του Χρήστου Λάσκου
Παίρνω εξαρχής θέση. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου πού βρίσκομαι στην αριστερή κατάταξη, στο αριστερό chart, που λέει ο λόγος. Είμαι, ωστόσο, σχεδόν πεπεισμένος πως το μικρότερο κακό είναι, σε συγκεκριμένες συνθήκες, όπως και οι τωρινές, μεγάλο κακό. Πολλές φορές το μικρότερο κακό αποδεικνύεται το μεγαλύτερο κακό.
Όπως, επίσης, είμαι σχεδόν πεπεισμένος πως ο αριστερισμός έχει ιστορικά κάνει μικρότερο κακό από όσο ο μπλερισμός -και όχι μόνο. Για να μιλήσωμε «παρωχημένους» όρους, ο σοσιαλδημοκράτης Νόσκε έβλαψε πολύ περισσότερο τον κόσμο της εργασίας σε σχέση με τον Πάνεκουκ.
Γιατί τα λέω, όμως, αυτά; Έχουν καμιά αξία από την σημερινή προοπτική; Νομίζω πως έχουν και παραέχουν.
Ζούμε, εδώ και καιρό, σε μια περίοδο διαρκώς επιδεινούμενης κατάστασης για την κοινωνική πλειοψηφία. Η πολυκρίση του καιρού μας συνεχώς χειροτερεύει και η κυρίαρχη τάξη τη διαχειρίζεται, όλο και περισσότερο, σε βάρος των «μικρών ανθρώπων». Μετατρέποντας τους, μάλιστα, σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς, σε «περιττούς» πληθυσμούς. Η κοινωνική εξέλιξη κινείται σε δυστοπικούς, ακραία ζοφερούς δρόμους και χωρίς να φαίνεται η παραμικρή ελπίδα αναστροφής της κατάστασης από το «εσωτερικό» του συστήματος. Το establishment αισθάνεται πανίσχυρο και δεν έχει κανένα λόγο να αλλάξει την πολιτική, που το έκανε πανίσχυρο.
Ο νεοφιλελευθερισμός θα παροξύνεται και όσοι βλέπουν κεϊνσιανά όνειρα, όλο και περισσότερο, αποδεικνύεται πως είναι μακριά νυχτωμένοι. Αυτό που ονομάστηκε σοσιαλδημοκρατική -κεϊνσιανή συναίνεση είχε ως συνθήκη τον -υστερικό, πολλές φορές, -φόβο των κυρίαρχων τάξεων απέναντι στην πολύ αληθοφανή, για μεγάλο διάστημα, απειλή της σοσιαλιστικής επανάστασης και τους θετικούς όρους, που αυτή η συνθήκη διαμόρφωνε για αληθινές και καίριες μεταρρυθμίσεις υπέρ της εργαζόμενης πλειοψηφίας. Το καταστατικό δίλημμα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση» είχε, σε μεγάλο βαθμό, κριθεί. Κι όσο κι αν φαίνεται παράδοξο είχε κριθεί υπέρ αυτών που «ήταν με την επανάσταση» -ήταν ακριβώς η επανάσταση, ως βάσιμη απειλή, που έκανε εφικτές τις μεταρρυθμίσεις.
Αυτό δεν είναι ούτε «επαναστατικό» ούτε «πολύ αριστερό» συμπέρασμα. Η πραγματική ιστορία του χειραφετητικού κινήματος το κάνει εντελώς εύλογο.
Σκεφτείτε μόνο ότι «τότε», ακόμη και οι μετριοπαθείς δυνάμεις του εργατικού κινήματος, προέτασσαν ως στόχο τον ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό και μιλούσαν, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, αντι-καπιταλιστικά.
Σήμερα, τίποτε από αυτά δεν ισχύει. Ο κόσμος περιδινίζεται, για πολύ καιρό τώρα, στο πλαίσιο διαδοχικών εκφάνσεων, αυτόνομων, αλλά και συνδυασμένων κρίσεων, οικονομικών, επισιτιστικών, ενεργειακών, γεωπολιτικών, υπό την απειλή, ακόμη και χρήσης πυρηνικών. Οι απειλές, δε, είναι ακόμη τρομερότερες, με την κλιματική καταστροφή να κάνει τις διακινδυνεύσεις αποκαλυψιακού χαρακτήρα.
