Ο προφανής δεν είναι άλλος από το γεγονός ότι η κυβερνητική αναπαράσταση της πραγματικότητας συγκρούεται πρόδηλα και κατά μέτωπον με την ίδια την πραγματικότητα στην –ασφαλώς υπαρκτή– αντικειμενική της υπόσταση: όπως δεν είναι δυνατόν να αποδώσει κάποιος έναν σκουπιδότοπο ως παραθεριστικό θέρετρο, έτσι δεν είναι δυνατόν και να ισχυριστεί ότι η τραγωδία των Τεμπών οφείλεται «κυρίως σε τραγικό ανθρώπινο λάθος», όπως έκανε ο έως πρότινος υπερόπτης πρωθυπουργός. Ανακύπτουν εδώ και άλλα στοιχεία περί της ανάλυσης της αιτιότητας που δεν υπάρχει χώρος να εξηγηθούν (υπάρχει αίφνης η προσέγγιση της «αιτιώδους αλληλουχίας» [path dependence] που δεν αρκείται ποτέ στη διερεύνηση του τελευταίου μόνο κρίκου της αιτιώδους αλυσίδας), αλλά η παρουσίασή τους θα μας πήγαινε μακριά, και πάντως σε τόπους που οι «άριστοι» των κυρίαρχων ούτε γνωρίζουν, ούτε και θα μπορέσουν ποτέ να επισκεφτούν.
Στρέφοντας, ως εκ τούτου, την προσοχή μας στον άλλον, τον λιγότερο προφανή παράγοντα, πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί τα πήγε τόσο άσχημα η κυβερνητική προπαγάνδα με δεδομένη την μιντιακή της υπεροπλία; Εξηγείται άραγε από το ίδιο το γεγονός της τραγωδίας που είναι τόσο τραυματικό; Ίσως και να εξηγείται, όμως κάτι τέτοιο δε φαίνεται να ίσχυσε στην περίπτωση των τόσων καταστροφών που ειδικά αυτή η κυβέρνηση έχει σωρεύσει στο θλιβερό ενεργητικό της. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τους 35 χιλιάδες νεκρούς της πανδημίας (για τους οποίους έφταιγαν οι πολίτες, κυρίως οι νέοι) συνδυαστικά με τη στοχευμένη διάλυση του ΕΣΥ; Τα εκατομμύρια στρέμματα που κάηκαν το καλοκαίρι του ’21 (για τα οποία έφταιγε το κλίμα); Τον πληθωρισμό της κερδοσκοπίας (για τον οποίο έφταιγε ο πόλεμος της Ουκρανίας); Για να μη μιλήσει βέβαια κανείς για τις παρακολουθήσεις… Είχαμε ενδεχομένως και εκεί πάνδημη οργή, δεν είχαμε όμως κοινωνική ενεργοποίηση, όπως έχουμε τώρα, την επαύριο της τραγωδίας των Τεμπών. Υπάρχει βέβαια –όπως ήδη υπαινίχθηκα– το απτό ανθρώπινο δράμα που αγγίζει κάθε εχέφρονα άνθρωπο, όμως ο κύριος λόγος (ο λιγότερο προφανής παράγοντας) είναι οι πολύμορφες κινηματικές δράσεις που ξέσπασαν σε άμεσο χρόνο, με την πολύτιμη πρωτοβουλιακή συμβολή των κινηματικών οργανώσεων και των δικτύων επιρροής τους. Οι δράσεις αυτές ήταν που ανέδειξαν το εναλλακτικό αφήγημα –το ότι η ιδιωτικοποίηση σκοτώνει εκ προμελέτης για να αυξηθούν οι κερδοφορίες– εμψυχώνοντας και εκφράζοντας τους ανθρώπους της καθημερινότητας, καταδεικνύοντας τους πραγματικούς ενόχους [attribution of blame], και ασκώντας πίεση στους –κατά βάση– θεσμικούς συνδικαλιστικούς φορείς. Αυτός είναι ο μείζων παράγοντας που εξηγεί την τωρινή ελπιδοφόρα ενεργοποίηση, το στοιχείο που πριν έλειπε και τώρα, ως διαλεκτική αντίθεση, υπάρχει και καλείται να διαδραματίσει τον κρίσιμο ρόλο της κλιμάκωσης των αντιστάσεων.
