδολοφόνους) με αντάλλαγμα ένα καθεστώς ημιαυτονομίας (?), ημιανεξαρτησίας (?)- ας μην παίζω και γω με τις λέξεις-, είναι το καλύτερο δυνατό σενάριο. Μιά εύρωστη οικονομία, χωρίς το φάσμα του πολέμου είναι ότι καλύτερο μπορεί να φανταστεί κάποιος.
Φίλε kapoiosnapatiseitokoumpi, να απαντήσω στις ερωτήσεις που βάζεις.
1α. Ο καθηγητής δεν νομίζω να ξεχωρίζει ανάμεσα σε "ξεχωριστό" και "ανεξάρτητο" αν κρίνω από τη φράση του που παραθέτω στο 4 του προγούμενου σημειώματος μου. Σαν καθηγητής, απο επιστημοσύνη και μόνο, θα έπρεπε να το κάνει, αλλά ας μην του πάρουμε το κεφάλι για αυτό. Το σημαντικό είναι ότι ούτε το ΚΜΤ ούτε το ΚΚΚ θεωρούσαν την Ταϊβάν είτε ανεξάρτητο είτε ξεχωριστό κράτος. Και οι δυο συμφωνούσαν ότι Κίνα και Ταϊβάν ήταν μια χώρα και ότι η απέναντι πλευρά είναι υπό εξέγερση κι εκτός ελέγχου της νόμιμης κυβέρνησης (και ο καθένας τους θεωρούσε τον εαυτό του νόμιμη κυβέρνηση)
1β. Η Δημοκρατία της Κίνας ιδρύθηκε το 1912 (και βέβαια τότε δεν περιελάμβανε την Ταϊβάν που ήταν τμήμα της Ιαπωνίας).
2α. Ο κύριος καθηγητής όμως προβάλλει τη Διάσκεψη του Καϊρου σαν νομικό επιχείρημα. Στην ουσία η Διάσκεψη του Καϊρου ήταν πιο πολύ προσπάθεια να βάλουν πάγο στις βλέψεις του ΚΜΤ που ήθελε η Κίνα μετά τον πόλεμο να συμπεριλαμβάνει όχι μονο την Ταϊβάν, αλλά και ολόκληρη την Κορέα και ολόκληρο το Βιετνάμ
2β. Σημειωτέον εδώ ότι από το 1928 μέχρι το 1943 το ΚΚΚ θεωρούσε την Ταϊβάν ξεχωριστό έθνος (πιο πολλές πληροφορίες εδώ: https://thediplomat.com/2022/05/when-the-ccp-thought-taiwan-should-be-independent/). Από το 1943 και μετά ακολούθησε κι αυτό την γραμμή του ΚΜΤ, και αν αναλογιστείς τις επεκτατικές ενέργειες του Πεκίνου στην Θάλασσα "της Νότιας Κίνας" (ή "του Ανατολικού Βιετνάμ", ή "των Δυτικών Φιλιππινών", εξαρτάται από το σε ποια χώρα είσαι το όνομα της θάλασσας), μοιάζει να ενστερνίζονται τώρα τη θέση του ΚΜΤ και για έλεγχο του Βιετνάμ (βλέπεις τώρα εκπροσωπούν την ιμπεριαλιστική αστική τάξη της Κίνας).
Σαν μια ιμπεριαλιστική δύναμη, που όμως αν ζεις στην Ταϊβάν, είναι λιγότερο απειλητική από την γειτονική σου ιμπεριαλιστική δύναμη, την Κίνα. Μην ξεγελιόμαστε όμως οι δυο αυτές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις συνεργάζονται στο να κρατούν τους λαούς υποδουλωμένους, κι όσο συνεχίζεται ο ψυχρός πόλεμος (ή μάλλον όσο υπάρχει καπιταλισμός) δεν πρόκειται να υπάρξει πραγματική ανεξαρτησία για καμία χώρα.
Οι χώρες που αναγνωρίζουν την Δημοκρατία της Κίνας, δεν αναγνωρίζουν την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Καμία χώρα δεν αναγνωρίζει την Ταϊβάν σαν Ταϊβάν.
