Το σχόλιό του αγγίζει ένα σημείο ευαίσθητο για μένα, σε ένα πολύ καλογραμμένο και διεισδυτικό κείμενο. Γράφει: “Τι είναι σήμερα πολιτικό – να ένα ερώτημα στο οποίο μετεωρίζονται οι αμφισημίες του βιβλίου του Πουλή”.
Και συνεχίζει ρωτώντας:
“Δεν καταγράφει, απρόσμενα για έναν άνθρωπο του πιο ενεργού δημόσιου λόγου, μια μελαγχολική υπαναχώρηση από προτάγματα και συλλογικές στρατεύσεις; […] δεν βρίσκεται άραγε κανείς ενώπιον μιας αναστολής του ίδιου του πολιτικού βλέμματος;”
Η μονολεκτική απάντηση είναι πως, ναι, κατά την άποψή μου ισχύουν όλα αυτά. Την ίδια στιγμή, συμβαίνει το εξής παράξενο: Δεν μπορείς να γυρίσεις την πλάτη στον εαυτό σου. Ένας άνθρωπος που γυρίζει την πλάτη στον εαυτό του, απλώς κοιτάζει από την άλλη. Έτσι λοιπόν, την ώρα που εγώ στρέφω το βλέμμα μου μακριά από το περιβάλλον των συλλογικών διεκδικήσεων, βάζω ενδεχομένως τον αναγνώστη να σκεφτεί ότι εδώ θα υπάρξει μία άλλη διαπραγμάτευση της πολιτικής, που συνδιαλέγεται με αυτόν τον περίκλειστο ιδιωτικό χώρο, την ηρώων για τους οποίους ο Ηλίας γράφει ότι “η διαφορετικότητά τους είναι άηχη διότι δεν ανεβαίνει στη σκηνή καμιάς συλλογικής διεκδίκησης”.
Ο αναγνώστης δεν σταματά αναγκαστικά να κοιτάζει την πολιτική διαβάζοντας τα διηγήματά μου – παρατηρεί την απουσία της, σαν ξαφνικά να λείπει το ψυγείο από την κουζίνα. Βλέπει ένα κενό. Αυτό καταλαβαίνω ότι συμβαίνει στο κείμενο του Ηλία και αυτό προσπαθώ να σκεφτώ.
Αυτή η αναστολή του πολιτικού βλέμματος που περιγράφει είναι νομίζω μια ορθή διαπίστωση. Το κεντρικό ερώτημά του είναι τι συνιστά πολιτική στο βιβλίο μου. Υπάρχει για μένα ένα μεγάλο κομμάτι της ανθρώπινης εμπειρίας που βεβαίως πάντοτε διαμεσολαβείται από το συλλογικό, αλλά συγκροτείται από πάθη και καημούς που ανήκουν πιο ταιριαστά στον μοναχικό λυγμό παρά σε ψηφοφορίες και συνελεύσεις. Όμως το ερώτημα τι ακριβώς είναι πολιτική, υπονοεί πως δεν μιλάμε μόνο για συνελεύσεις. Μια δόση πολυκαιρισμένου Μάη του ’68 μάς έχει προικίσει με τη φράση ότι “όλα είναι πολιτική”, που είναι τόσο πλατιά γενίκευση που σίγουρα δεν βοηθάει την κουβέντα. Η έγνοια μου εδώ είναι να μιλήσω για το πώς αυτά τα μεγάλα θέματα πάνε και κάθονται στο κεφάλι ενός μοναχικού ανθρώπου.
Παρακολουθώ κάτι που προφανώς συνιστά μία συλλογική συνθήκη, για παράδειγμα πώς οι άνθρωποι του διαδικτύου είναι άνθρωποι χωρίς σώμα. Προσπαθώ όμως να πάω να πιάσω το μέτωπο ενός από αυτούς και να του μετρήσω τον πυρετό, όχι να κάνω στατιστικές. Και από αυτή την άποψη έχει πολύ δίκιο ο Ηλίας όταν επικαλείται το θέατρο δρόμου και γράφει για μια “ειδική σωματική εκφραστική” που συγγενεύει με την παντομίμα, στα διηγήματά μου.
Γιατί το κορμί είναι η έσχατη αλήθεια του ατομικού βιώματος. Αν θα έχω φάρμακα ή παρηγοριά είναι υπόθεση και των άλλων. Αν πονάω όμως είναι πρώτα από όλα υπόθεση δική μου.