Δεν είναι βέβαια η ώρα για μακροσκελείς θεωρητικές αναλύσεις, όμως η Συγκρουσιακή Πολιτική ως ερευνητικός κλάδος έχει κι αυτή κάτι να εισφέρει στην πραξιακά προσανατολισμένη αποτίμηση αυτής της κρίσιμης διαδικασίας κλιμάκωσης, επί τη βάσει κυρίως της ιστορικής εμπειρίας. Ανακύπτουν εδώ μια σειρά διαστάσεις (μεταβλητές κατά την ορολογία των μελετητών) που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής.
Στο διάβα της ιστορίας, τα κράτη (που καταστατικά θεσμοποιούν και επιδιώκουν την κανονικοποίηση μεταβαλλόμενων μορφών κυριαρχίας) προσπαθούν πάντα να ανεβάσουν το «κόστος δράσης», τους κινδύνους που ενυπάρχουν και βιώνουν όσες και όσοι μετέχουν σε συλλογικά εγχειρήματα διαμαρτυρίας και διεκδίκησης: το είδαμε την Κυριακή με το όργιο των ΜΑΤ-Δράσης (που, χωρίς να είναι η πρώτη φορά, έφτασαν να πετάξουν δακρυγόνα και στο μετρό) –είναι κάτι σε όλες και όλους γνωστό. Όμως υπάρχει και το «κόστος της αδράνειας» –αυτό για το οποίο οι πολίτες ανησυχούν ή οφείλουν να ανησυχούν αν δεν αναλάβουν δράση. Η μάχη που διεξάγεται εδώ αφορά και πάλι αφηγήματα και αναγνώσεις της πραγματικότητας: τι είναι πιο επικίνδυνο; Να αντιμετωπίσει κάποιος/-α τις δυνάμεις καταστολής ή να ταξιδεύει με το τρένο παίζοντας τη ζωή του/της και των παιδιών του κορώνα-γράμματα (για να μην αναφερθούμε στην προδιαγεγραμμένη φτωχοποίηση, την εργασιακή επισφάλεια, τον εν γένει ζόφο της εξακολουθητικής εσωτερικής υποτίμησης); Οι κινηματικοί δρώντες και τα αριστερά κόμματα (όσα είναι πράγματι αριστερά) καλούνται προφανώς να προβάλλουν και αναδείξουν το δεύτερο –διότι είναι σαφές ότι το κόστος της αδράνειας δεν θα το αναδείξει κανένα ΜΜ«Ε».
Συνάρτηση της συνεκτικότητας του λόγου που οι κινηματικοί δρώντες θα εκπέμψουν είναι δυο επιμέρους παράγοντες, μεταξύ τους αλληλένδετοι αν και διαφορετικοί. Ο πρώτος αφορά το βαθμό υποστήριξης που η κινητοποίηση απολαμβάνει στην κοινωνία: το αν αυτή θα είναι μεγάλη/αυξανόμενη ή μικρή/φθίνουσα. Το στοιχείο αυτό φαντάζει εκ πρώτης όψεως «αντικειμενικό», όμως δεν είναι ή, πάντως, δεν είναι μόνο αντικειμενικό: έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με την ποιότητα και το βάθος των επιχειρημάτων που θα κατατεθούν, καθώς και με το χρονισμό (το τάιμινγκ όπως μάθαμε να λέμε) της κατάθεσής τους. Αν στους τομείς αυτούς η παρέμβαση είναι επιτυχής, διασφαλίζεται και η επίτευξη ενός άλλου –δευτερογενούς πλην απολύτως κρίσιμου– παράγοντα, η υπεροπλία στο ισοζύγιο ισχύος κινηματικών συμμάχων και αντιπάλων. Έχουμε να κάνουμε εδώ με την πρόκληση διαμόρφωσης της δημόσιας σφαίρας, την επιδίωξη διάρρηξης της κυρίαρχης-καθεστωτικής συγκάλυψης. Αν ο εκπεμπόμενος λόγος είναι εμπεριστατωμένος, ανακύπτουν και ανακαλύπτονται τότε πολύτιμες φωνές συμπαράστασης που, σε άλλες περιστάσεις ίσως κανείς να μην τις υποπτευόταν. Είχαμε στις μέρες μας άφθονα τέτοια παραδείγματα: από δικηγορικούς συλλόγους, ομάδες κοινωφελούς δραστηριοποίησης και προσωπικότητες του δημόσιου βίου, μέχρι τα πανό που αναρτήθηκαν σε όλα σχεδόν τα γήπεδα.