Μιλάς για το Κίνημα των Ηλιολούλουδων. Ήταν μια αυθόρμητη λαϊκή εξέγερση που ξεκίνησε όταν μια πορεία ενάντια στην ψήφιση "με ένα άρθρο" μιας εμπορικής συμφωνίας με την Κίνα. Κατά την διάρκεια της πορείας μια συλλογικότητα που έχει γύρω στα 150 μέλη μπήκε στη βουλή και κάλεσε κι άλλους να μπουν κι αυτοί. Γύρω στα χίλια άτομα μπήκαν μέσα πριν αποκλειστούν από την αστυνομία. Μετά πολλές χιλιάδες λαού συγκεντρώθηκε γύρω από τους αστυνομικούς για να προστατέψει τους καταλειψίες. Άλλες συλλογικότητες, εργατικά σωματεία, αλλά και χιλιάδες ανεξάρτητοι πολίτες πήγαιναν κάθε μέρα να ανανεώσουν τον κλοιο προστασίας της κατάλειψης, και να προσφέρουν νερό και φαγητό στους καταλειψίες. Κι έγινε και μια τεράστια διαδήλωση με πάνω από 500.000 άτομα παρόλη την τεράστια προπαγάνδα ενάντια στην κατάλειψη, και από τα ΜΜΕ και από τα δυο μεγάλα κόμματα. Μπορείς να βρεις πληροφορίες εδώ https://newbloommag.net/2015/03/18/a-year-of-sunflowers/, αλλά μπορείς και να γκουγκλάρεις Sunflower Movement.
6α. Οι Πορτογάλλοι πέσασαν, αλλά δεν πάτησαν στην Ταϊβάν. Οι Ισπανοί κι οι Ολλανδοί φτιάξανε βάσεις, οι μεν στο Βορρά οι δε στο Νότο, και συγκατοίκησαν για ένα διάστημα κι επέβαλλαν κι ενα καθεστώς δουλοπαροικίας στους αυτόχθονες του νησιού. Μετά οι Ολλανδοί έδιωξαν τους Ισπανούς. Το 1662 ένας στρατηγός των Μινγκ, που είχε επαναστάτησει ενάντια στους Τσινγκ χρόνια πριν και προσπαθούσε να φτιάξει τη δική του χώρα στη Νότια Κίνα, ήρθε στην Ταϊβάν κι έφτιαξε το βασίλειο του. (Πριν το 1662 δεν υπήρχε εγκατάσταση Κινέζικου πληθυσμού στο νησί, εκτός από μερικές εκατοντάδες που έφεραν οι Ολλανδοί σαν επιστάτες των αυτόχθονων εργατών). Μετά οι Τσινγκ κατέλαβαν το νησί γιατί το βασίλειο που είχε εγκατασταθεί το θεωρούσαν απειλή για την εξουσία τους στην Κίνα, και προσπάθησαν να το πουλήσουν σε Ολλανδούς, Ισπανούς και Γάλλους, αλλά δεν το θέλανε γιατί δεν μπορούσε να ελεγχθεί. Τελικά οι Τσινγκ έδωσαν την Ταϊβάν στην Ιαπωνία σαν πολεμική αποζημίωση το 1895. Το 1945 οι Ιάπωνες παραιτήθηκαν από την Ταϊβάν, και οι συμμαχικές δυνάμεις ζήτησαν από την Κίνα (το ΚΜΤ ήταν τότε η Κίνα) να στείλει στρατό κατοχής στο νησί και να αναλάβει την κατοχική διοίκηση, αλλά το ΚΜΤ άρχισε να συμπεριφέρεται σαν να είχε εντολή προσάρτησης του νησιού στην Κίνα. Οι Αμερικάνοι δεν ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα. Είχαν έρθει σε συνενόηση με τον Στάλιν και είχαν συμφωνήσει να γίνει κυβέρνηση εθνικής ενότητας στην Κίνα (γι' αυτό κι ο Στάλιν έκανε αφόρητες πιέσεις στον Μάο να μη περάσει τον ποταμό ΓιανγκΤσε). Αλλά το ΚΜΤ ήταν διαλυμένο από τις εσωτερικές του αντιφάσεις κι ακόμα και με την ανοχή και των δυο μεγάλων δυνάμεων κατέρρευσε. Οταν ο Τζιανγκ Και-σεκ μετέφερε την πρωτεύουσα του στην Ταϊπέι, ο Τρούμαν δήλωσε ότι οι ΗΠΑ δεν θα αναμιχθούν σε οποιοδήποτε πόλεμο στα στενά της Ταϊβάν, κι άφησε ελεύθερο το πεδίο στον Μάο να κάνει εισβολή στην Ταϊβάν αν ήθελε. Μόνο μετά την έναρξη του πολέμου στην Κορέα, οι ΗΠΑ άλλαξαν στάση και δήλωσαν ότι θα υπερασπιστούν το καθεστώς του Τζιανγκ.
