Τι δύναται να λεχθεί και τι όχι, εν τέλει, στο δημόσιο λόγο, αλλά και η ίδια φύση του δημόσιου λόγου στην εποχή του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν βασικά διακυβεύματα της εποχής μας. Μάλιστα, αυτά τα ερωτήματα έρχονται, πλέον, με μεγαλύτερη ένταση να συνδιαμορφώσουν το αντινομικό πεδίο τόσο της αρχής της ελευθερίας της έκφρασης, όσο και της ίδιας της φύσης της λογοκρισίας, καταλαμβάνοντας θέσεις σε πολλές γκρίζες ζώνες μια συζήτησης η οποία πριν την σχεδόν καθολική επιβολή των φιλελεύθερων καθεστώτων στον δυτικό κόσμο, γινόταν με πολύ πιο σαφή όρια.
Και αυτό διότι η πολυδιάστατη μορφή που έχει λάβει η δημόσια σφαίρα στη σημερινή εποχή απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από το αρχέτυπο της λογοκρισίας έτσι όπως αυτό έχει εμπεδωθεί ιστορικά και κοινωνικοπολιτικά ως φαινόμενο. Έτσι, οι διακλαδώσεις που λαμβάνουν οι λογοκριτικές πρακτικές, αφενός είναι πολυσύνθετες, αφετέρου, παραμένουν, σε μεγάλο βαθμό, αχαρτογράφητες.
Ακόμα κυριαρχεί η πεποίθηση ότι η λογοκρισία, είτε κατασταλτική είτε προληπτική, προέρχεται αποκλειστικά από κάποια θεσμοθετημένη Αρχή, από μια λογοκριτική επιτροπή ή/και απευθείας από το ίδιο το κράτος, που προσπαθεί να επιβάλει αυταρχικά έναν μονοδιάστατο δημόσιο λόγο στους πολίτες, αποκλείοντας τους από το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης. Αυτό το αρχέτυπο λογοκρισίας έληξε, μεν, στην Ελλάδα στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, αλλά επειδή επαναφέρεται κατά καιρούς στη δημόσια σφαίρα στο πλαίσιο του φιλελεύθερου καθεστώτος, σίγουρα λιγότερο συστηματικά αλλά με αξιοσημείωτη ένταση, επισκιάζει τις υπόλοιπες μορφές που λαμβάνουν οι λογοκριτικές πρακτικές στα δημόσια μέσα.
Παραδείγματα κατασταλτικής και άτυπης προληπτικής λογοκρισίας έχουμε σε όλο το Μεταπολιτευτικό φάσμα, ενώ τα λογοκριτικά περιστατικά εντείνονται στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, και κορυφώνονται κατά την περίοδο της πανδημίας του κορονοϊού με τα σκληρά περιοριστικά μέτρα. Στην περίοδο της κρίσης, μάλιστα, παρατηρείται και το φαινόμενο της παρέμβασης εξωτερικών πολιτικών παραγόντων στη διαμόρφωση του δημόσιου λόγου εντός της Ελλάδας, με πολιτικές προσωπικότητες του εξωτερικού να καταγγέλλουν αντιμνημονιακές εφημερίδες, με τον ξένο τύπο να σχολιάζει δεόντως τα όσα δημοσιεύονται στον ελληνικό τύπο.
Με τη συμπόρευση της καθημερινής ενημέρωσης με το διαδίκτυο, η μετατροπή του δημόσιου λόγου σε ένα ευρύτερο πεδίο άπειρων δυνατοτήτων το οποίο είναι ανοιχτό και προσβάσιμο σε όλους μεταστοιχείωσε και την ίδια την ουσία του δημόσιου λόγου. Εάν γενικά στα παραδοσιακά μέσα του λόγου τα όρια του τι μπορεί να λεχθεί δημόσια και τι όχι είναι ασαφή, στο πλαίσιο του διαδικτύου είναι εξορισμού ανύπαρκτα, μέχρις ότου μια εξωτερικά οριοθετημένη δύναμη να τα καταστήσει πιο ορατά στους χρήστες. Προφανώς, υπάρχουν τρομερές διαφορές στις λογοκριτικές πρακτικές που επιβάλλονται σε μια εφημερίδα ή σε ένα ενημερωτικό site, από τη σκιώδη λογοκρισία που επιβάλλεται κατά καιρούς στο διαδίκτυο, και ειδικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου οι μαζικές αναφορές ή ακόμα και ο ίδιος ο αλγόριθμος, «εξαφανίζει» μια ανάρτηση ή ένα προφίλ.