Όμως ο μείζων παράγοντας, αυτός που –σε τελική ανάλυση– κάνει τη διαφορά, είναι ό,τι στη Συγκρουσιακή Πολιτική αποκαλούμε κινηματικές προσδοκίες –που, για να το αποδώσει κανείς, αρκεί να αναλογιστεί την ακροτελεύτια πρόταση του Κομουνιστικού Μανιφέστου: «Οι προλετάριοι δεν έχουν να χάσουν τίποτα, εξόν από τις αλυσίδες τους. Και έχουν έναν κόσμο ολόκληρο να κερδίσουν». Η έμφασή μου είναι στην τελευταία φράση, στην προσδοκία ενός κόσμου που μπορεί να ξεκινήσει να χτίζεται, όχι στο μακρινό μέλλον, αλλά από αύριο. Αυτός είναι ο περί ου ο λόγος «μείζων παράγοντας» –αυτός που κάνει τη διαφορά ανάμεσα στην κλιμάκωση και τη σταδιακή υποχώρηση (όσο και αν κάθε υποχώρηση αφήνει παρακαταθήκες). Ναι, η κυβέρνηση αυτή πρέπει να φύγει, όμως πρέπει και να βγούμε και από τις μνημονιακές υποχρεώσεις που, μέχρι το 2060, θα έχουν ερημώσει πλήρως τη χώρα. Ναι, η κυβέρνηση αυτή πρέπει να φύγει, όμως δεν αρκεί και δεν θέλουμε μιαν άλλη δήθεν Αριστερή κυβέρνηση που, αντιποιούμενη τα κινηματικά σύμβολα, τα οράματα και τις δράσεις, θα δίνει διαπιστευτήρια σε επίορκους τραπεζίτες και σκοτεινά επενδυτικά συμφέροντα. Και, ναι, το εγχείρημα είναι μεν πρωτίστως ελληνικό, όμως δεν περιορίζεται στην Ελλάδα –απηχεί και τις αγωνίες εκατομμυρίων στην Ευρώπη και διεθνώς.
Στον τομέα αυτό, στο πώς μια άλλη, πραγματικά δημοκρατική κοινωνία που θα αίρει την εκμεταλλευτική σχέση μπορεί να ξεκινήσει να οικοδομείται από αύριο, οφείλουν να δώσουν απαντήσεις οι ανιδιοτελείς πολιτικοί δρώντες, ατενίζοντας οραματικά το αύριο όντας όμως γερά γειωμένοι στο σήμερα. Να προσδιορίσουν το περιεχόμενο αυτής της άλλης μέρας έλλογα, επίμονα και υπομονετικά, βήμα-βήμα –όπως καιρό τώρα κάνει το ΜέΡΑ25 με τα μεταβατικά του αιτήματα καθώς και το σύνθημα «Όλα μπορούν να είναι αλλιώς». Να προσδιορίσουν επίσης τις ειδικές διεκδικητικές δράσεις που απαιτούνται στη μεταβαλλόμενη συγκυρία (λ.χ., την ανάγκη άμεσου καλέσματος γενικής απεργίας όχι ως ντουφεκιά στον αέρα αλλά με καλά μελετημένο σχέδιο κλιμάκωσης) –όπως κάνουν ή οφείλουν να κάνουν οι κινηματικές οργανώσεις.
Αυτή η προσδοκία μιας επόμενης μέρας χωρίς εκμετάλλευση συγκαταλέγεται στις αναγκαίες συνθήκες της κλιμάκωσης και καλεί για μια ειλικρινή συμπόρευση όσων πραγματικά την επιθυμούν. Μέσα στις δύσκολες περιστάσεις, το εγχείρημα, εκτός από επιτακτικό, είναι δυνάμει και ιστορικό.
Ο Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge και Διευθυντής του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής (https://lcp.panteion.gr/)