6β. Πάντως το ΚΜΤ δεν έφερε 2 εκατομύρια στρατιώτες στην Ταϊβάν. Οι μετανάστες από την Κίνα ήταν γύρω στο 1,5 εκατομύριο από τους οποίους γύρω στους 600.000 ήταν στρατός (τεράστιος βέβαια, αν σκεφτείς ότι τότε το νησί είχε 6-7 εκ. κατοίκους). Και να σου πω την αλήθεια η Ταϊβάν που γνώρισα εγώ (ήρθα το 1994) δεν είναι στρατιωτικοποιημένη (η θητεία εδώ είναι 4 μήνες, κι έχεις επιλογή αν θα είναι στρατιωτική ή πολιτική θητεία), ούτε και οικονομικά υποδουλωμένη είναι. Ούτε και καθορίζουν τα πάντα στην Ταϊβάν οι Αμερικάνοι, η Ταϊβανέζικη αστική τάξη έχει μεγάλο βαθμό ανεξαρτησίας, και παραδόξως η εξάρτηση της από την Αμερικάνικη άρχουσα τάξη αυξάνεται όσο η Κίνα κάνει απειλητικές κινήσεις.
Όσο για τις δικές σου σκέψεις. Ο πληθυσμός της Ταϊβάν αισθάνεται πιο Ταϊβανέζος από οποδηποτε άλλοτε, και ταυτόχρονα λιγότερο Κινέζος. Όμως το ΚΜΤ έχει σε ένα σημαντικό βαθμό Ταϊβανοποιηθεί, και μάλιστα η επιρροή του στις τοπικές εκλογές είναι πιο μεγάλη από ότι στις εθνικές εκλογές. Μετά ξεχνάς ότι ο πρώτος πρόεδρος του ΚΜΤ που εκλέχτηκε, είναι αυτός που άρχισε την διαδικασία εκδημοκράτισης της Ταϊβάν, και μετά την θητεία του έφυγε από το ΚΜΤ κι έφτιαξε κόμμα Αλληλεγύης που υποστηρίζει την ανεξαρτησία της Ταϊβάν. Ο δεύτερος, Μα ΙνγκΤζιο, εκλέχτηκε επειδή υπήρχαν οικονομικά σκάνδαλα στη δεύτερη θητεία του Τσεν ΣουέιΜπιέν.
Η Ταϊβάν είναι οικονομικά εύρωστη. Όσο για το φάσμα του πολέμου, η Κίνα είναι που απειλεί με πόλεμο. Αυτό το φάσμα μπορεί να απομακρυνθεί πολύ εύκολα. Αρκεί η Κίνα να δηλώσει ότι θα σεβαστεί το αποτέλεσμα δημοψηφίσματος στην Ταϊβάν, κι όχι ότι αν το δημοψηφίσμα έχει αποτέλεσμα ανεξαρτησία θα κάνει εισβολή.
Σε ευχαριστώ για την ταχύτατη και εμπεριστατωμένη απάντηση.