Στην πρώτη περίπτωση έχουμε την χαρακτηριστική στιγμή του «κόφτη», όπως ονομάζει το φαινόμενο ο καθηγητής Δημήτρης Χριστόπουλος, δηλαδή είτε την κοπτοραπτική είτε την πλήρη απαγόρευση της δημόσιας έκφρασης, η οποία επιβάλλεται από συγκεκριμένους ανθρώπους και για συγκεκριμένες σκοπιμότητες. Στην περίπτωση των μέσω κοινωνικής δικτύωσης έχουμε μια «αόρατη αρχή» η οποία έχει ορίσει κάποιους αφηρημένους «κανόνες της κοινότητας», για τους οποίους κανείς δεν γνωρίζει επακριβώς κάτι πιο ειδικό μέχρι να φάει την καμπάνα, και επουδενί δεν αυτοπροσδιορίζεται ως λογοκρισία, ακόμα και όταν πρόκειται για εξόφθαλμη καταστολή της ελεύθερης έκφρασης.
Ένα ποίημα του Νίκου Γκάτσου, μια φωτογραφία από τον πόλεμο του Βιετνάμ, ένας διάσημος πίνακας ζωγραφικής ενός εμβληματικού ζωγράφου, ένα άρθρο γνώμης υπέρ της δικαίωσης των αιτημάτων του απεργού πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα, μια σατιρική σελίδα που υποτίθεται πως θίγει την ορθόδοξη πίστη ή ακόμα και μια πραγματική ή υποτιθέμενη προσβλητική ανάρτηση ενός δημοσίου προσώπου, όλα πολτοποιούνται ανεξέλεγκτα στους κόφτες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης κάτω από αυτούς τους αφηρημένους κανόνες, χωρίς καμία ουσιαστική εξήγηση και με σαφώς λογοκριτικά χαρακτηριστικά. Και, σε πολλές περιπτώσεις, χωρίς να δώσουν το δικαίωμα στα «θύματα», να υπερασπιστούν τις θέσεις τους, να ανοίξουν ένα γόνιμο διάλογο με το ίδιο το μέσο και να συνδιαμορφώσουν μαζί αυτούς τους περιβόητους κανόνες. Αντίθετα, σελίδες και προσωπικά προφίλ είτε χάνονται δια παντός, είτε υποβαθμίζονται και μέσω του αλγορίθμου, μειώνεται συστηματικά η δημοτικότητά τους.
Το παράδοξο είναι ότι η συγκεκριμένη συνθήκη που επικρατεί στα social media δεν γίνεται επαρκώς αντιληπτή ως λογοκρισία, ως ένα σαφές σημείο επαναφοράς μιας παραδοσιακής αυταρχικής πρακτικής, ειδικά μάλιστα σε περιπτώσεις όπου η ενημέρωση συνυφαίνεται με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η δημιουργία όμως ενός λογοκριτικού προηγούμενου, το οποίο επαναλαμβάνεται ως μοτίβο σχεδόν καθημερινά, στήνει ένα πρόσφορο έδαφος ανοχής προς ολοένα και μεγαλύτερο ψαλίδισμα, προς περισσότερη χρήση του «κόφτη». Η συσσώρευση μιας πληθώρας λογοκριτικών προηγούμενων τα οποία έμειναν ανεξερεύνητα και ανεξήγητα στη δημόσια σφαίρα, τείνει να καθιστά τη λογοκρισία ως κάτι συνηθισμένο, ως ακόμα μια μπαναλιτέ.