Έχω τη γνώμη πως «μετριοπαθείς» απαντήσεις δεν υπάρχουν. Πρέπει να μιλάμε, διαρκώς, για καπιταλισμό και να τον δείχνουμε ως τον θεμελιώδη υπαίτιο όλων των δεινών. Η συσσώρευση με μόνο κίνητρο το κέρδος είναι συνταγή για Αρμαγεδδώνες. Η βαρβαρότητα είναι ήδη εδώ.
Η αίσθηση του επείγοντος είναι η μόνη ορθολογική. Σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι εφικτή κανενός είδους «καλύτερη διαχείριση.
Και η Αριστερά; Θεωρεί πως κρύβοντας τον «ριζοσπαστισμό» της θα έχει κέρδη -εκλογικά, όχι τίποτε άλλο. Στα καθημάς, π.χ., για τον ΣΥΡΙΖΑ, ο κοινωνικός μετασχηματισμός έγινε θεσμικός ανένδοτος (sic),που θα τους ταράξει στη νομιμότητα. Άλλωστε, έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη στην ταξική δικαστική εξουσία, τον πυρήνα του καπιταλιστικού κατασταλτικού κρατικού μηχανισμού. Γι’ αυτό δεν αναφέρουν ποτέ την κομμουνιστική τους προέλευση, ενώ στο λόγο τους ο σοσιαλισμός βρίσκεται υπό ολοκληρωτική έκλειψη. Αλλά και στην «ανάλυση», η εκμετάλλευση από καταστατική κατηγορία του καπιταλισμού έγινε «κατ’ εξαίρεση», «απαράδεκτη» βαναυσότητα. Α, ρε κολλημένε Μαρξ.
Τα περισσότερα κόμματα της μαζικής Αριστεράς στην Ευρώπη είναι ήδη κόμματα -καρτέλ, εξαρτώμενα αποκλειστικά από την κρατική χρηματοδότηση, χωρίς την παραμικρή εσωκομματική ζωή, προνομιακοί στυλοβάτες της μετα -δημοκρατίας. Αποτελούν, συνήθως, δίκτυα στελεχών, συχνά ευκατάστατων και ασφαλών ατόμων, που «θα βελτιώσουν σταδιακά τον κόσμο» χωρίς την παραμικρή αίσθηση επείγοντος, που είναι, αντίθετα, εξαιρετικά έντονη για τη μεγάλη κοινωνική πλειονότητα. Τα κόμματα είναι, γενικώς, «ψύχραιμα».
Όσοι συμφωνούν στα παραπάνω είναι, άραγε, «πολύ αριστεροί»; Σιγά τα αίματα!
Όποιος παρατηρήσει τα προγράμματα και των πιο αριστερίστικων οργανώσεων, θα δει, κυρίως, αυτά που θεωρούταν στη δεκαετία του ’80, τίμιος ρεφορμισμός. Το θέμα δεν είναι, λοιπόν, τι κάνουν οι «πολύ» ή οι «λίγο αριστεροί». Αλλά τι θά πρεπε να κάνουν οι αριστεροί.
Τι να κάνουν, π.χ., αναφορικά με το τρομερό έγκλημα των Τεμπών; Πάντως, να μην ξεκατινιάζονται στα κανάλια. Και να αντιληφθούν και να επιμείνουν στο πόσο κακό είναι το συνεχιζόμενο μνημονιακό καθεστώς. Πόσο αποτελεί τη βάση της θανατοπολιτικής και, επομένως, πόσο η ρήξη μαζί του είναι προϋπόθεση όχι «καλής ζωής», αλλά στοιχειώδους επιβίωσης.
Μπορεί να το κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ; Όχι. Γιατί επιλέγοντας το «μικρότερο κακό» το καλοκαίρι του ’15, έστρωσε το δρόμο στο μεγαλύτερο κακό. Ή θα το «ομολογήσει» ή θα μείνει οικτρά ευνουχισμένος για πάντα.
Μπορεί το ΚΚΕ; Όχι, στο μέτρο που δεν διακρίνει την θανατηφόρα ιδιαιτερότητα των μνημονίων σε σχέση με άλλα -καπιταλιστικότατα, κατά τα άλλα- καθεστώτα.
Το βάρος πέφτει στην άλλη Αριστερά. Όχι γιατί είναι «πολύ αριστερή» ή «αριστερότερη», αλλά γιατί βλέπει με καθαρότερο τρόπο τα πράγματα. Θα τα καταφέρει; Υπάρχουν καλά και κακά σημάδια. Πάντως, αν δεν τα καταφέρει κι αυτή, δεν έχουμε την παραμικρή τύχη. Το μέλλον δεν διαρκεί τόσο όσο νομίζαμε.