Από τα λεγόμενα σου, εξάγω κάποια συμπεράσματα. Πιστεύω ότι μετά από 70 χρόνια μη πολέμου (με στρατό εννοώ), οι Ταϊβανοί έχουν αναπτύξει το αίσθημα της ανάγκης για ανεξαρτησία, όχι τόσο με βάση το ιστορικό παρελθόν, ούτε την καταγωγή τους. Νομίζω ότι δεν θέλουν να χάσουν τις κοινωνικοπολιτικοοικονομικές τους κατακτήσεις, κάτι που θεωρούν ότι θα συμβεί αν αναλάβουν οι Κινέζοι. Θεμιτή επιλογή, ειδικά όταν το ποσοστό των πολιτών που το θέλουν είναι όσο μεγάλο το περιγράφεις. Από την άλλη, η μετατροπή τους σε ηπατζίδικο προκεχωρημένο φυλάκιο, δεν συμφέρει. Οι ηπα έχουν στο τσεπάκι τους ήδη τόσο την Ιαπωνία, όσο και την Ν.Κορέα. Επίσης, μην ξεχνάς ότι η Κίνα είχε την ίδια πολιτική με το Χονγκ Κονγκ. Εννοώ την μη επίθεση. Η συρροή ηπατζίδικων όπλων δεν είναι κατευναστική για την Κίνα, το αντίθετο. Θα ρίσκαρε η Κίνα μια εισβολή με ένα ολόκληρο στόλο των ηπα δίπλα? Προτιμότερο δεν θα ήταν μία συμφωνία για μια χώρα 2 συστήματα? Όπου υπήρξαν οι γνωστοί πάτρωνες, δεν προέκυψε τίποτα καλό.Μόνο χάος και θάνατος.
Η Κίνα το μόνο που έχει υποσχεθεί στους Ταϊβανέζους είναι ότι θα τους βάλει σε στραττόπεδα επιμόρφωσης. Αλλά οι Ταϊβανέζοι τα έχουν ζήσει τα στρατόπεδα επιμόρφωσης, αυτό ήταν ο Λευκός Τρόμος. Δεν θέλουν να τα ξαναζήσουν.
Αυτό για το μια χώρα δυο συστήματα δεν δούλεψε καθόλου καλά στο Χονγκ Κονγκ, που έχει τώρα γίνει στρατόπεδο επιμόρφωσης. Κι ούτε και υπάρχει περίπτωση να δουλέψει κάτι τέτοιο. Η όλη ιστορία της Κίνας είναι μια συνεχής πάλη ανάμεσα στην κεντρική εξουσία και σε τοπικά συστήματα. Αν κοιτάξεις έναν ιστορικό χάρτη της Κίνας και δεις πόσες χώρες/βασίλεια υπήρχαν ανά διάφορες εποχές θα ξαφνιαστείς, υπήρχαν εποχές που η επιφάνεια της σημερινής Κίνας ήταν διαιρεμένη σε πάνω από 70 βασίλεια. Και δεν είναι και παράξενο αυτό. Η "Κινέζικη ταυτότητα" είναι ένας μύθος που έχουν φτιάξει παλιά οι αυτοκράτορες, τώρα το ΚΚ. Στην πραγματικότητα η Κίνα κατοικείται από πάρα πολλούς διαφορετικούς λαούς που μιλάνε 203 διαφορετικές μητρικές γλώσσες, χρησιμοποιούν 36 διαφορετικά είδη γραφής, πιστεύουν σε χιλιάδες διαφορετικούς θεούς, έχουν τεράστιες διαφορές στην κουζίνα τους και τα έθιμα τους. Αλλά η κεντρική εξουσία επιβάλλει σαν καπέλο μια Κινέζικη ταυτότητα με το ζόρι. Με την επιβολή των Μανταριν σαν την μόνη επίσημη γλώσσα, με την επιβολή της μάνταριν γραφής ακόμα και για γλώσσες που δεν τους ταιριάζει καθόλου, με την επιβολή ακόμα και της ώρας του Πεκίνου σε όλη την επικράτεια (ενώ θα έπρεπε να είναι διαρεμένη σε 5 ζώνες, φαντάσου και στη δυτική Κίνα και στην Ανατολική πιάνουν δουλεια στις 9, αλλά στην δυτική είναι ακόμα χαράματα σαν να ήταν (που είναι) 5 η ώρα), με... με... με...