Κυρίως, όμως, δεν διερευνάται το πιο επίμαχο σημείο αυτών των λογοκριτικών πρακτικών, το οποίο είναι οι σχέσεις εξουσίας που έχουν αναπτυχθεί εντός του πολιτικού ανταγωνιστικού πεδίου. Όρια στο δημόσιο λόγο σαφώς και υπάρχουν, και αυτό αποτελεί θεμελιακό συστατικό της οποιασδήποτε κοινωνικής δομής. Επίσης, αυτά τα όρια διαμορφώνονται και μετατοπίζονται διαρκώς αναλόγως με τα πολιτικά διακυβεύματα της εκάστοτε εποχής, τις κοινωνικές διεκδικήσεις που ανατρέπουν τον κυρίαρχο εξουσιαστικό λόγο. Ο ρατσιστικός, σεξιστικός, ομοφοβικός λόγος μίσους, το «hate speech» που επιτίθεται σε πρόσωπα και σε κοινότητες, καλά κάνει και δοκιμάζει αυτά τα όρια της δημόσιας έκφρασης, και οι θυελλώδεις αντιδράσεις εναντίον του είναι ένα υγιές αντανακλαστικό μιας προοδευτικής κοινωνίας.
Για παράδειγμα, οι κριτικές αντιδράσεις στα σκίτσα της γαλλικής εφημερίδας Charlie Hebdo από περιθωριοποιημένες κοινότητες ή μειονότητες που θεωρούν ότι θίγονται άμεσα από αυτά, καθώς αναπαράγουν ρατσιστικά στερεότυπα που διακινδυνεύουν την εύρυθμη διαβίωση ή ακόμα και την επιβίωσή τους, αποτελούν άμεσες δημοκρατικές πρακτικές, που εν τέλει, επαναδιαπραγματεύονται αυτά τα όρια του δημόσιου λόγου στη σύγχρονή εποχή των κοινωνικών κινημάτων. Οι νομικές κυρώσεις, όμως, τα αιτήματα για να κλείσει η εφημερίδα ή να μην προβάλλεται το περιεχόμενό της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως έγινε πρόσφατα με το σκίτσο για τον σεισμό της Τουρκίας, υπερβαίνουν τα όρια της κριτικής και μετατρέπονται σε πραγματικά αιτήματα για λογοκρισία.
Σε μια κορύφωση της καταστολής της ελεύθερης έκφρασης, η πρωτοφανής τραγωδία που βίωσε η εφημερίδα αλλά και η ελευθερία του Τύπου γενικότερα με το μακελειό του 2015, όπου δολοφονήθηκαν 12 συντάκτες της εφημερίδας και τραυματίστηκαν άλλοι 11 από επίθεση εξτρεμιστών, αποτελεί μια σαφή ένδειξη των ανεξέλεγκτων διαστάσεων που μπορεί να λάβει η κοινωνική αγανάκτηση όταν εργαλειοποιηθεί από πολιτικούς και θρησκευτικούς φορείς, δηλαδή από κυρίαρχε εξουσιαστικές αρχές.
Οφείλει να υπογραμμιστεί, όμως, ότι ενώ κάθε μορφή λογοκρισίας προϋποθέτει μια μορφή πολιτικής παρέμβασης, σε καμία περίπτωση η οποιαδήποτε μορφή πολιτικής παρέμβασης δεν αποτελεί μια μορφή λογοκρισίας. Και αυτό πρέπει να γίνει σαφές, από τη στιγμή που το θολό πλαίσιο της περιβόητης «κουλτούρας της ακύρωσης» τείνει να εξισώνει πολλές φορές τις πολιτικές αντιδράσεις απέναντι σε έναν χαμερπή δημόσιο λόγο εναντίον ορισμένων κοινωνικών ομάδων ή απέναντι σε κεντρικά αφηγήματα, με την γενικευμένη αναστολή της ελεύθερης έκφρασης. Η ρύθμιση και ο υποτυπώδες έλεγχος του δημόσιου λόγου που έχει ως στόχο να διαμορφώσει την επικοινωνία, δεν προϋποθέτει απαραίτητα και την ενδεχόμενη κηδεμονία αυτής της επικοινωνίας, ειδικά όταν πρόκειται για αναπαραγωγή προσβλητικού λόγου που θέτει σε κίνδυνο άτομα ή κοινωνικές ομάδες.
Αποτελεί τακτική, γενικά, του ακραίου λόγου να εργαλειοποιεί τον όρο της λογοκρισίας όποτε δέχεται μια κριτική ή μια πολιτική παρέμβαση που καταδεικνύει το φαινόμενο, αλλοιώνοντας τοιουτοτρόπως την ίδια τη βαρύτητα που εμπεριέχει αυτός ο όρος. Ακριβώς σε αυτή τη βαρύτητα του χαρακτηρισμού μιας κριτικής ως λογοκρισίας είναι που ποντάρουν όσοι τον χρησιμοποιούν αυθαίρετα για να στρέψουν την προσοχή του κοινού από το κεντρικό διακύβευμα που είναι το ίδιο το περιεχόμενο της έκφρασης του ακραίου λόγου, σε μια πλασματική διεκδίκηση του δικαιώματος να εκφέρεται αυτός ο λόγος δημόσια.