Νιώθω ότι η δουλειά της λογοτεχνίας είναι να προσγειώνει τη γενική συνθήκη στον τρόπο με τον οποίον βιώνονται τα πάθη από αληθινούς ανθρώπους. Διαφορετικά πρόκειται για στοχασμό, του οποίου φυσική κατοικία είναι προφανώς το δοκίμιο ή η μελέτη.
Πολλά από αυτά τα διηγήματα έχουν έναν χαρακτήρα ψευδοδοκιμιακό. Είναι γεμάτα πληροφορίες, έχουν πολύ λίγους διαλόγους και παρουσιάζουν μία μορφή “αφελούς επιστήμης”, μπορώ να πω. Έναν απλοϊκό στοχασμό, όπως συμβαίνει στους μονολόγους του ήρωα που συνεχώς νιώθει την ανάγκη να παρκάρει στην πρώτη κενή θέση που θα βρει και έτσι τελικά αδυνατεί να μετακινηθεί.
Ας πάρουμε αυτό το παράδειγμα. Αν πάρουμε κατά γράμμα τον στοχασμό του ήρωα και θεωρήσουμε ότι το όλο διήγημα συνιστά μία αλληγορία για το σύνδρομο της τελευταίας ευκαιρίας, εγώ θα έχω γράψει κατά λάθος διήγημα, γιατί θα ήθελα να μιλήσω για κάτι θεωρητικό, και ο αναγνώστης θα αποκομίσει την εντύπωση πώς πρέπει ή δεν πρέπει να αφήνει κενή μία θέση πάρκινγκ. Η δική μου προσπάθεια όμως είναι ο σπινθήρας που παράγεται από την συνάντηση αυτής της αφελούς θεωρητικής αγωνίας, με ένα πραγματικό, βιωμένο άγχος.
Η σκέψη μου έχει δύο άξονες, έναν ηθικό, που αποφασίζει για το σωστό, και έναν πιο προσωπικό, που αποφασίζει τι αντέχει να κάνει ο καθένας μας και τι μπορεί να νιώσει.
Αυτό το “εγκώμιο του λιγοστού” επιχειρεί να σκεφτεί θέματα που πάντοτε με βασανίζουν, όπως είναι η συκοφαντία στα δύο διηγήματα με ήρωες παιδιά, ένας κόσμος που κατοικείται μόνο από πράγματα και είναι άδειος από νόημα, στο ΙΚΕΑ, η αμφιθυμία μου απέναντι στην ανθρώπινη μετριότητα και το φαινόμενο της συγκατάβασης, στη φραγκόκοτα, με τα υλικά που παρέχουν όμως τα ίδια τα πράγματα, όχι μόνο οι ιδέες. Γίνομαι έτσι λίγο ορνιθολόγος στο διήγημα για τη φραγκόκοτα, όπως ο Μπουνιουέλ έλεγε ότι είχε σκαρί εντομολόγου.
Είχα γράψει κάποια στιγμή, κάπου στα μέσα της δεκαετίας της κρίσης, μια εισήγηση για τη λογοτεχνία της κρίσης στην Ελλάδα. Έλεγα εκεί (περ. Σημειώσεις, τ. 82), ότι προς αμοιβαίο όφελος της λογοτεχνίας αλλά και της πολιτικής, καλύτερα είναι να μην ασκούμαστε και στις δύο ταυτοχρόνως. Η καθημερινή τριβή με την επικαιρότητα τα τελευταία χρόνια με έχει πιέσει να το σκεφτώ πιο έντονα αυτό.
Δεν ξέρω καθόλου τι πρέπει να κάνει η λογοτεχνία ή οι λογοτέχνες, αλλά θα ήθελα τουλάχιστον εγώ να επιχειρώ πάντα να φωτίζω ένα κομμάτι της ανθρώπινης εμπειρίας που υπερβαίνει τις επικαιρικές μέριμνες. Δεν είναι ατομικό και δεν είναι ανεξάρτητο από τι άνθρωποι είμαστε, αν μας νοιάζουν οι άλλοι, αν τους πονάμε ή τους χρησιμοποιούμε. Αντιλαμβάνομαι ότι όλα αυτά μας τοποθετούν στις παρυφές μιας συζήτησης πολιτικής. Ωστόσο η αρχική μου μέριμνα είναι να σταθεί το μάτι μας σε μια εικόνα ομορφιάς, συγκίνησης, γέλιου, μιας ευφρόσυνης αγαθότητας, παιδικής σχεδόν, που αντλεί από τον πλήρη ορίζοντα των εμπειριών μας.