Το μεγάλο πρόβλημα που έχει η Κίνα με την Ταϊβάν, δεν είναι ότι φοβάται την Αμερική. Το μεγάλο πρόβλημα της Κίνας είναι ότι μια ανεξαρτησία της Ταϊβάν θα ξετυλίξει το κουβάρι, και θα ξανανάψουν οι ελπίδες των Ουιγούρων, των Θιβετιανών, των Μογγόλων, αλλά ακόμα χειρότερα και στην ΓκουανγκΝτονγκ (Καντώνα) υπάρχουν φωνές που μιλάνε για ανεξαρτησία τους, και στο ΓκουανγκΣι, και στο ΥνΝαν, και στο ΧεΛοΤζιανγκ και αλλού.
Γι' αυτό σου λέω, μην νομίζεις ότι η άρχουσα τάξη στην Κίνα είναι άγγελοι, διάβολοι είναι και αυτοί όπως και οι Αμερικάνοι, ίδια φάρα. Γι' αυτό και δεν πρέπει να παίρνουμε το μέρος κανενός τους. Ο δικός μας μικρότερος διάβολος, είναι ο μεγαλύτερος διάβολος του συντρόφου μας στην άλλη μεριά του πλανήτη.
Οι κινέζοι έτσι έχουν μάθει να λειτουργούν, κυρίως γιατί αυτή η μέθοδος έπιανε. Σε φτωχούς αγροτικούς πληθυσμούς που το ενα πιάτο ρύζι αξίζει την συνεχή καταστολή, έπιανε. Τώρα που ένα 10% των κινέζων έχουν ξεχωρίσει οικονομικά και ένα αδιευκρίνιστο αλλά σίγουρα μεγάλο ποσοστό έχει αστικοποιηθεί/ απέκτησε πρόσβαση στην πληροφορία, τα πράγματα δεν είναι το ίδιο διαχειρίσιμα. Στο χονγκ κόνγκ δεν έπιασε διότι αν ήθελε η Κίνα θα το είχε συντρίψει στρατιωτικά σε δευτερόλεπτα. Και πάλι, κατανοώντας και τις αντιδράσεις και τις διαδηλώσεις για την πολιτική/κοινωνική κινεζοποίηση, τους έχει παραχωρηθεί δυσανάλογη με την ενδοχώρα "ελευθερία". Ακόμα και έτσι όμως, η ανεξαρτησία τι θα σημαίνει για τους κινέζους ταϊβανούς;; Τι θα σημαίνει για την αοζ;;αν αποφασίσει μια ανεξάρτητη ταϊβάν να φιλοξενεί ηπατζίδικες βάσεις με πυρηνικά πχ, θα το δεχθεί η Κίνα;; Σε τελική ανάλυση είναι χειρότερο το τωρινό καθεστώς από ένα μελλοντικό πόλεμο;; Υπάρχει και η λύση των μη δεσμευτικών δημοψηφισμάτων και πολλαπλά διπλωματικά επίπεδα όπως συμβαίνει και τώρα.
Όσο για τους άγγελους και τους διάβολους. Βέβαια και είναι όλοι διάβολοι. Δεν συναντιέσαι όμως με την πελόζι ούτε κάνεις βολτίτσες στις ηπα. Εκτός και αν ψήνεσαι να γίνεις η νέα χαβάη.
Αν ο Γιώργος απειλεί να σε δείρει, και ξέρεις ότι ο Γιάννης είναι εχθρός του Γιώργου, θα κάνεις παρέα με τον Γιάννη. Αν ο Γιώργος δεν θέλει να κάνεις παρέα με τον Γιάννη, αρκεί να σταματήσει να σε απειλεί.
Οι ΗΠΑ δεν έχουν βάσεις στην Ταϊβάν, το 1974 κλείσανε οι βάσεις που είχαν. Έκτοτε δεν έχει υπάρξει καμία συζήτηση για άνοιγμα αμερικάνικων βάσεων στην Ταϊβάν.