Έτσι, πετώντας τη μπάλα στην εξέδρα, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες και διάφορα δημόσια πρόσωπα, εξεγείρονται με τις αντιδράσεις που δέχονται όταν εκφράζουν λιβέλους εναντίον προσώπων ή κοινωνικών ομάδων, μειονοτήτων ή γενικά μη προνομιούχων υποκειμένων, εξισώνοντας το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης με το ατομικό δικαίωμα στο να είναι κάποιος κάθαρμα στη δημόσια σφαίρα. Ο ακραίος λόγος συγχέεται βολικά με την πολιτική παρέμβαση, ο λίβελος με την δημιουργική κριτική, η ενημέρωση με την προπαγάνδα, και κάθε κριτική αντίδραση βαφτίζεται σκόπιμα ως λογοκρισία, με αποτέλεσμα τα πάντα να αποτελούν λογοκρισία και ταυτοχρόνως, τίποτα να μην είναι λογοκρισία.
Μέσα σε ένα τόσο αντιφατικό πλαίσιο, οι σχέσεις εξουσίας που αναπτύσσονται γίνονται εξίσου αφηρημένες, δύσκολα ιχνηλατούνται και ακόμα πιο δύσκολα, αναλύονται και καταδεικνύονται ως τέτοιες. Αντίστοιχα, τα υποκείμενα μπορούν να ταυτόχρονα να αντιστέκονται στη λογοκρισία και να είναι τα ίδια φορείς λογοκρισίας, να είναι θύματα λογοκρισίας και ταυτόχρονα να δημιουργούν καινούριες λογοκριτικές πρακτικές, ανάλογα με την εκάστοτε συγκυρία, διαμορφώνοντας φαντασιακά ένα νέου τύπου κοινωνικό συμβόλαιο όπου για να παραχθεί πρωτότυπος δημόσιος λόγος πρέπει πρώτα να ανασταλεί η κυριαρχία του προηγούμενου.
Αυτές οι αντιφάσεις και οι αντινομίες που εμπεριέχουν οι σύγχρονοι λογοκριτικοί μηχανισμοί, αναδεικνύουν το ερώτημα εάν υπάρχει καλή και κακή λογοκρισία στη δημόσια σφαίρα, λαμβάνοντας, εν τέλει, ως δεδομένη και απαραίτητη την ύπαρξη κάποιου είδους λογοκρισίας.
Σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, όμως, όσο υπερτονισμένο και αν είναι το ατομικό δικαίωμα στην προσβολή, νομοτελειακά σε κάποια φάση θα προσκρουστεί στο συλλογικό δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης, στο δικαίωμα της ελεύθερης κριτικής, με τα όρια να ξεφεύγουν από τα στεγανά που θέτει το εκάστοτε νομοθετικό πλαίσιο και να μετατρέπονται σε πολιτικό διακύβευμα.
Ακολούθως, η κατάχρηση του ατομικού δικαιώματος στην προσβολή, αποτελεί και αυτή με τη σειρά της ένα έμμεσο αίτημα να τοποθετηθεί «κόφτης» σε οποιαδήποτε κριτική υποτίθεται ότι προσβάλλει ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων. Ειδικά στο πλαίσιο των μέσω κοινωνικής δικτύωσης, η λογοκρισία έχει λάβει διαστάσεις ενός εντελώς πλασματικού «δημοκρατικού» δικαιώματος που μπορεί να είναι από ένα κάλεσμα σε μαζικές αναφορές προφίλ και αναρτήσεων, μέχρι την αποστολή ακατανόητων εξωδίκων και την απαίτηση νομικών κυρώσεων.