Εδώ στην Ανατολική Ασία υπάρχει μόνο μια χώρα που κάνει πολέμους: η Κίνα. Ενάντια στη Σοβιετική Ένωση, ενάντια στο Βιετνάμ, ενάντια στην Ινδία. Οπότε μην πέφτεις στην παγίδα της κινέζικης προπαγάνδας.
Έτσι κάνεις αυτό που κατηγορείς όμως. Συντάσσεσαι με τον δολοφόνο που επιλέγεις. Ψευτοδίλημμα είναι αυτό, ειδικά αν σκεφτείς πως:
Ο Γιάννης είναι αυτός που έφερε τους αμέσως προηγούμενους Γιώργους για να σε δέρνουν χρόνια
Ο Γιάννης σε χρησιμοποιεί και σήμερα ως δόλωμα, ενώ στο παρελθόν, σε πούλησε πολλάκις
Κανένας δεν σου εγγυάται ότι αν σταματήσει ο Γιώργος να σε απειλεί, ο Γιάννης θα φύγει ή θα σταματήσει να σε εκμεταλλεύεται.
Το ότι οι ηπα δεν έχουν βάσεις στην Ταϊβάν είναι, από αδιάφορο ως παραπλανητικό. Λογικά αν σκεφτείς, δεν θα μπορούσαν οι ηπατζήδες να έχουν βάσεις στο...έδαφος της Κίνας, έτσι δεν είναι? Επίσης, θα επρόκειτο για ξεκάθαρη κήρυξη πολέμου μία τέτοια ΈΣΤΩ πρόταση. Ακόμα και αν η Ταϊβάν ήταν πλήρως ανεξάρητο και κυρίαρχο κράτος, η φιλοξενία τέτοιων βάσεων θα επέφερε αντιδράσεις ψυχρού πολέμου και Κούβας-ηπα. Τέλος είναι παραπλανητικό διότι αν δεν το ξέρεις ήδη, ο Γιάννης έχει 9(!) βάσεις στο κυρίαρχο κράτος των Φιλιππίνων, ένα κράτος -πελώρια βάση (Γκουάμ), ένα ολόκληρο στόλο (!!) στην Ιαπωνία, και ανυπολόγιστο αριθμό χερσαίων και μη δυνάμεων (και πυρηνικά??) στη Ν.Κορέα. Οπότε με συγχωρείς, αλλά περικυκλωμένη είναι η Κίνα και όχι η Ταϊβάν.
Όσο για το ποιος έχει κάνει τους περισσότερους πολέμους στη περιοχή, θα έλεγα ότι είναι οι προ-προηγούμενοι δυνάστες της Ταϊβάν, το τραγικά συντηρητικό και οπισθοδρομικό κράτος (ή αυτοκρατορία?) της Ιαπωνίας. Αλλά ακόμη και αυτοί, δεν φτάνουν ούτε στο 1/10 τους πολέμους που έκανε, κάνει και σχεδιάζει να κάνει, ο Γιάννης. Η Ταϊβάν ζητάει προστασία από τον μεγαλύτερο δήμιο. Δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία, ελπίζω να μην το μάθει με τον δύσκολο τρόπο.
εχέμ, όταν το αετόπουλο που διοικεί το indopacom λέει ότι η «στρατηγική αποτροπής» δεν θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο από ειρηνική και 200 μέρικαν «τρέϊνερζ» αποβιβάζονται στην ταϊβάν, έχω την εντύπωση ότι ήρθε η ώρα του γκετ δε χελ άουτ οβ ντοντζ [δεν ξέρω πως θα έβλεπε η μερική την εγκατάσταση 200 中国人民解放军 στο πουέρτο ρίκο αλλά νομίζω δεν θα ήθελες να είσαι εκεί όταν συμβεί]
Πάντως αν ο λαός του Πουέρτο Ρίκο ήθελε τους 200 Κινέζους στρατιώτες να πάνε εκεί, εγώ θα υποστήριζα το λαό του Πουέρτο Ρίκο.
Ευχαριστούμε Βασίλη. Προσωπικά, περίμενα το σχόλιό σου.