Αν σε οτιδήποτε λέγεται δημόσια υπάρχει εδραιωμένος ο φόβος της δαμοκλείου σπάθης μια μήνυσης, ενός εξώδικου, και κυρίως, μιας σύλληψης από την αστυνομία, όπως έγινε πρόσφατα στην περίπτωση του Πέτρου Τατσόπουλου, τότε ο δημόσιος λόγος και η ελευθερία της έκφρασης έχει ήδη περιοριστεί χωρίς να χρειάζεται να υπάρχει μια θεσμοθετημένη λογοκριτική επιτροπή που να βάζει κόφτες όπου θεωρεί ότι χρειάζονται. Οι κόφτες μπαίνουν από μόνοι τους μέσω των γενικευμένων απειλητικών εκβιασμών και της εκούσιας ή ακούσιας αυτολογοκρισίας, δημιουργώντας εξίσου αποκοινωνικοποιημένες διαδικασίες επαναδιαπραγμάτευσης των δημοκρατικών ορίων με εντελώς εξατομικευμένο πρόσημο.
Αφαιρώντας από την κοινότητα το δικαίωμα κρίσης όσον αφορά μια δημόσια θέση, αφαιρείται ταυτόχρονα και το δικαίωμα από τα δρώντα υποκείμενα να αντιληφθούν την ίδια την πραγματικότητα τους, η οποία παρουσιάζεται συνεχώς αλλοιωμένη και παραποιημένη, κατακερματισμένη και μετέωρη, μια χαζοχαρούμενη παιδική χαρά προορισμένη για ενήλικες που προσλαμβάνονται γενικευμένα ως ανίκανοι να διαχειριστούν επαρκώς ακόμα και την ίδια τους τη σκέψη.
Εντός του πλαισίου των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία εύκολα μπορούν να λάβουν τη μορφή «echo champers», αυτό μετασχηματίζεται εύκολα τόσο σε παραπληροφόρηση, όσο και σε προπαγάνδα, με τους χρήστες να διψάνε για ολοένα και περισσότερη λογοκρισία, να προσπαθούν με κάθε τρόπο να επιβάλλουν το δικό τους φουκωϊκό «καθεστώς αλήθειας», εξαφανίζοντας όχι μόνο οτιδήποτε «παραβιάζει» τους «όρους της κοινότητας» αλλά, με έναν ακραία δυστοπικό τρόπο, οτιδήποτε απλά δεν τους αρέσει.
Μέσα σε μια τέτοια κατάσταση, οι ήδη υφιστάμενες, άτυπες λογοκριτικές επιτροπές, δεν είναι εξωπραγματικό να καταλήξουν και επίσημες.
Προτεινόμενη βιβλιογραφία:
Ζιώγας, Γ., Καραμπίνης, Λ., Σταυρακάκης, Γ. και Χριστόπουλος, Δ. (2008). Όψεις Λογοκρισίας στην Ελλάδα. Αθήνα: Νεφέλη
Καρουζάκης, Γ. (2007). Σε γνωρίζω από την κόψη του ψαλιδιού την τρομερή. Ελευθεροτυπία. 4/6/2007.
Παπανικολάου, Μ. (2009). Καλλιτεχνική, κοινωνική και πολιτική λογοκρισία. Οι “περιπέτειες” της τέχνης της πρωτοπορίας στον 20ό αιώνα. Στο: Η τέχνη του 20ού αιώνα: Ιστορία-Θεωρία-Εμπειρία. Θεσσαλονίκη: Γ’ Συνέδριο Ιστορίας της Τέχνης, σσ.479-488.
Πετσίνη, Π. και Χριστόπουλος, Δ. (2016) Η λογοκρισία στην Ελλάδα. Αθήνα: Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ
Τάκης, Α. (2008). Για την ελευθερία της τέχνης, Δοκίμιο πολιτικής και συνταγματικής θεωρίας. Αθήνα: Σαββάλας.
Φουκό, Μ. (1987). Εξουσία, γνώση και ηθική. Αθήνα: ύψιλον.
Χατζηστεφάνου, Α. (2022). Προπαγάνδα και παραπληροφόρηση. Αθήνα: Εκδόσεις Τόπος
Χριστόπουλος, Δ. (2013). Ο Θεός δεν έχει ανάγκη εισαγγελέα: Εκκλησία, βλασφημία και Χρυσή Αυγή. Στο: Δ. Χριστόπουλος, επιμ., Ο Θεός δεν έχει ανάγκη εισαγγελέα. Αθήνα: Νεφέλη, σσ.9-16